Γράφει ο Γιάννης Λούλης
www.johnloulis.gr
Το κυβερνητικό σχήμα πληρώνει ακριβά την αδυναμία του μετά τις εκλογές
του Ιουνίου 2012 να δρομολογήσει ένα συνεπές μεταρρυθμιστικό αφήγημα,
που να συνοδεύεται από χειροπιαστές και τολμηρές τομές στο κράτος. Αν
και η κοινή γνώμη ζητούσε αλλαγές εκεί που βρισκόταν η εστία της
καταστροφής, οι κυβερνήσεις Σαμαρά έσερναν και σέρνουν τα πόδια τους
παίζοντας ένα παιχνίδι υπεκφυγών και μετέωρων βημάτων με τους δανειστές
μας. Αντιθέτως, στην Κύπρο λ.χ., από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση
ξεκαθάρισε πως οι μεταρρυθμίσεις είναι ζωτικές και κακώς δεν έγιναν
εκουσίως εδώ και χρόνια.
Αν η δημοσιονομική προσαρμογή αποτελούσε
την αναπόφευκτη «άμυνα», οι μεταρρυθμίσεις με στόχο τη συνολική αλλαγή
του οικονομικού προτύπου της χώρας, αποτελούσαν την «επίθεση» για το
ξεπέρασμα της κρίσης. Ήταν ακριβώς η «επίθεση» αυτή στο πελατειακό
φέουδο, που είχαν για δεκαετίες χτίσει παθογενή κόμματα, η οποία θα
έδινε όραμα και ελπίδα στην κοινωνία. Ο «δημόσιος τομέας δεν
ανασυγκροτήθηκε εκ βάθρων», ομολόγησε πρόσφατα ο διοικητής της ΤτΕ. Στην
πραγματικότητα, ο δημόσιος τομέας μπορεί να μείωσε το κόστος του, όμως
έμεινε ίδιος και απαράλλαχτος. Η χώρα συνεχίζει να διαθέτει ένα
«αποτυχημένο κράτος» (failed state). Ο ισχυρισμός πως η χώρα «βρίσκεται
στη διαδικασία δημιουργίας νέου προτύπου» (Στουρνάρας) αποτελεί
φαντασίωση.
Βήματα σε επίπεδο δημοσιονομικής προσαρμογής όντως
έγιναν. Η οικονομία από το ναδίρ σταθεροποιήθηκε και το Grexit απετράπη.
Δεν άνοιξαν όμως νέοι δυναμικοί δρόμοι για την οικονομία. Ειδικά η
χαοτική φορολογική πολιτική, πέραν της ισοπέδωσης της μεσαίας τάξης
αποτελεί κομβικό αντικίνητρο για επενδύσεις. Σ' αυτό προστίθεται η
διαφθορά σε ένα σάπιο εκ θεμελίων κράτος. Έτσι, η οικονομία σέρνεται και
θα σέρνεται για χρόνια όσο το κομματικό σύστημα παραμένει παθογενές.
Βεβαίως, με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση είναι αναπόφευκτο να
φθείρεται. Και επειδή έρχονται ευρωεκλογές, αναζητούνται σπασμωδικά
«δώρα» και κατασκευάζονται αναξιόπιστες «ελπίδες».
Αυτά τα
φαινόμενα βιώνουμε το τελευταίο διάστημα. Καταρχήν, το θετικό ισχνό βήμα
ενός «τυπικού» πλεονάσματος έχει εμφανιστεί ως συνταρακτικό κατόρθωμα. Η
«έξοδος στις αγορές» επισπεύσθηκε με προεκλογικές προσδοκίες και πήρε
μυθικές διαστάσεις. Προσφέρθηκαν περιορισμένα «δώρα» σε συγκεκριμένες
ομάδες. Όλα έγιναν μήπως και αλλάξει το εκλογικό κλίμα. Όμως, τα όποια
«δώρα» και οι όποιες «ελπίδες» προϋποθέτουν την αξιοπιστία μιας
οικονομικής πολιτικής. Αυτό πέτυχε, με τη χώρα ένα βήμα πριν από το
ευρώ, ο Σημίτης με τις παροχές του Σεπτεμβρίου 1999. Δεν το πέτυχε όμως
το 2003, όταν οι παροχές του θεωρήθηκαν κίνηση εκλογικής απελπισίας.
Η ασκούμενη οικονομική πολιτική, όπως επιβεβαιώνουν όλες οι
δημοσκοπήσεις, δεν δημιουργεί καμιά εμπιστοσύνη στην πλειονότητα των
πολιτών. Γι' αυτό, μικρά πρόσκαιρα «δώρα» είναι απλώς και μόνο εκείνο
που φαίνεται με την πρώτη ματιά και τίποτα πέραν τούτου. Γι' αυτό δεν
υπάρχουν επίσης τα θεμέλια για να γίνει πιστευτή μια υποτίθεται νέα
ελπιδοφόρα προοπτική. Γι' αυτό, το ισχυρότερο όπλο της ΝΔ είναι πάντα το
ανερμάτιστο και αντιφατικό μωσαϊκό του ΣΥΡΙΖΑ, που επίσης δεν
δημιουργεί καμιά εμπιστοσύνη. Ενώ το μέλλον μιας χώρας, όταν τα δύο
μεγαλύτερα κόμματα έχουν ως κεντρική δύναμη την αδυναμία του αντιπάλου
τους, είναι φανερό πως βρίσκεται σε επισφαλή χέρια.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ.gr