Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Δύο αποσπάσματα από τήν προδημοσίευση τής "Αθέατης Όψης" τού Π. Λουκάκου

Η αθέατη όψη_Πάνος Λουκάκος
Καραμανλής-Παπανδρέου οι άρχοντες τής Μεταπολίτευσης

Η αθέατη όψη_Πάνος Λουκάκος Καραμανλής και Ανδρέας, οι άρχοντες της μεταπολίτευσης. (1985) Η πολιτική ζωή του τόπου μπήκε σταδιακά σε περίοδο μεγάλων εντάσεων και τυφλών συγκρούσεων. Εφιάλτης, αποστάτης και προδότης ήταν οι κλασικοί χαρακτηρισμοί του ΠΑΣΟΚ για τον Κ. Μητσοτάκη. Ψεύτες, κλέφτες και απατεώνες ήταν η απάντηση από τη Νέα Δημοκρατία. Μέσα στο κλίμα αυτό, πρωταγωνιστικό ρόλο εκφραστή του ΠΑΣΟΚ είχαν αναλάβει η «Αυριανή» σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης και ο Μένιος Κουτσόγιωργας, πολιτικά και κοινοβουλευτικά. Από πλευράς Νέας Δημοκρατίας, την ένταση χειριζόταν προσωπικά ο Κ. Μητσοτάκης. «Ομιλητής ήταν ο Μητσοτάκης, που κατήγγελλε, ως συνήθως, σκάνδαλα και απάτες. Χαριτολογώντας, μου λέει ο Παπανδρέου: ”Νομίζω ότι ήλθε η ώρα να λύσουμε τον Μένιο”». Θυμάμαι σε μία από τις συνήθεις τότε ταραχώδεις συνεδριάσεις της Βουλής να βρίσκομαι στο εκεί γραφείο του πρωθυπουργού και να συνομιλώ με τον Α. Παπανδρέου. Από τη μεγαφωνική εγκατάσταση ακούγαμε τη συζήτηση στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Ομιλητής ήταν ο Μητσοτάκης, που κατήγγελλε, ως συνήθως, σκάνδαλα και απάτες. Χαριτολογώντας, μου λέει ο Παπανδρέου: «Νομίζω ότι ήλθε η ώρα να λύσουμε τον Μένιο». Κάλεσε λοιπόν τον Κουτσόγιωργα, ο οποίος ασθμαίνων ήλθε αμέσως. «Μένιο, μπες μέσα και βάλ’ τον στη θέση του, πάλι μας βρίζει», είπε ο Παπανδρέου. « Πρόεδρε δεν μπορώ, δεν έχω ακούσει τι είπε˙ ετοιμαζόμουν να φύγω να πάω σπίτι μου να ξαπλώσω, έχω 39 πυρετό, άσε με», απάντησε ο ατυχής Κουτσόγιωργας. «Πήγαινε πρώτα μέσα και μετά φύγε», είπε ο Παπανδρέου με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Σε λίγα λεπτά ακούσαμε από το μεγάφωνο τη φωνή και τα περίεργα ελληνικά του Κουτσόγιωργα: «Δεν δικαιούσθε για να ομιλείτε. Έχετε γκόμπλεξ με τον αρχηγό μας. Ειδικά εσύ, κύριε Μητσοτάκη, αρχιαποστάτη , προδότη της δημοκρατικής παράταξης, Εφιάλτη» και τα συνήθη συναφή. Ο Παπανδρέου μου έδειξε με το χέρι το μεγάφωνο. Το διασκέδαζε. «Ο Μένιος… Ωραίος ο Μένιος», μου είπε, με το χαρακτηριστικό του ύφος, κουνώντας το κεφάλι, και συνεχίσαμε τη συζήτηση από εκεί που είχε σταματήσει. – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – (1989) Το εκλογικό αποτέλεσμα του Νοεμβρίου οδήγησε στο σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης, υπό τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα, με στήριξη της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού, υπουργούς δε προερχόμενους και από τα τρία κόμματα. Η κυβέρνηση αυτή έλαβε το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου ψήφο εμπιστοσύνης από 292 βουλευτές. Βασικό έργο της κυβέρνησης