Tης Τασουλας Καραϊσκακη
Τα σκάνδαλα, που άλλοτε εξέπλητταν και ορισμένα ψυχαγωγούσαν το κοινό, το ξεχαρβάλωμα του μανδύα ο οποίος κάλυπτε ανίερες συμφωνίες και μέσα από τις ρωγμές του άλλος έβλεπε και ξεσπούσε λοιδορώντας και άλλος ταυτιζόταν και «ξεσήκωνε» πρακτικές, τώρα μόνο εξοργίζουν και πονούν. Η παρέλαση των εκατομμυρίων ευρώ σε μίζες (65,5 εκατομμύρια ευρώ δόθηκαν ως «δώρα» μόνο για τα υποβρύχια), των εκατομμυρίων ευρώ ως δανεικά και αγύριστα (17 και 110 και 138 εκατομμύρια ευρώ σε δάνεια/συμφωνίες – χάρισμα μόνο στην υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου), σε μια χώρα σχεδόν ακινητοποιημένη οικονομικά, με περίπου δύο εκατομμύρια ανέργους, δυσθεώρητα δημόσια χρέη και αβέβαιο μέλλον αγανακτεί, ταπεινώνει και καταβαραθρώνει ψυχικά την πάσχουσα πλειοψηφία.
Δεν έλκεται πλέον ο πολίτης από τα εξαχρειωμένα πρότυπα, δεν τέρπεται από τη σήψη, την αποστρέφεται. Ολο και πιο φανερά. Και μια «αξία» χωρίς «ζήτηση», εκπίπτει. Το φάσμα της δίωξης και καταδίκης της διαφθοράς, που κάποτε ήταν αδιανόητο, επανατοποθετεί τους συντελεστές της ζωής σε μια νέα τάξη. Βέβαια ο κύκλος δεν κλείνει με λίγους. Θα πρέπει να αποσυρθεί μαζικά το ενδιαφέρον από την αρπαχτή και να υπάρξει σταθερή άνωθεν βούληση για κάθαρση προκειμένου να σταματήσει η διαρκής παλινδρόμηση της «μηχανής».
Η κοινωνία ακμάζει ή παρακμάζει μαζί με τις αξίες της. Το επίπεδο ζωής μας επιδεινώνεται, κατεβαίνει, και μετά ανεβαίνει και πάλι σπρωγμένο από τις κοινωνικές δυνάμεις. Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας... Ενας λαός είμαστε. Και τζογαδόροι, κομπιναδόροι, διαπλεκόμενοι, ευτελείς, αχρείοι, αλλά και αυτοδημιούργητοι μπροστάρηδες - σκυλιά στη δουλειά, γρήγοροι στο μυαλό, ανθεκτικοί στις αντιξοότητες. Το ζήτημα είναι πώς κοιτάζουμε το «νόμισμα». Αν βλέπουμε «κορώνα» ή «γράμματα». Και αν θα σταματήσουμε σ’ αυτόν τον τόπο να κρατάμε ό,τι μας βολεύει, τη μια μέρα να στρογγυλοκαθόμαστε στη μια όψη και την επόμενη να οχυρωνόμαστε πίσω από τη δεύτερη, φωνασκώντας ως θύματα ή εφορμώντας ως θύτες.
Ολη η ιστορία της νεότερης Ελλάδας είναι υποδόρια και μια φλογισμένη ταλάντευση από τον βόρβορο στην κορυφή, από το γήτεμα στο ανάθεμα. Ο κύκλος έπαρση-αναδίπλωση-έπαρση κρατάει χρόνια. Τώρα, ο όποιος ναρκισσισμός μας, σκουληκοφαγωμένος από την κρίση, τη διαπόμπευση, καταρρέει. Πλέον, η νέα εικόνα μας ανασυντίθεται πάνω σε μια βάση με περισσότερο πνεύμα, που ενισχύει -απ’ ό,τι φαίνεται- τη γέφυρα η οποία συνδέει το εγώ με το απέναντι πρόσωπο, με τον άλλο. Γνωρίζουμε, ο καθένας κλεισμένος στο γραφείο του, στο μαγαζί του, στο διαμέρισμά του, ότι δεν είμαστε πραγματικά μόνοι, ότι μοιραζόμαστε την έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη να βάλουμε τέλος στην προβληματική κοινωνική μας κατάσταση. Ομως αυτό δεν αρκεί, χρειάζεται ειλικρινής πολιτική βούληση για ξεσκέπασμα των φαύλων και μαζί αντίσταση στο προμελετημένο «λάθος», στο κεκαλυμμένο ή απροκάλυπτο πλιάτσικο, χρειάζεται ένα απρόσβλητο «μύγδαλο» πολιτικής λογικής, ευαισθησίας και ανδρείας.
