Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Λίγη τσίπα χρειάζεται αγαπητή κυρία Δόμνα...

 Επετειακά: αγαπητή κυρία Δόμνα
Στις αρχές Ιουλίου του 1974 ετοιμαζόμασταν για τις εισαγωγικές εξετάσεις (που τότε γίνονταν τον Σεπτέμβριο). Αλλά οι πιο υποψιασμένοι, που άκουγαμε καθημερινά τη «Φωνή της Αλήθειας», ξέραμε ότι κάτι τρέχει. Τί ακριβώς δεν ήταν σαφές, γιατί η «Φωνή της Αλήθειας» τα λεγε κάπως μπερδεμένα μετά το Πολυτεχνείο κι οι ελληνικές εφημερίδες ήταν όλες λογοκριμένες. Βρήκαμε λοιπόν πιο πρόσφορο να χαζεύουμε τις κυπριακές εφημερίδες, που βρίσκαμε κρεμασμένες στα περίπτερα της Πανεπιστημίου. Εκεί είδαμε την περήφανη απάντηση του Μακαρίου στη χούντα («η Κύπρος δεν είναι ελληνική επαρχία ...», που δεν άφηνε κάνενα περιθώριο. Ήμασταν σίγουροι ότι θα γίνει πραξικόπημα.
Τόσο σίγουροι ήμασταν, πού πριν πάμε και αφού τελειώσουμε το φροντιστήριο, παίρναμε τηλέφωνο απ’ το περίπτερο για ν’ ακούσουμε τις τελευταίες ειδήσεις. Και το κακό, πράγματι, δεν άργησε. Στις 15 Ιουλίου, τα τάνκς μπήκαν στο πρεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία. Το διάγγελμα του Σαμψών ακολούθησε μια άλλη βεβαιότητα: ότι η Τουρκία θα εισβάλλει στην Κύπρο. Όλα αυτά δεν τα έλεγε το ΚΚΕ, ο Κανελλόπουλος ή ο Γεώργιος Μαύρος. Τα καταλάβαιναν και τα προέβλεπαν δεκαοχτάχρονα παιδιά, παρά τη θολή εικόνα που έδινε η επίσημη κι η ανεπίσημη ενημέρωση...
 συνέχεια...
Σε πέντε μέρες έγινε το κακό. Βέβαια, η «Φωνή της Αλήθειας» τον χαβά της. Ξεκίνησε κανονικά κατά τις έξι και κάτι το πρωί, είπε για τους συνταξιούχους, είπε ένα σωρό δευτερεύοντα και κάπου στη μέση του δελτίου άρχισε να μιλάει για τουρκική εισβολή. Πάλι, η ίδια βεβαιότητα: θα γίνει επιστράτευση, ίσως και πόλεμος, σκεφτήκαμε. Ανοίξαμε το ραδιόφωνο και, πράγματι, τη χαρούμενη μουσική διαδέχθηκαν τα εμβατήρια και τα πρώτα διαγγέλματα κατά τις δέκα. Πήρα τηλέφωνο τους φίλους στην Κοκκινιά και κατηφόρησα στη Λαοδικείας.
Στα μπακάλικα συνοστίζονταν νέοι, γέροι και παιδιά για ν’ αγοράσουν κονσέρβες, λάδι και ζάχαρη. Σ’ όσα μαγαζιά είδα, ο μπακάλης είχε κατεβασμένα μισά τα ρολά και διάλεγε έναν-έναν τους πελάτες, σαν κανονικός μαυραγορίτης. Στον δρόμο το απόλυτο χάος, με το ένα ρεύμα των αυτοκινήτων να μπαίνει μέσα στο άλλο και τον κόσμο να τρέχει αλλόφρων. Στο σπίτι του φίλου μου του Αντώνη ακούσαμε τις προσκλήσεις για κατάταξη στον στρατό με βάση το χρώμα των φυλλαδίων. Συνειδητοποιώντας σιγά-σιγά τί έχει συμβεί, φιληθήκαμε και φύγαμε προς διάφορες κατευθύνσεις.
Εγώ πήγα με τα πόδια στο Πεδίον του Άρεως, γιατί συγκοινωνία δεν υπήρχε. Φθάνοντας κατάκοπος εκεί, μπήκα σε ένα επιτεταγμένο λεωφορείο και πήγα στο Λαύριο. Εκεί ζήσαμε τραγικές στιγμές, καθώς τα φορτηγά φόρτωναν κόσμο μπροστά στο παλιό Δημαρχείο κι οι γυναίκες κλαίγανε με τα παιδιά τους στα χέρια. Όταν ήρθε το σούρουπο, ένα πένθιμο πέπλο σκέπασε την πόλη. Την άλλη μέρα, πήγαμε σε μια ερημική παραλία για ν’ αναλύσουμε την κατάσταση. Πού μυαλό για διάβασμα ...