Ζολώτα, όπως τονίσθηκε και στις προγραμματικές της δηλώσεις, ήταν η οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, δηλαδή η συγκράτηση των ελλειμμάτων και ο περιορισμός των δανειακών αναγκών, η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, η επιβολή έκτακτης εισφοράς, η αναπροσαρμογή των τιμολογίων των ΔΕΚΟ, η αύξηση ορισμένων έμμεσων φόρων και γενικότερα η δημοσιονομική εξυγίανση. «Πώς ”απατεώνες” και ”σκευωροί” βρέθηκαν ξαφνικά αγκαλιασμένοι; Θυμάμαι μια χαρακτηριστική κουβέντα του Τσαλδάρη επ’ αυτού: ”Λουκάκο, μην το ψάχνεις. Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια”». Η κυβέρνηση Ζολώτα ήταν το άκρον άωτον του πολιτικού παραλογισμού, του πολιτικού αμοραλισμού και του ευτελισμού της πολιτικής και των πολιτικών. Υποτίθεται ότι η προηγηθείσα κυβέρνηση Τζαννετάκη, της Δεξιάς και της Αριστεράς, είχε σχηματισθεί με μοναδικό στόχο την κάθαρση και την τιμωρία των ενόχων της διαφθοράς και των σκανδάλων. Τώρα, στην κυβέρνηση Ζολώτα, η Δεξιά και η Αριστερά συμμαχούσε και συγκυβερνούσε με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο προ ολίγων μόλις μηνών είχαν από κοινού καταγγείλει για διαφθορά και σκάνδαλα και το είχαν παραπέμψει στο Ειδικό Δικαστήριο. Παραπέμψαντες και παραπεμφθέντες συνεργάζονταν πλέον αρμονικά. Τέτοια …ακροβατικά, ούτε στα τσίρκα δεν γίνονται. Ήταν αυτή η μεγαλύτερη και πιο άγαρμπη κωλοτούμπα της Μεταπολίτευσης. Αν είχαν πράγματι γίνει τα σκάνδαλα και οι απάτες, πώς Νέα Δημοκρατία και Συνασπισμός δέχονταν να συγκυβερνούν με τους «απατεώνες»; Αν όλα αυτά ήταν σκευωρία, πώς δεχόταν το ΠΑΣΟΚ να συγκυβερνά με τους «σκευωρούς»; Πώς «απατεώνες» και «σκευωροί» βρέθηκαν ξαφνικά αγκαλιασμένοι; Θυμάμαι μια χαρακτηριστική κουβέντα του Τσαλδάρη επ’ αυτού: « Λουκάκο, μην το ψάχνεις. Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια». Νομίζω ότι τα γεγονότα αυτά υπήρξαν η αφετηρία για να περιπέσουν συνολικά το πολιτικό σύστημα και, προσωπικά ο καθένας τους, οι πολιτικοί της εποχής εκείνης σε πλήρη ανυποληψία. Ανυποληψία από την οποία ουδέποτε ανένηψαν. Γιατί για μεν τους παραπεμθέντες, όλα αυτά ήταν το υποτιθέμενο «βρώμικο ’89». Για δε τους παραπέμψαντες ήταν η υποτιθέμενη «κάθαρση». Τελικά όμως βρέθηκαν να συνεργάζονται όλοι μαζί, σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτε. Και ευλόγως δημιουργήθηκε στην κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι τελικά σε αυτό τον τόπο όλα «κουκουλώνονται» χωρίς κυρώσεις, ότι «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – Unsaved Preview DocumentOι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του 1989-1990 γεννούν το μείζον ερώτημα: Πώς μπόρεσε το ΠΑΣΟΚ να ανθέξει τη μακρά, σκληρή και διμέτωπη επίθεση της Νέας Δημοκρατίας και του Συνασπισμού, έχοντας μάλιστα ως παθητικό τα σκάνδαλα, έναν ασθενή και ανήμπορο ηγέτη και ένα αντιαισθητικό και