Υπήρξαν γενιές που έζησαν σαν να ξερνάνε.
Tης μεταπολίτευσης χαμένες γενιές.
Από τον ΣΤΑΘΗ
ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να σε ρίξουν σήμερα στον δημόσιο λόγο. Είναι σαν να μη λέει πια κανείς αυτό που αισθάνεται, αλλά εκείνο που θεωρείται επικοινωνιακά πανούργο. Αν κάποιος ανεβάσει μια φωτό του από ένα πάρτι, ενώ πριν σου έλεγε ότι δεν θα βγει, για να σε αποφύγει, του κάνεις like και του γράφεις wow, ενώ ευχαρίστως θα του έλεγες να πάει να γαμηθεί. Και πολιτικά, ο σκοπός έχει αγιάσει τα μέσα σε τέτοιο βαθμό, που κάθε τοίχος χρειάζεται διερμηνεία, αντάξια ενός Λακλό. — Γιατί αυτή επαινεί συστηματικά τον Τάδε; — Διότι ο Τάδε είναι ο μεγάλος κολλητός του Δείνα, που προσπαθεί να τον πλευρίσει για να τη βάλει στην επιτροπή του υπουργείου και να λιγδώσει το άντερό της, ώστε να μπορέσει να... κ.ο.κ. Κάτω από τις ατέλειωτες επιφάσεις (και των Αριστερών και των Δεξιών), αν έχεις όρεξη να σκάψεις ή, μάλλον, να ξεφλουδίσεις, θα βρεις συνήθως ταπεινά κίνητρα, απλοϊκές επιθυμίες ή άσβεστα απωθημένα. Μάλλον αναμενόμενο. Ποιος είπε ότι η Εξουσία είναι κάτι υψηλόφρον; Τολμώ όμως να πω ότι αυτή η πανουργία (που διογκώνεται από τα γλωσσικά μοσχεύματα της Πολιτικής Ορθότητας σε βαθμό που να στουκάρουμε σε παραδοξολογίες, ισχυριζόμενοι π.χ. ότι ένας τυφλός «βλέπει πιο όμορφα από εμάς»!) είναι προτιμότερη από το χυμαδιό της δικής μου γενιάς. Γιατί έτσι γλυτώσαμε τουλάχιστον από το trash. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, με κορύφωση το μαρτυρικό 2000, γινόταν στην Ελλάδα του Κουτρούλη ο γάμος – κάτι μοναδικό παγκοσμίως: το trash είχε καταλάβει το επίκεντρο των media, το prime time της τηλεόρασης, σχεδόν όλα τα δημοφιλή περιοδικά και ραδιόφωνα (μιλάμε πριν την απολυταρχία του Ίντερνετ) και η λέξη-κλειδί ήταν η φράση της Μαλβίνας (που είχε κι αυτή το μερίδιό της στη χλαπάτσα, συμπεριλαμβανομένου και εμού) «Απενοχοποιηθείτε, μωρά μου». Φαντάζομαι, κάτι παρόμοιο θα γράφει και η μαρκίζα της Κόλασης.
Tης μεταπολίτευσης χαμένες γενιές.
Από τον ΣΤΑΘΗ
ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να σε ρίξουν σήμερα στον δημόσιο λόγο. Είναι σαν να μη λέει πια κανείς αυτό που αισθάνεται, αλλά εκείνο που θεωρείται επικοινωνιακά πανούργο. Αν κάποιος ανεβάσει μια φωτό του από ένα πάρτι, ενώ πριν σου έλεγε ότι δεν θα βγει, για να σε αποφύγει, του κάνεις like και του γράφεις wow, ενώ ευχαρίστως θα του έλεγες να πάει να γαμηθεί. Και πολιτικά, ο σκοπός έχει αγιάσει τα μέσα σε τέτοιο βαθμό, που κάθε τοίχος χρειάζεται διερμηνεία, αντάξια ενός Λακλό. — Γιατί αυτή επαινεί συστηματικά τον Τάδε; — Διότι ο Τάδε είναι ο μεγάλος κολλητός του Δείνα, που προσπαθεί να τον πλευρίσει για να τη βάλει στην επιτροπή του υπουργείου και να λιγδώσει το άντερό της, ώστε να μπορέσει να... κ.ο.κ. Κάτω από τις ατέλειωτες επιφάσεις (και των Αριστερών και των Δεξιών), αν έχεις όρεξη να σκάψεις ή, μάλλον, να ξεφλουδίσεις, θα βρεις συνήθως ταπεινά κίνητρα, απλοϊκές επιθυμίες ή άσβεστα απωθημένα. Μάλλον αναμενόμενο. Ποιος είπε ότι η Εξουσία είναι κάτι υψηλόφρον; Τολμώ όμως να πω ότι αυτή η πανουργία (που διογκώνεται από τα γλωσσικά μοσχεύματα της Πολιτικής Ορθότητας σε βαθμό που να στουκάρουμε σε παραδοξολογίες, ισχυριζόμενοι π.χ. ότι ένας τυφλός «βλέπει πιο όμορφα από εμάς»!) είναι προτιμότερη από το χυμαδιό της δικής μου γενιάς. Γιατί έτσι γλυτώσαμε τουλάχιστον από το trash. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, με κορύφωση το μαρτυρικό 2000, γινόταν στην Ελλάδα του Κουτρούλη ο γάμος – κάτι μοναδικό παγκοσμίως: το trash είχε καταλάβει το επίκεντρο των media, το prime time της τηλεόρασης, σχεδόν όλα τα δημοφιλή περιοδικά και ραδιόφωνα (μιλάμε πριν την απολυταρχία του Ίντερνετ) και η λέξη-κλειδί ήταν η φράση της Μαλβίνας (που είχε κι αυτή το μερίδιό της στη χλαπάτσα, συμπεριλαμβανομένου και εμού) «Απενοχοποιηθείτε, μωρά μου». Φαντάζομαι, κάτι παρόμοιο θα γράφει και η μαρκίζα της Κόλασης.
