Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το Μουντιάλ του 1958 στην Σουηδία η εθνική ομάδα της Βραζιλίας, ένα τσούρμο προβληματικών ανθρώπων σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γιατρών,
ταξίδεψε στην Ιταλία για να δώσει ένα φιλικό προετοιμασίας. Αντίπαλος
της ήταν η Φιορεντίνα, η οποία την εποχή εκείνη πρωταγωνιστούσε στο
Ιταλικό πρωτάθλημα, έχοντας στη σύνθεση της και έξι Ιταλούς διεθνείς.
Δεκά πέντε λεπτά πριν τη λήξη του φιλικού, και ενώ το σκορ ήταν ήδη
0-3 για τους φιλοξενούμενους, ένας Βραζιλιάνος με σπονδυλική στήλη σαν
σίγμα τελικό πήρε τη μπάλα στη δεξιά πλευρά της επίθεσης, προσπέρασε
τρεις αμυντικούς και τον τερματοφύλακα με χαρακτηριστική άνεση, μπροστά
στο άδειο τέρμα περίμενε έναν εκ των αμυντικών να επιστρέψει, με μια
τέλεια προσποίηση τον εξουδετέρωσε ξανά, στέλνοντας τον να πέσει κάτω
για δεύτερη φορά και αφού συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε κάποιος άλλος
τρόπος για να διασκεδάσει κι άλλο, περπάτησε με τη μπάλα μέσα στην
εστία, την άφησε να περάσει τη γραμμή για τέταρτη φορά και στη συνέχεια
την πήρε στα χέρια και ψύχραιμα έκανε μεταβολή για να πάει να την
τοποθετήσει στο κέντρο για τη σέντρα. Ήταν η πρώτη φορά που άνθρωποι
εκτός Βραζιλίας γινόταν μάρτυρες του φαινομένου “Γκαρίντσα” σε μια από
τις πιο γνωστές και χαρακτηριστικές παραστάσεις του.
Σε πλήρη αντίθεση με τους άναυδους Ιταλούς που δεν μπορούσαν να
πιστέψουν αυτό που έβλεπαν οι άνθρωποι της εθνικής Βραζιλίας δεν
μπορούσαν να αποδεχθούν μια τέτοια ερασιτεχνική και παιδική συμπεριφορά
την οποία κάλλιστα θα μπορούσε να επαναλάβει ο Γκαρίντσα στα παιχνίδια
του Μουντιάλ. Κι έτσι ο παίκτης με τα στραβά και ανομοιόμορφα πόδια (το
αριστερό του ήταν έξι εκατοστά κοντύτερο) που έπασχε εκ γενετής
από πολιομυελίτιδα είδε τα πρώτα δυο ματς της διοργάνωσης από τον πάγκο.
Μέχρι που έφτασε η ώρα των Ρώσων.
Σε μια εποχή που ένα μεγάλο μέρος της ενημέρωσης αποτελούταν από
φήμες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα οι Ρώσοι ήταν φόβητρο για
κάθε αντίπαλο. Με τον Λεβ Γιασίν στην εστία και παίκτες οι οποίοι χάρη
σε σύγχρονες, για την εποχή, μεθόδους προπόνησης φημολογούνταν πως
μπορούσαν να τρέχουν ασταμάτητα για 180 λεπτά, αποτελούσαν ένα μεγαθήριο
που πήγε στη Σουηδία με ξεκάθαρο στόχο να κατακτήσει το Κύπελλο,
έχοντας κερδίσει ήδη δυο χρόνια πριν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς
Αγώνες της Μελβούρνης. Οι αισθητά κατώτεροι σωματικά αλλά και στον
τομέα της φυσικής κατάστασης Βραζιλιάνοι πίστευαν ότι δεν είχαν άλλη
επιλογή απ” το να προσπαθήσουν να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους. Και για
να το πετύχουν αυτό χρειαζόταν και τον Γκαρίντσα.
Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1958 η Βραζιλία έκανε σέντρα έχοντας
στην ενδεκάδα της για πρώτη φορά τον 25χρονο τότε Γκαρίντσα και τον
18χρονο ανερχόμενο αστέρα Πελέ και η ιστορία του Βραζιλιάνικου
ποδοσφαίρου αλλά και του ποδοσφαίρου γενικότερα απέκτησε ένα νέο
ορόσημο. Τα επόμενα 180 δευτερόλεπτα χαρακτηρίστηκαν από τον ευυπόληπτο
Γάλλο δημοσιογράφο Gabriel Honnot ως «τα τρία καλύτερα λεπτά στην
ιστορία του ποδοσφαίρου». Στη διάρκεια αυτών οι Βραζιλιάνοι πρόλαβαν και
είχαν δυο δοκάρια, ένα με τον Γκαρίντσα κι ένα με τον Πελέ ενώ σκόραραν
και μια φορά με τον Βαβά ύστερα από ασίστ του Πελέ. Σαν να μην έφταναν
όλα αυτά, στο ίδιο διάστημα ο Γκαρίντσα προσπέρασε τον προσωπικό του
αντίπαλο Κουτνέτζοφ τέσσερις φορές ξεσηκώνοντας τους Σουηδούς στην
κερκίδα που δεν ήξεραν αν έπρεπε να αποθεώσουν τον Βραζιλιάνο ή να
γελάσουν με τους δύσμοιρους Ρώσους. Ένας από τους μεγαλύτερους
Βραζιλιάνους συγγραφείς, ο Νέλσον Ροντρίγκεζ περιέγραψε τις στιγμές
εκείνες με προτάσεις που τα λένε όλα:
Πιστέψτε με φίλοι μου: ο αγώνας Βραζιλία-Ρωσία κρίθηκε μετά από
μόλις τρία λεπτά. Και σημειώστε ότι η Βραζιλία ήθελε απλά μια ισοπαλία.