γελοίο περί αυτόν περιβάλλον; Νομίζω ότι η απάντηση είναι σύνθετη και δεν μπορεί να δοθεί χωρίς εμπεριστατωμένη ανάλυση των κοινωνικών συνθηκών και μεταβολών της εικοσαετίας 1970-1990. Ανάλυση που δεν αποτελεί αντικείμενο του βιβλίου αυτού. Επιγραμματικά όμως μπορεί κανείς να αναφέρει ορισμένα οφθαλμοφανή στοιχεία, όπως αυτό που ακολουθεί, τα οποία ίσως εξηγούν πώς άνθεξε το ΠΑΣΟΚ τις επιθέσεις και μάλιστα πώς μια τριετία μετά ο Παπανδρέου επανήλθε στην εξουσία: Είχα επισκεφθεί, λίγο πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1989, ένα απομακρυσμένο χωριό βαθιά στη Μάνη. Μπήκα στο καφενείο και είδα στον τοίχο αναρτημένες δίπλα δίπλα δύο μεγάλες έγχρωμες φωτογραφίες. Η μία ήταν του τέως βασιλέα Κωνσταντίνου και η άλλη του Ανδρέα Παπανδρέου. Ρώτησα έκπληκτος τον ιδιοκτήτη του καφενείου πώς συμβιβάζονται μεταξύ τους οι πεποιθήσεις που εκφράζει καθεμιά από τις φωτογραφίες. Μου απάντησε αμέσως, χωρίς να το πολυσκεφθεί: «Ο Κωσταντίνος είναι η ιδεολογία μου, εμείς εδώ είμαστε βασιλικοί πάππου προς πάππου κι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ. Αλλά ο Παπανδρέου ήταν ο μόνος που μας νοιάστηκε, που μας έδωσε ψωμί να φάμε, που μας έφτιαξε ιατρικό κέντρο.» – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – Τον Ιανουάριο του 1990 ήμαστε καλεσμένοι κάποιο βράδυ στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Παρόντες άλλοι δέκα φίλοι του, προερχόμενοι κυρίως από καλλιτεχνικούς χώρους. Στη διάρκεια του δείπνου, κύριο θέμα συζήτησης ήταν η δίκη του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά, κατά τη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια. Το Εφετείο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, τον είχε αθωώσει καθώς είχε δεχθεί ότι τελούσε σε κατάσταση άμυνας, δεδομένου ότι ο νεαρός είχε πετάξει εναντίον του βόμβα μολότωφ. Οι συνδαιτημόνες του Χορν επαινούσαν την απόφαση του δικαστηρίου και πρόσθεταν ότι λογικά και σωστά ένας αστυνομικός πυροβολεί όταν κινδυνεύει να καεί ο ίδιος από τις μολότωφ. «Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί». (Μάνος Χατζιδάκις, στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, Ιανουάριος 1990) Το δείπνο συνεχιζόταν όπως και η συζήτηση˙ χτύπησε το κουδούνι και μπήκε καθυστερημένος, ως συνήθως, ο Μάνος Χατζιδάκις. Παρακολούθησε για λίγο τα λεγόμενα. Και πήρε το λόγο, με έντονο ύφος: «Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότωφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ό,τι και άν έχει γίνει, όπως και άν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς.» Σώπασαν όλοι. Κανείς δεν απάντησε. Και ο Χορν άλλαξε αμέσως θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε, δείχνοντας με τον τρόπο του ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η συγκεκριμένη παρέα και οι συζητήσεις της. Το βιβλίο του Πάνου Λουκάκου «Η αθέατη όψη – Τύπος και Πολιτική στη Μεταπολίτευση» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». inShare

