«Ο Χριστός κουβαλάει το σταυρό». Ελ Γκρέκο |
Σταματώ εδώ, για να μην βλασφημήσω, επειδή Αυτός δεν το θέλει. Και μέρες που ‘ναι νοιώθω την ανάγκη να υπακούσω στο θέλημά Του. Για να Τον τιμήσω. Κι ας μην Τον ξέρω. Κι ας μην με γνωρίζει. Κι ας διαφωνώ με την πραότητα και τους συμβιβασμούς Του. Καταφάσκω στην άρνησή Του. Υποκλίνομαι στη μεγαθυμία Του. Στο άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν. Γι’ αυτό δεν Τον ξεχνάω. Επειδή είναι Αυτός που η κυρά Χρυσούλα κι ο μπάρμπα Γιώργος μου είπαν και μ' έμαθαν ότι πρέπει να ‘μαι. Όχι, οπωσδήποτε Αυτός, αλλά αυτό που συμβολίζει.
Αν και δεν Τον γνώρισα ούτε και θα Τον γνωρίσω, δεν ξέρω γιατί, αλλά Τον αγαπάω. Τον θαυμάζω. Τον συμπονάω. Συμπάσχω μαζί Του. Νοιώθω τα καρφιά Του να μπήγονται στα δικά μου χέρια. Η λόγχη να κεντάει τα δικά μου πλευρά. Ο στέφανος εξ ακανθών να σφίγγει και το δικό μου κεφάλι. Ο Γολγοθάς Του, να ‘ναι και δικός μου. Τα ιμάτια Του εφ’ ων έθεσαν κλήρο να ‘ναι και δικός μου μανδύας, ουχί κεκοσμημένος, αλλά κατάσαρκο πουκάμισο του Ηρακλή που ύφανε η Διηνάϊρα.
Κρεμάται λοιπόν επί ξύλου. Όπως εσύ, συνάνθρωπε και συμπατριώτη. Δύει το κάλλος Του. Όπως της Ελλάδας. Τετέλεσται. Όπως όλοι μας, στους σκοτεινούς και σάπιους καιρούς που ζούμε. Αυτός όμως ξέρει ότι σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί. Εμείς αγνοούμε το εάν και πότε. Το βάρος Του, ακόμη κι αν αίρει τις αμαρτίες του κόσμου είναι σαν του Άτλαντα. Το δικό μας μαρτύριο είναι σαν του Προμηθέα και του Σίσυφου. Αυτός μπορεί να συγχωρεί. Εμείς δεν πρέπει να ξεχνάμε ποιοι και πως μας έφεραν εδώ· στο σταυρό. Αυτός πέρασε απέναντι. Εμείς παραμένουμε εδώ. Στα σκοτεινά προχωράμε, στα σκοτεινά. Όχι μόνον εμείς, αι γενεαί πάσαι.
Η ζωή εν τάφω δεν είναι πλέον μόνον δική Του. Είναι και δική μας. Καθημερινή και διαρκής. Χρωματισμένη όχι με μελάνι, αλλά με αίμα. Δικό μας. Κι επειδή δε φτάνει, δανειζόμαστε κι απ' των παιδιών που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί. Κι αυτό μεγαλώνει τη θλίψη άμα και την οργή μας. Ίσως επειδή δεν είχαμε συνηθίσει να κάνουμε την περιφορά του δικού μας επιταφίου. Ξέραμε να κηδέψουμε Αυτόν, αλλά όχι τους εαυτούς μας. Και τώρα πρέπει να το κάνουμε.
Ήγγικεν η ώρα να τυλίξουμε μόνοι το σάβανό μας. Να θάψουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Τα όνειρά μας, τους πόθους μας, τις ελπίδες μας, να τα καταθέσουμε ενέχυρο στον τόπο του μαρτυρίου για ένα δράμι ανάσας, για μία χούφτα ξερά φασόλια. Κι αυτά Κίνας. Για μία πρέζα βοήθειας. Από την Τρόϊκα, που τώρα λέγεται Θεσμοί. Κι αυτή με τόκο δυσβάσταχτο, με υποθήκη το μέλλον μας. Μ’ ένα φορτίο ασήκωτο που μας συνθλίβει. Και μ’ ένα Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί ξέπνοο, σχεδόν απρόφερτο. Με τις μυλόπετρες που όλα τ’ αλέθουν να γίνονται άστρα και με τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα. Το δικό Του. Το δικό μας...
Γιά νά διαβάσετε ολόκληρο τό αρθρο τού Φελνίκου πιέστε ΕΔΩ