(Καθημερινή 17/1)
Τα σκάνδαλα, που άλλοτε εξέπλητταν και ορισμένα ψυχαγωγούσαν το κοινό, το ξεχαρβάλωμα του μανδύα ο οποίος κάλυπτε ανίερες συμφωνίες και μέσα από τις ρωγμές του άλλος έβλεπε και ξεσπούσε λοιδορώντας και άλλος ταυτιζόταν και «ξεσήκωνε» πρακτικές, τώρα μόνο εξοργίζουν και πονούν. Η παρέλαση των εκατομμυρίων ευρώ σε μίζες (65,5 εκατομμύρια ευρώ δόθηκαν ως «δώρα» μόνο για τα υποβρύχια), των εκατομμυρίων ευρώ ως δανεικά και αγύριστα (17 και 110 και 138 εκατομμύρια ευρώ σε δάνεια/συμφωνίες – χάρισμα μόνο στην υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου), σε μια χώρα σχεδόν ακινητοποιημένη οικονομικά, με περίπου δύο εκατομμύρια ανέργους, δυσθεώρητα δημόσια χρέη και αβέβαιο μέλλον αγανακτεί, ταπεινώνει και καταβαραθρώνει ψυχικά την πάσχουσα πλειοψηφία.
Δεν έλκεται πλέον ο πολίτης από τα εξαχρειωμένα πρότυπα, δεν τέρπεται από τη σήψη, την αποστρέφεται. Ολο και πιο φανερά. Και μια «αξία» χωρίς «ζήτηση», εκπίπτει. Το φάσμα της δίωξης και καταδίκης της διαφθοράς, που κάποτε ήταν αδιανόητο, επανατοποθετεί τους συντελεστές της ζωής σε μια νέα τάξη. Βέβαια ο κύκλος δεν κλείνει με λίγους. Θα πρέπει να αποσυρθεί μαζικά το ενδιαφέρον από την αρπαχτή και να υπάρξει σταθερή άνωθεν βούληση για κάθαρση προκειμένου να σταματήσει η διαρκής παλινδρόμηση της «μηχανής».
Η κοινωνία ακμάζει ή παρακμάζει μαζί με τις αξίες της. Το επίπεδο ζωής μας επιδεινώνεται, κατεβαίνει, και μετά ανεβαίνει και πάλι σπρωγμένο από τις κοινωνικές δυνάμεις. Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας... Ενας λαός είμαστε. Και τζογαδόροι, κομπιναδόροι, διαπλεκόμενοι, ευτελείς, αχρείοι, αλλά και αυτοδημιούργητοι μπροστάρηδες - σκυλιά στη δουλειά, γρήγοροι στο μυαλό, ανθεκτικοί στις αντιξοότητες. Το ζήτημα είναι πώς κοιτάζουμε το «νόμισμα». Αν βλέπουμε «κορώνα» ή «γράμματα». Και αν θα σταματήσουμε σ’ αυτόν τον τόπο να κρατάμε ό,τι μας βολεύει, τη μια μέρα να στρογγυλοκαθόμαστε στη μια όψη και την επόμενη να οχυρωνόμαστε πίσω από τη δεύτερη, φωνασκώντας ως θύματα ή εφορμώντας ως θύτες.
Ολη η ιστορία της νεότερης Ελλάδας είναι υποδόρια και μια φλογισμένη ταλάντευση από τον βόρβορο στην κορυφή, από το γήτεμα στο ανάθεμα. Ο κύκλος έπαρση-αναδίπλωση-έπαρση κρατάει χρόνια. Τώρα, ο όποιος ναρκισσισμός μας, σκουληκοφαγωμένος από την κρίση, τη διαπόμπευση, καταρρέει. Πλέον, η νέα εικόνα μας ανασυντίθεται πάνω σε μια βάση με περισσότερο πνεύμα, που ενισχύει -απ’ ό,τι φαίνεται- τη γέφυρα η οποία συνδέει το εγώ με το απέναντι πρόσωπο, με τον άλλο. Γνωρίζουμε, ο καθένας κλεισμένος στο γραφείο του, στο μαγαζί του, στο διαμέρισμά του, ότι δεν είμαστε πραγματικά μόνοι, ότι μοιραζόμαστε την έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη να βάλουμε τέλος στην προβληματική κοινωνική μας κατάσταση. Ομως αυτό δεν αρκεί, χρειάζεται ειλικρινής πολιτική βούληση για ξεσκέπασμα των φαύλων και μαζί αντίσταση στο προμελετημένο «λάθος», στο κεκαλυμμένο ή απροκάλυπτο πλιάτσικο, χρειάζεται ένα απρόσβλητο «μύγδαλο» πολιτικής λογικής, ευαισθησίας και ανδρείας.
(Καθημερινή 17/1)