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/loukakos/ ]
(1985) Η πολιτική ζωή του τόπου μπήκε σταδιακά σε περίοδο μεγάλων εντάσεων και τυφλών συγκρούσεων. Εφιάλτης, αποστάτης και προδότης ήταν οι κλασικοί χαρακτηρισμοί του ΠΑΣΟΚ για τον Κ. Μητσοτάκη. Ψεύτες, κλέφτες και απατεώνες ήταν η απάντηση από τη Νέα Δημοκρατία. Μέσα στο κλίμα αυτό, πρωταγωνιστικό ρόλο εκφραστή του ΠΑΣΟΚ είχαν αναλάβει η «Αυριανή» σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης και ο Μένιος Κουτσόγιωργας, πολιτικά και κοινοβουλευτικά. Από πλευράς Νέας Δημοκρατίας, την ένταση χειριζόταν προσωπικά ο Κ. Μητσοτάκης. «Ομιλητής ήταν ο Μητσοτάκης, που κατήγγελλε, ως συνήθως, σκάνδαλα και απάτες. Χαριτολογώντας, μου λέει ο Παπανδρέου: ”Νομίζω ότι ήλθε η ώρα να λύσουμε τον Μένιο”». Θυμάμαι σε μία από τις συνήθεις τότε ταραχώδεις συνεδριάσεις της Βουλής να βρίσκομαι στο εκεί γραφείο του πρωθυπουργού και να συνομιλώ με τον Α. Παπανδρέου. Από τη μεγαφωνική εγκατάσταση ακούγαμε τη συζήτηση στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Ομιλητής ήταν ο Μητσοτάκης, που κατήγγελλε, ως συνήθως, σκάνδαλα και απάτες. Χαριτολογώντας, μου λέει ο Παπανδρέου: «Νομίζω ότι ήλθε η ώρα να λύσουμε τον Μένιο». Κάλεσε λοιπόν τον Κουτσόγιωργα, ο οποίος ασθμαίνων ήλθε αμέσως. «Μένιο, μπες μέσα και βάλ’ τον στη θέση του, πάλι μας βρίζει», είπε ο Παπανδρέου. « Πρόεδρε δεν μπορώ, δεν έχω ακούσει τι είπε˙ ετοιμαζόμουν να φύγω να πάω σπίτι μου να ξαπλώσω, έχω 39 πυρετό, άσε με», απάντησε ο ατυχής Κουτσόγιωργας. «Πήγαινε πρώτα μέσα και μετά φύγε», είπε ο Παπανδρέου με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Σε λίγα λεπτά ακούσαμε από το μεγάφωνο τη φωνή και τα περίεργα ελληνικά του Κουτσόγιωργα: «Δεν δικαιούσθε για να ομιλείτε. Έχετε γκόμπλεξ με τον αρχηγό μας. Ειδικά εσύ, κύριε Μητσοτάκη, αρχιαποστάτη , προδότη της δημοκρατικής παράταξης, Εφιάλτη» και τα συνήθη συναφή. Ο Παπανδρέου μου έδειξε με το χέρι το μεγάφωνο. Το διασκέδαζε. «Ο Μένιος… Ωραίος ο Μένιος», μου είπε, με το χαρακτηριστικό του ύφος, κουνώντας το κεφάλι, και συνεχίσαμε τη συζήτηση από εκεί που είχε σταματήσει. – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/loukakos/ ]
(1985) Η πολιτική ζωή του τόπου μπήκε σταδιακά σε περίοδο μεγάλων εντάσεων και τυφλών συγκρούσεων. Εφιάλτης, αποστάτης και προδότης ήταν οι κλασικοί χαρακτηρισμοί του ΠΑΣΟΚ για τον Κ. Μητσοτάκη. Ψεύτες, κλέφτες και απατεώνες ήταν η απάντηση από τη Νέα Δημοκρατία. Μέσα στο κλίμα αυτό, πρωταγωνιστικό ρόλο εκφραστή του ΠΑΣΟΚ είχαν αναλάβει η «Αυριανή» σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης και ο Μένιος Κουτσόγιωργας, πολιτικά και κοινοβουλευτικά. Από πλευράς Νέας Δημοκρατίας, την ένταση χειριζόταν προσωπικά ο Κ. Μητσοτάκης. 