[ Πιο πολλή σημασία έχει να έψαχνε κανείς, ιστορικά, γιατί ειδικά στην Ελλάδα η τρασαδούρα έγινε τόσο mainstream. Φταίει η έκλυση του θυμικού και η «εκδίκηση της γυφτιάς» επί ΠΑΣΟΚ; Η απασφάλιση κάθε ενοχής όταν επιτέλους οι «μη προνομιούχοι» μπήκαν με τις λάσπες στα θερινά ανάκτορα; Φταίνε τα ζεϊμπέκικα του Αντρέα, ο υπουργός Γιαννόπουλος που φωτογραφιζόταν στα μπουζουξίδικα φασκελώνοντας, με κιλότες στο κεφάλι;]
Δεν έχει τόσο σημασία
να ψάξει κανείς το κομπολόι αυτής της φάσης. Ξεκίνησε, βέβαια, από το
«Κλικ» και το ακόμη χυδαιότερο «max», τα πρώτα κίτρινα δραματοποιημένα
ρεπορτάζ με τραβεστί της Σεμίνας Διγενή στον ΑΝΤ1 (φουλ στην τσόντα,
δίκην αλύπητης δημοσιογραφικής ματιάς), τα λούμπεν κανάλια με
ποικιλώνυμα παιδιά της νύχτας και της βίζιτας, τον Τράγκα και τους
επιγόνους του και, αφού διέγραψε έναν πλήρη κύκλο, μολύνοντας λίγο-πολύ
τους πάντες και τα πάντα, κατέληξε στην Πάνια, που έκανε την έξυπνη
δουλεύοντας ανθρώπους με σαφή ψυχικά προβλήματα (σε άλλο κράτος, θα την
είχαν βάλει μέσα), και στον Φουρθιώτη, που άδραξε το σκατωμένο σκήπτρο
με χαρά.
Πιο πολλή σημασία έχει να έψαχνε κανείς, ιστορικά, γιατί ειδικά στην
Ελλάδα η τρασαδούρα έγινε τόσο mainstream. Φταίει η έκλυση του θυμικού
και η «εκδίκηση της γυφτιάς» επί ΠΑΣΟΚ; Η απασφάλιση κάθε ενοχής όταν
επιτέλους οι «μη προνομιούχοι» μπήκαν με τις λάσπες στα θερινά ανάκτορα;
Φταίνε τα ζεϊμπέκικα του Αντρέα, ο υπουργός Γιαννόπουλος που
φωτογραφιζόταν στα μπουζουξίδικα φασκελώνοντας, με κιλότες στο κεφάλι; Ή
ήταν ένας διεθνής πειραματισμός με το Κιτς, στο πλαίσιο της ακραίας
συμφιλίωσης με το Άλλο, που ήταν της μόδας τότε και μας έκανε όλους να
βλέπουμε πίσω από κάθε δολοφόνο έναν βασανισμένο Άγιο (αλά Ζενέ ή
Κοεμτζή), πίσω από κάθε Απόκρια τη Φρίντα Κάλο, πίσω από κάθε κόμικ έναν
Ντοστογιέφσκι εν σμικρώ;
Πολύ θα ήθελα να διάβαζα μια μελέτη επ' αυτού. Γιατί τώρα που έχω ζήσει
δυο-τρεις αλλαγές των ανέμων και έχω, ας πούμε, ένα κάποιο μέτρο
σύγκρισης, είμαι βέβαιος για δύο πράγματα: πρώτον, η γενιά μου μεγάλωσε
και έζησε σαν να ξερνάει, κληροδοτώντας κυρίως σκουπίδια στους
επόμενους. Δεύτερον, προτιμώ τις τωρινές «αρρώστιες» της Πολιτικής
Ορθότητας και Επικοινωνιακής Πανουργίας – συγκριτικώς, μου φαίνονται
πταίσματα.
Όμως αυτά είναι ομφαλοσκοπικά ζητήματα. Αυτό που εμείς ζήσαμε ως
ανακάτεμα με τα πίτουρα, ο υπόλοιπος κόσμος το έζησε ως διανοητικό
ψάξιμο και πνευματική παρατολμία. Και τώρα, που μάλλον διψάμε να
γυρίσουμε σε έναν κανόνα πιο μετρημένο και σοβαρό (τουλάχιστον στους
τύπους), ο υπόλοιπος κόσμος ζει το λαϊκιστικό του ντελίριο, εκλέγοντας
τον έναν κλόουν μετά τον άλλον...
Ως προς αυτό, βέβαια, το προσπαθούμε κι εμείς, δεν λέω...