Tου Παντελη Μπουκαλα
Σαράντα χρόνια μετά, το Πολυτεχνείο εξακολουθεί να μη συγκαταλέγεται στα πάνδημης αποδοχής «αυτονόητα». Ευτυχώς. Ετσι, ως σημείο δυναμικό, μη αρχειοθετημένο στα κουτιά της Ιστορίας με τις «λυμένες υποθέσεις», συνεχίζει να προκαλεί πονοκεφάλους, ενόχληση, συζητήσεις. Αλλά και το μίσος όσων μεγάλωσαν αυτονανουριζόμενοι με το σύνθημα «τα τανκς αργούν μα δεν ξεχνούν».
Κι από δαύτους, φανερούς πια, έχουμε πολλούς. Το έδειξαν οι εκλογές. Το δείχνουν τα γκάλοπ, με το χρυσαυγίτικο μαύρο αμείωτο. Στο ποσοστό της Χ.Α. πρέπει να προστεθεί το ποσοστό του ΛΑΟΣ, που με το κανάλι του πρωτοστατεί στην αμφισβήτηση του Πολυτεχνείου. Το ΛΑΟΣ συγκυβερνά πια, άμεσα (επί Παπαδήμου) ή δι’ αντιπροσώπων, όπως τώρα. Οι κασέτες πάντως υπάρχουν. Νοέμβριο του 2009, ο κ. Καρατζαφέρης σε «αφιέρωμά» του διατυμπάνιζε πως «υπάρχουν άνθρωποι που βεβαιώνουν ότι είδαν ορισμένους εκ των πρωταγωνιστών του Πολυτεχνείου, οι οποίοι έκτοτε ηυτύχησαν πολιτικά, να φτάνουν εκεί με αυτοκίνητα της αμερικανικής πρεσβείας». Τον ίδιο μήνα, σε δικό του «αφιέρωμα», ο κ. Γεωργιάδης διαβεβαίωνε ότι «μέσα στους νεαρούς ενεπλάκησαν και διάφοροι πράκτορες ξένων δυνάμεων που ήθελαν να προκαλέσουν πολιτική αλλαγή, να κάνουν τα παιχνίδια τους».
Η «κατασκευή» της εξέγερσης από πράκτορες είναι η μία μορφή αμφισβήτησης. Η άλλη αφορά τους νεκρούς: «Κανένας» ή άντε «δυο-τρεις από αδέσποτες». Αν τιθάσευαν το αναθεωρητικό μένος τους οι αρνητές, θα έβρισκαν τον χρόνο να πεταχτούν στα γραφεία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και να αναζητήσουν τον διευθυντή του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη. Θα μάθαιναν έτσι για την έρευνα των τελευταίων ετών, με τον τίτλο «Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973». Και για την εξακρίβωση της δολοφονίας 24 ανθρώπων. Μα και να το μάθαιναν, πάλι για «μύθους» θα μιλούσαν.
Η τρίτη μορφή απομυθοποίησης έχει τον χαρακτήρα μομφής: «Το Πολυτεχνείο όχι μόνο δεν έριξε τον Παπαδόπουλο, αλλά έφερε τον χειρότερο Ιωαννίδη και έστειλε τους Τούρκους στην Κύπρο». Εξαιρετική ανάγνωση. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να κατηγορούμε Κολοκοτρώνη και λοιπούς ότι πολεμώντας κατάφεραν να φέρουν τον Ιμπραήμ. Και στα βουνά της Αλβανίας τι κατόρθωσαν οι πολεμιστές μας; Να φέρουν τους Γερμανούς...
Μια τέταρτη μορφή αναθεώρησης μειώνει την αξία της εξέγερσης με κριτήριο την κακή κατοπινή πολιτεία κάποιων «πρωταγωνιστών» του. Δεν μπορεί, σου λέει, να έδρασε λαμπρά όποιος έπειτα φέρθηκε σκαιά. Και πάλι, τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να ξεκρεμάμε τον Μιαούλη από το εικονοστάσι των ηρώων επειδή το 1831 πυρπόλησε ελληνικά πλοία ή να σβήνουμε τον Θεμιστοκλή επειδή στο τέλος προσέφυγε στους Πέρσες.