 «Ομιλητής ήταν ο Μητσοτάκης, που κατήγγελλε, ως συνήθως, σκάνδαλα και απάτες. Χαριτολογώντας, μου λέει ο Παπανδρέου: ”Νομίζω ότι ήλθε η ώρα να λύσουμε τον Μένιο”». 

Θυμάμαι σε μία από τις συνήθεις τότε ταραχώδεις συνεδριάσεις της Βουλής να βρίσκομαι στο εκεί γραφείο του πρωθυπουργού και να συνομιλώ με τον Α. Παπανδρέου. Από τη μεγαφωνική εγκατάσταση ακούγαμε τη συζήτηση στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Ομιλητής ήταν ο Μητσοτάκης, που κατήγγελλε, ως συνήθως, σκάνδαλα και απάτες. Χαριτολογώντας, μου λέει ο Παπανδρέου: «Νομίζω ότι ήλθε η ώρα να λύσουμε τον Μένιο». Κάλεσε λοιπόν τον Κουτσόγιωργα, ο οποίος ασθμαίνων ήλθε αμέσως. «Μένιο, μπες μέσα και βάλ’ τον στη θέση του, πάλι μας βρίζει», είπε ο Παπανδρέου. « Πρόεδρε δεν μπορώ, δεν έχω ακούσει τι είπε˙ ετοιμαζόμουν να φύγω να πάω σπίτι μου να ξαπλώσω, έχω 39 πυρετό, άσε με», απάντησε ο ατυχής Κουτσόγιωργας. «Πήγαινε πρώτα μέσα και μετά φύγε», είπε ο Παπανδρέου με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Σε λίγα λεπτά ακούσαμε από το μεγάφωνο τη φωνή και τα περίεργα ελληνικά του Κουτσόγιωργα: «Δεν δικαιούσθε για να ομιλείτε. Έχετε γκόμπλεξ με τον αρχηγό μας. Ειδικά εσύ, κύριε Μητσοτάκη, αρχιαποστάτη , προδότη της δημοκρατικής παράταξης, Εφιάλτη» και τα συνήθη συναφή. Ο Παπανδρέου μου έδειξε με το χέρι το μεγάφωνο. Το διασκέδαζε. «Ο Μένιος… Ωραίος ο Μένιος», μου είπε, με το χαρακτηριστικό του ύφος, κουνώντας το κεφάλι, και συνεχίσαμε τη συζήτηση από εκεί που είχε σταματήσει.
                                          – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –
 
συνέχεια


«Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί». (Μάνος Χατζιδάκις, στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, Ιανουάριος 1990)

Τον Ιανουάριο του 1990 ήμαστε καλεσμένοι κάποιο βράδυ στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Παρόντες άλλοι δέκα φίλοι του, προερχόμενοι κυρίως από καλλιτεχνικούς χώρους. Στη διάρκεια του δείπνου, κύριο θέμα συζήτησης ήταν η δίκη του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά, κατά τη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια. Το Εφετείο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, τον είχε αθωώσει καθώς είχε δεχθεί ότι τελούσε σε κατάσταση άμυνας, δεδομένου ότι ο νεαρός είχε πετάξει εναντίον του βόμβα μολότωφ. Οι συνδαιτημόνες του Χορν επαινούσαν την απόφαση του δικαστηρίου και πρόσθεταν ότι λογικά και σωστά ένας αστυνομικός πυροβολεί όταν κινδυνεύει να καεί ο ίδιος από τις μολότωφ.