Από την επομένη, αποφασίσαμε να βρισκόμαστε στη στάση του ΚΤΕΛ, γιατί η μικρή μας «συγκέντρωση» στην ερημιά μπορούσε να δημιουργήσει υποψίες. Η στάση ήταν καλή επιλογή, διότι κρυφακούγαμε τι έλεγε ο κόσμος που περίμενε το πούλμαν ή το λεωφορείο που πήγαινε στα εργοστάσια.  Δίπλα, υπήρχε το περίπτερο, όπου ερχόταν που και που κανένας για τσιγάρα κι έλεγε και δυο λόγια παραπάνω στον περιπτερά.
Την πτώση της χουντικής κυβέρνησης δεν την είχα φανταστεί, παρ’ όλο που ακουγόταν όλο και περισσότερο κάτι για τον Καραμανλή και το Γ’ Σώμα Στρατού. Τα ευχάριστα νέα μου τα ‘πε η κοπέλλα μου απ’ το τηλέφωνο το απόγευμα της 24ης -αν δεν κάνω λάθος. Αν την αγαπούσα μια φορά, την αγάπησα δύο. Πήρα κι εγώ άπειρα τηλέφωνα και κανονίσαμε ν’ ανέβουμε όλοι οι φίλοι στην Αθήνα, την άλλη μέρα, πρωί-πρωί.
Από τότε, δεν έχω ξαναδεί την Αθήνα πιο γελαστή –και πιο χύμα. Η κατάσταση ήταν απερίγραπτη. Όλη τη σκοτεινιά της επιστράτευσης και του επικείμενου πολέμου την είχε καταπιεί η χαρά της απελευθέρωσης από τον ζυγό της δικτατορίας. Ένας κόσμος έξαλλος από χαρά, που σε λίγο θα υποδεχόταν τον Θεοδωράκη, τους εξόριστους που έφταναν στη Ραφήνα, τον Φλωράκη. Μετά από καμια δεκαριά μέρες ξαναπιάσαμε τα βιβλία. Δώσαμε εξετάσεις και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Εξιστορώ τα παραπάνω «τετριμμένα» για έναν και μόνο λόγο: για να κατανοήσουν οι νεώτεροι και να θυμηθούν οι παλιοί ότι η δικτατορία δεν ήταν μια κατάσταση «κάπως περιοριστική», μέσα στο πλαίσιο του συστήματος, που, έλα μωρέ, απλώς μας έκανε τη ζωή λίγο δυσκολότερη. Για κάποιους, ιδιαίτερα τους νέους, το καθεστώς της 21ης Απριλίου ήταν μια συνθλιπτική κατάσταση, μέσα στην οποία δοκιμάστηκαν περίπου όλες οι αντοχές και όλο το αξιακό μας σύστημα. Υπήρχαν τα απροκάλυπτα ψέμματα. Υπήρχαν οι ρουφιάνοι. Υπήρχε η ασφάλεια κι η χωρφυλακή. Υπήρχε το κούρεμα με την ψιλή. Υπήρχαν τα απαγορευμένα βιβλία κι η μουσική. Υπήρχε το κιτς του Σκυλίτση και η αηδία του Ανδρουτσόπουλου. Υπήρχαν οι φίλοι με τα σημάδια απ’ τ’ αναμμένα τσιγάρα στο κορμί. Υπήρχε ο φόβος κι η επικοινωνία με τα κρυφά ραντεβού. Υπήρχε το «όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε» -με άλλο, πιο πλούσιο νόημα.
Όποιος αντιστάθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας δεν αντιστάθηκε γιατί έτσι του είπε το κόμμα. Αντιστάθηκε για τον έσκιαζε η φοβέρα και τον πλάκωνε η σκλαβιά.  Και ναι, στο τέλος αυτής της ιστορίας, κάποιοι πρέπει να αισθάνονται περήφανοι –πολύ περήφανοι- και κάποιοι άλλοι πρέπει να ντρέπονται για τους εαυτούς τους και το συνάφι τους. Ψυχοπαθολογικός δεν είναι αυτός που «υπέφερε πολύ». Αυτός, όπως έλεγε ο πρώην Σαββόπουλος, «έχει σωθεί». Οι άλλοι είναι τα γαϊδούρια κι οι ανάξιοι, αγαπητή κυρία Δόμνα. «Λίγη Ψυχολογία», «λίγη Ψυχιατρική» και «λίγη Ιστορία» δεν σε κάνουν ούτε διανοούμενο, ούτε συνειδητό πολίτη. Λίγη τσίπα χρειάζεται.

Σπύρος Γεωργάτος

ΣΗΜΕΙΩΣΗ "Νέας Μυκόνου" : Ο υπέρτιτλος γράφτηκε από τή "Νέα Μύκονο"  καί είναι μέσα από τό κείμενο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.