Και του χρόνου πάντως τα ίδια θα ακούσουμε. Ετσι περπατάει η Ιστορία. Οχι με απόλυτες συμφωνίες, αλλά με έριδες και –μια στο τόσο– διάλογο. Και η εθελοτυφλία ακόμα, κομμάτι της Ιστορίας είναι. (Καθημερινή 20/11)
Σαράντα χρόνια μετά, το Πολυτεχνείο εξακολουθεί να μη συγκαταλέγεται στα πάνδημης αποδοχής «αυτονόητα». Ευτυχώς. Ετσι, ως σημείο δυναμικό, μη αρχειοθετημένο στα κουτιά της Ιστορίας με τις «λυμένες υποθέσεις», συνεχίζει να προκαλεί πονοκεφάλους, ενόχληση, συζητήσεις. Αλλά και το μίσος όσων μεγάλωσαν αυτονανουριζόμενοι με το σύνθημα «τα τανκς αργούν μα δεν ξεχνούν».
Κι από δαύτους, φανερούς πια, έχουμε πολλούς. Το έδειξαν οι εκλογές. Το δείχνουν τα γκάλοπ, με το χρυσαυγίτικο μαύρο αμείωτο. Στο ποσοστό της Χ.Α. πρέπει να προστεθεί το ποσοστό του ΛΑΟΣ, που με το κανάλι του πρωτοστατεί στην αμφισβήτηση του Πολυτεχνείου. Το ΛΑΟΣ συγκυβερνά πια, άμεσα (επί Παπαδήμου) ή δι’ αντιπροσώπων, όπως τώρα. Οι κασέτες πάντως υπάρχουν. Νοέμβριο του 2009, ο κ. Καρατζαφέρης σε «αφιέρωμά» του διατυμπάνιζε πως «υπάρχουν άνθρωποι που βεβαιώνουν ότι είδαν ορισμένους εκ των πρωταγωνιστών του Πολυτεχνείου, οι οποίοι έκτοτε ηυτύχησαν πολιτικά, να φτάνουν εκεί με αυτοκίνητα της αμερικανικής πρεσβείας». Τον ίδιο μήνα, σε δικό του «αφιέρωμα», ο κ. Γεωργιάδης διαβεβαίωνε ότι «μέσα στους νεαρούς ενεπλάκησαν και διάφοροι πράκτορες ξένων δυνάμεων που ήθελαν να προκαλέσουν πολιτική αλλαγή, να κάνουν τα παιχνίδια τους».
Η «κατασκευή» της εξέγερσης από πράκτορες είναι η μία μορφή αμφισβήτησης. Η άλλη αφορά τους νεκρούς: «Κανένας» ή άντε «δυο-τρεις από αδέσποτες». Αν τιθάσευαν το αναθεωρητικό μένος τους οι αρνητές, θα έβρισκαν τον χρόνο να πεταχτούν στα γραφεία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και να αναζητήσουν τον διευθυντή του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη. Θα μάθαιναν έτσι για την έρευνα των τελευταίων ετών, με τον τίτλο «Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973». Και για την εξακρίβωση της δολοφονίας 24 ανθρώπων. Μα και να το μάθαιναν, πάλι για «μύθους» θα μιλούσαν.
Η τρίτη μορφή απομυθοποίησης έχει τον χαρακτήρα μομφής: «Το Πολυτεχνείο όχι μόνο δεν έριξε τον Παπαδόπουλο, αλλά έφερε τον χειρότερο Ιωαννίδη και έστειλε τους Τούρκους στην Κύπρο». Εξαιρετική ανάγνωση. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να κατηγορούμε Κολοκοτρώνη και λοιπούς ότι πολεμώντας κατάφεραν να φέρουν τον Ιμπραήμ. Και στα βουνά της Αλβανίας τι κατόρθωσαν οι πολεμιστές μας; Να φέρουν τους Γερμανούς...
Μια τέταρτη μορφή αναθεώρησης μειώνει την αξία της εξέγερσης με κριτήριο την κακή κατοπινή πολιτεία κάποιων «πρωταγωνιστών» του. Δεν μπορεί, σου λέει, να έδρασε λαμπρά όποιος έπειτα φέρθηκε σκαιά. Και πάλι, τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να ξεκρεμάμε τον Μιαούλη από το εικονοστάσι των ηρώων επειδή το 1831 πυρπόλησε ελληνικά πλοία ή να σβήνουμε τον Θεμιστοκλή επειδή στο τέλος προσέφυγε στους Πέρσες.
Και του χρόνου πάντως τα ίδια θα ακούσουμε. Ετσι περπατάει η Ιστορία. Οχι με απόλυτες συμφωνίες, αλλά με έριδες και –μια στο τόσο– διάλογο. Και η εθελοτυφλία ακόμα, κομμάτι της Ιστορίας είναι. (Καθημερινή 20/11)