 Το δείπνο συνεχιζόταν όπως και η συζήτηση˙ χτύπησε το κουδούνι και μπήκε καθυστερημένος, ως συνήθως, ο Μάνος Χατζιδάκις. Παρακολούθησε για λίγο τα λεγόμενα. Και πήρε το λόγο, με έντονο ύφος: «Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότωφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ό,τι και άν έχει γίνει, όπως και άν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς.»
 Σώπασαν όλοι. Κανείς δεν απάντησε. Και ο Χορν άλλαξε αμέσως θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε, δείχνοντας με τον τρόπο του ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η συγκεκριμένη παρέα και οι συζητήσεις της.
Τον Ιανουάριο του 1990 ήμαστε καλεσμένοι κάποιο βράδυ στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Παρόντες άλλοι δέκα φίλοι του, προερχόμενοι κυρίως από καλλιτεχνικούς χώρους. Στη διάρκεια του δείπνου, κύριο θέμα συζήτησης ήταν η δίκη του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά, κατά τη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια. Το Εφετείο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, τον είχε αθωώσει καθώς είχε δεχθεί ότι τελούσε σε κατάσταση άμυνας, δεδομένου ότι ο νεαρός είχε πετάξει εναντίον του βόμβα μολότωφ. Οι συνδαιτημόνες του Χορν επαινούσαν την απόφαση του δικαστηρίου και πρόσθεταν ότι λογικά και σωστά ένας αστυνομικός πυροβολεί όταν κινδυνεύει να καεί ο ίδιος από τις μολότωφ. «Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί». (Μάνος Χατζιδάκις, στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, Ιανουάριος 1990) Το δείπνο συνεχιζόταν όπως και η συζήτηση˙ χτύπησε το κουδούνι και μπήκε καθυστερημένος, ως συνήθως, ο Μάνος Χατζιδάκις. Παρακολούθησε για λίγο τα λεγόμενα. Και πήρε το λόγο, με έντονο ύφος: «Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότωφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ό,τι και άν έχει γίνει, όπως και άν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς.» Σώπασαν όλοι. Κανείς δεν απάντησε. Και ο Χορν άλλαξε αμέσως θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε, δείχνοντας με τον τρόπο του ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η συγκεκριμένη παρέα και οι συζητήσεις της.

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/loukakos/ ]
Τον Ιανουάριο του 1990 ήμαστε καλεσμένοι κάποιο βράδυ στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Παρόντες άλλοι δέκα φίλοι του, προερχόμενοι κυρίως από καλλιτεχνικούς χώρους. Στη διάρκεια του δείπνου, κύριο θέμα συζήτησης ήταν η δίκη του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά, κατά τη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια. Το Εφετείο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, τον είχε αθωώσει καθώς είχε δεχθεί ότι τελούσε σε κατάσταση άμυνας, δεδομένου ότι ο νεαρός είχε πετάξει εναντίον του βόμβα μολότωφ. Οι συνδαιτημόνες του Χορν επαινούσαν την απόφαση του δικαστηρίου και πρόσθεταν ότι λογικά και σωστά ένας αστυνομικός πυροβολεί όταν κινδυνεύει να καεί ο ίδιος από τις μολότωφ. «Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί». (Μάνος Χατζιδάκις, στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, Ιανουάριος 1990) Το δείπνο συνεχιζόταν όπως και η συζήτηση˙ χτύπησε το κουδούνι και μπήκε καθυστερημένος, ως συνήθως, ο Μάνος Χατζιδάκις. Παρακολούθησε για λίγο τα λεγόμενα. Και πήρε το λόγο, με έντονο ύφος: «Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότωφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ό,τι και άν έχει γίνει, όπως και άν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς.» Σώπασαν όλοι. Κανείς δεν απάντησε. Και ο Χορν άλλαξε αμέσως θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε, δείχνοντας με τον τρόπο του ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η συγκεκριμένη παρέα και οι συζητήσεις της.

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/loukakos/ ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.