Στο ψαροχώρι
Πριν από πάρα πολλά χρόνια είχα πάει, φοιτητής ων, σε ένα πανέμορφο κυκλαδίτικο νησί. Εφτασα σε ένα απόμερο ψαροχώρι, που είχε μία ταβέρνα και ένα εργαστήρι που έφτιαχνε πήλινα αντικείμενα. Μετά το κολύμπι, αργά το μεσημέρι, πήγαμε στην ταβέρνα και ρωτήσαμε κατά πόσον θα μπορούσαμε να φάμε κάτι. «Μπα, δεν έχουμε τίποτα» ήταν η απάντηση. Ρωτήσαμε μήπως μπορούσαν να μας φτιάξουν μια χωριάτικη και λίγες πατάτες, αλλά πήραμε την ίδια απάντηση. Η συζήτηση είχε σουρεαλιστική τροπή, γιατί κάποιος ρώτησε στο τέλος «μα καλά, ντομάτα δεν έχετε;». «Εχουμε» απάντησε ο ταβερνιάρης. «Αγγούρι, φέτα;», συνέχισε ο πεινασμένος ταξιδιώτης. «Και από αυτά έχουμε, άντε να σας φτιάξω κάτι», ήταν η τελική απάντηση την οποία ακολούθησε ένα κανονικό, αξέχαστο γεύμα που συμπεριλάμβανε πολύ περισότερα από μια χωριάτικη και ένα από εκείνα τα αυθόρμητα ελληνικά γλέντια που ξεχωρίζουν στη μνήμη μου.
Ξαναπήγα φέτος στο ίδιο ψαροχώρι. Είχα ακούσει από τους συνήθως υπερβάλλοντες φίλους μου ότι έχει αλλάξει, έχει χαλάσει κ.λπ. Οντως έχουν κτισθεί μερικά σπίτια και φτάνει εκεί ένας ημικανονικός δρόμος. Δεν έχει, όμως, χάσει τίποτα από την απλότητα, την ομορφιά και τη μαγεία του. Νιώθεις μια σιγουριά γι’ αυτόν τον τόπο όταν περνούν τα χρόνια, και οι δεκαετίες, και παρόλα αυτά υπάρχουν γωνιές που έχουν εξελιχθεί, αλλά δεν έχουν χαλάσει. Πόσο μεγάλη διαφορά από την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Τουρκία και πολλά ακόμη μέρη όπου η ανάπτυξη τα ισοπέδωσε όλα. Κάτι κάναμε σωστά σε αυτήν τη χώρα. Παρά τον νεοπλουτισμό που περάσαμε και την έλλειψη παράδοσης στην αισθητική, καταφέραμε να κρατήσουμε αρκετά μέρη σχετικά ανέπαφα. Δεν είναι βεβαίως πολλά αυτά τα μέρη. Δεν αναφέρω το όνομα του νησιού και του ψαροχωριού, γιατί πείσθηκα από κάποιους φίλους ότι τέτοια μέρη καλό είναι να τα «προστατεύεις» από την υπερβολική διαφήμιση, που μπορεί να τα χαλάσει και να τα οδηγήσει σε μυκονοποίηση.
Μου έκανε όμως και κάτι άλλο εντύπωση. Κάθησα στην ίδια ταβέρνα που είχε ντομάτα, αγγούρι και φέτα, αλλά όχι... χωριάτικη. Προφανώς την έχουν τα παιδιά ή και τα εγγόνια του ταβερνιάρη που γνώρισα τη δεκαετία του 1980. Μου φάνηκε απίστευτο πόσο είχαν αλλάξει όλα, χωρίς όμως υπερβολές ή αντιαισθητικές πινελιές. Οι άνθρωποι ήταν απίστευτα εξυπηρετικοί και φιλικοί, το μαγαζί (και οι τουαλέτες που κάποτε τρόμαζες να τις επισκεφθείς) πεντακάθαρο, τα κρασιά τους φθηνά αλλά καλά ψαγμένα και το φαγητό όπως το θυμόμουν.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο, πιο μοναδικό από το πάντρεμα της λελογισμένης εξέλιξης με την παράδοση και την ομορφιά αυτού του ευλογημένου τόπου. Γεμίζεις με αισιοδοξία όταν γνωρίζεις νέα παιδιά που ψάχνονται, βελτιώνονται θεαματικά σε σχέση με τους γονείς τους, γίνονται σωστοί επαγγελματίες και ταυτόχρονα φροντίζουν τα πανηγύρια τους και τα έθιμά τους.
Προσωπικά δεν συμμερίζομαι την αγωνία όσων προβλέπουν ότι αυτές οι «γωνιές» της Ελλάδας θα σβήσουν. Αντεξαν σε εποχές που οι άνθρωποι ήταν πολύ λιγότερο ευαισθητοποιημένοι στην παράδοσή τους και την ανάγκη της προστασίας του περιβάλλοντος. Θέλω να ελπίζω ότι θα αντέξουν πολλές δεκαετίες ακόμη και πως τα παιδιά μας δεν θα διηγούνται στα δικά τους πώς ήταν μια Ελλάδα που δεν θα υπάρχει πια. Νομίζω ότι αυτή η νέα γενιά Ελλήνων που συνάντησα φέτος το καλοκαίρι θα καταφέρει να παντρέψει την παράδοση με την εξέλιξη, τον μαγικό ελληνικό αυθορμητισμό με τον επαγγελματισμό.
από τήν "Καθημερινή" τής