Αλλά ο Γκαρίντσα δεν πιστεύει στην ισοπαλία. Εκτόξευσε τον εαυτό του
στον αντίπαλο σαν σφαίρα που φεύγει από όπλο. Ντρίπλαρε έναν, ντρίπλαρε
κι άλλον, ντρίπλαρε ακόμα και το μούσι του Ρασπούτιν.
Φίλοι μου, η αποσύνθεση της Ρωσικής άμυνας ξεκίνησε ακριβώς τη
στιγμή που ο Γκαρίντσα ακούμπησε για πρώτη φορά τη μπάλα. Φαντάζομαι την
τεράστια έκπληξη των Ρώσων μπροστά σ” αυτό το αγόρι με τα κυκλικά πόδια
που πήγε για να ανατρέψει όλες τις αντιλήψεις του ευρωπαϊκού
ποδοσφαίρου. Πως να μαρκάρεις αυτόν που δεν μαρκάρεται; Πως να νιώσεις
το ανεπαίσθητο; Σε μια στιγμή αγανάκτησης ο αντίπαλος του κοίταξε τον
Γκαρίντσα, τα στραβά πόδια του Γκαρίντσα και κατέληξε: «Δεν υπάρχει».
Το τέλος του αγώνα βρήκε τους Βραζιλιάνους νικητές μόνο με 2-0, παρ”
ότι καταγράφηκαν περισσότερες από 30 φάσεις στην εστία του Γιασίν ο
οποίος κατάφερε και κράτησε το σκορ σε λογικά επίπεδα.
Μετά το παιχνίδι ρώτησαν τον Γκαρίντσα κάτι για τον προσωπικό του
αντίπαλο. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν, όπως γενικότερα δεν είχε ιδέα για
πολλά πράγματα. Ήταν ο μεγαλύτερος ερασιτέχνης που έπαιξε ποτέ
επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ήταν αγράμματος, ψυχολογικά ασταθής, άρρωστα
μέθυσος όπως ο πατέρας του, δεν μπορούσε να διαβάσει τα συμβόλαια που
υπέγραφε, δεν είχε την ικανότητα να διαχειριστεί τα λεφτά που έβγαζε,
τις περισσότερες φορές δεν γνώριζε ποια ομάδα αντιμετώπιζε, δεν τον
απασχολούσαν καν βασικές λεπτομέρειες του ποδοσφαίρου. Όταν η Βραζιλία
νίκησε στον τελικό εκείνης της διοργάνωσης τη Σουηδία, κατακτώντας το
πρώτο της τρόπαιο, ο Γκαρίντσα απορούσε προς τι όλος ο χαμός,
πιστεύοντας ότι το σύστημα διεξαγωγής ήταν σαν το Βραζιλιάνικο
πρωτάθλημα και ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουν όλες τις ομάδες και δεύτερη
φορά. Παρ” όλα αυτά τα… μικρο-θεματάκια του, όσοι πρόλαβαν να τον
θαυμάσουν να παίζει συμφωνούν στο ότι δεν έχει υπάρξει άλλος
ποδοσφαιριστής που να προκαλεί τόση ανόθευτη χαρά στους ανθρώπους,
ανεξαρτήτως ομάδας και εθνικότητας.
Από εκείνη τη μέρα του Ιουνίου του 1958 μέχρι το καλοκαίρι του 1966
που αποσύρθηκε από την εθνική έπαιξε 50 παιχνίδια με τη φανέλα της
Βραζιλίας στα οποία η Σελεσάο έχασε μόνο μια φορά, από την εθνική
Ουγγαρίας στο Μουντιάλ της Αγγλίας, σ” ένα παιχνίδι στο οποίο αγωνίστηκε
παρ” ότι ήταν τραυματίας και το οποίο έμελλε να είναι και το τελευταίο
του! Όσες φορές συνυπήρξε με τον Πελέ στην ενδεκάδα η Βραζιλία δεν
ηττήθηκε ποτέ.
Μια μέρα σαν τη σημερινή, στις 20 Ιανουαρίου του 1983 ο δεύτερος
μεγαλύτερος θρύλος που έβγαλε ποτέ η πιο προικισμένη ποδοσφαιρικά χώρα
του πλανήτη πέθανε στο Ρίο από κίρρωση του ήπατος, ζώντας τα τελευταία
του χρόνια ολομόναχος, σε μια κατάσταση μόνιμης μέθης, πάμφτωχος και
κατεστραμμένος σωματικά και ψυχολογικά. Στην ταφόπλακα του είναι
χαραγμένη η επιγραφή «Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά των
ανθρώπων – ο Μανέ Γκαρίντσα». Σ' ένα τοίχο εκεί κοντά κάποιος έχει
γράψει με σπρέι «Σ' ευχαριστούμε Γκαρίντσα που έζησες».
sombrero.gr