Του Γ. Λακόπουλου
Ο Βασίλης Μουλόπουλος ήταν ένας γενναίος άνδρας. Με τη έννοια ότι έπαιρνε ρίσκα, όταν άλλοι δίπλα του προσπαθούσαν καλύψουν τις πλάτες τους. Το έκανε από τα νιάτα του και στον αντιδικτατορικό αγώνα, το έκανε στη δουλειά, στη ζωή του, αλλά και με δραστηριότητα στην επίσημη πολιτική αργότερα.
Ευθύβολος, αριστερός, σαρκαστικός συχνά, καταρτισμένος, μιλούσε λίγο, αλλά όταν έπαιρνε το λόγο τον πρόσεχαν όλοι.
Μιλούσε στέρεα με συνάφεια -χωρίς υπερβολή: επαναστατική -και χωρίς.. προσχήματα. Όταν έγραφε ήταν πολλοί από τα πρόσωπα εξουσίας της επικαιρότητας που δεν ήθελαν να δουν το όνομά τους στα κείμενά του. Και δεν άλλαξε ποτέ την πολιτική ματιά του στα πράγματα.
Ήταν επίσης αξιόπιστος φίλος. Παρά τον συγκρουσιακό χαρακτήρα του και στην αποστροφή του σε πάσης φύσεως κολακείες προς οποιονδήποτε, δεν υπήρξε συνάδελφος που να μην θέλει να έχει επαφή μαζί του. Οι νεότεροι έμαθαν πολλά από αυτόν για την καθαρή δημοσιογραφία. Σε έναν επαγγελματικό χώρο που σφύριζαν τα στιλέτα στον αέρα και ενίοτε περίσσευε η μικροπρέπεια και η σπάτουλα, ήταν παράγοντας ευθυκρισίας και εντιμότητας στις σχέσεις, στη διαχείριση της θεματολογίας και στον πολιτικό προσανατολισμό- χωρίς εκπτώσεις.
Ο Μουλόπουλος ήταν επίσης σπουδαίος εφημεριδάς. Ίσως ο Ψυχάρης δεν θα κατάφερνε να κάνει το Βήμα, μεγάλη εφημερίδα χωρίς τον Μουλόπουλο δίπλα του -και τον Ευαγγελοδήμο που προηγήθηκε. Εμβολίασε όχι μόνο την εφημερίδα του αλλά και τον ελληνικό τύπο συνολικά με τα μυστικά της επιτυχημένης ιταλικής δημοσιογραφίας που ήξερε καλά. Μελετούσε ανελλιπώς τον ιταλικό Τύπο. Είχε στόφα καθοδηγητή και κατάφερνε να διατηρεί τους ρυθμούς έκδοσης της εφημερίδας χωρίς εντάσεις και αμφιλεγόμενες επιλογές,αλλά και χωρίς συμβιβασμούς. Ήξερε τη δουλειά.
Λίγο πριν πέσει ο Ψυχάρης τον κάλεσε ως φίλο, κουμπάρο και παλαιό συνεργάτη του, να κρατήσει το μαγαζί- αντιλαμβανόμενος με καθυστέρηση ότι η κρίση η κρίση στον ΔΟΛ υπήρξε πρωτίστως δημοσιογραφική. Θα μπορούσε, αν δεν αποχωρούσε καθώς τον αηδίασαν αντιδράσεις από συνήθεις γελωτοποιούς του βασιλέως – στους οποίους όταν χρειαζόταν έδινε απαντήσεις που τους άξιζαν.
Η υπεράσπιση της κληρονομικότητας και ο εθισμός της προσκόλλησης σε συστήματα εξουσίας τον απωθούσαν. Ο ίδιος μίλησε για «κήνσορες» που «έχουν κάνει λεφτά». Ένα σύστημα με εσωτερικές αντιθέσεις, αλλά με κοινό παρονομαστή: καλύτερα να κλείσουν οι εφημερίδες, παρά να αρχίσουν να υποστηρίζουν την κυβέρνηση -όπως υπέθεταν ότι θα συνέβαινε δια του Μουλόπουλου. Μακριά νυχτωμένοι. Απλώς θα τις απέσυρε από τον νεομητσοτακισμό. Ο άνθρωπος που θα μπορούσε να αναστηλώσει τον ΔΟΛ ως εκδοτικό πυλώνα της δημοκρατικής παράταξης δεν ανέλαβε ποτέ.
Ο Βασίλης έφυγε αφήνοντας πίσω έναν ίσκιο σαν αυτούς που όλο και λείπουν από τον ελληνικό Τύπο. Πήρε μαζί του και κάποια από τα μυστικά που σημάδεψαν πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, έτσι όπως τα αντιμετώπισε από τον κεντρικό ρόλο του στον ΔΟΛ, την συμμετοχή του στη Βουλή με τον ΣΥΡΙΖΑ και την γνώση υποθέσεων στις οποίες είχαν εμπλακεί και γάτες Ιμαλαΐων.
Ο Βασίλης Μουλόπουλος ήταν ένας γενναίος άνδρας. Με τη έννοια ότι έπαιρνε ρίσκα, όταν άλλοι δίπλα του προσπαθούσαν καλύψουν τις πλάτες τους. Το έκανε από τα νιάτα του και στον αντιδικτατορικό αγώνα, το έκανε στη δουλειά, στη ζωή του, αλλά και με δραστηριότητα στην επίσημη πολιτική αργότερα.
Ευθύβολος, αριστερός, σαρκαστικός συχνά, καταρτισμένος, μιλούσε λίγο, αλλά όταν έπαιρνε το λόγο τον πρόσεχαν όλοι.
Μιλούσε στέρεα με συνάφεια -χωρίς υπερβολή: επαναστατική -και χωρίς.. προσχήματα. Όταν έγραφε ήταν πολλοί από τα πρόσωπα εξουσίας της επικαιρότητας που δεν ήθελαν να δουν το όνομά τους στα κείμενά του. Και δεν άλλαξε ποτέ την πολιτική ματιά του στα πράγματα.
Ήταν επίσης αξιόπιστος φίλος. Παρά τον συγκρουσιακό χαρακτήρα του και στην αποστροφή του σε πάσης φύσεως κολακείες προς οποιονδήποτε, δεν υπήρξε συνάδελφος που να μην θέλει να έχει επαφή μαζί του. Οι νεότεροι έμαθαν πολλά από αυτόν για την καθαρή δημοσιογραφία. Σε έναν επαγγελματικό χώρο που σφύριζαν τα στιλέτα στον αέρα και ενίοτε περίσσευε η μικροπρέπεια και η σπάτουλα, ήταν παράγοντας ευθυκρισίας και εντιμότητας στις σχέσεις, στη διαχείριση της θεματολογίας και στον πολιτικό προσανατολισμό- χωρίς εκπτώσεις.
Ο Μουλόπουλος ήταν επίσης σπουδαίος εφημεριδάς. Ίσως ο Ψυχάρης δεν θα κατάφερνε να κάνει το Βήμα, μεγάλη εφημερίδα χωρίς τον Μουλόπουλο δίπλα του -και τον Ευαγγελοδήμο που προηγήθηκε. Εμβολίασε όχι μόνο την εφημερίδα του αλλά και τον ελληνικό τύπο συνολικά με τα μυστικά της επιτυχημένης ιταλικής δημοσιογραφίας που ήξερε καλά. Μελετούσε ανελλιπώς τον ιταλικό Τύπο. Είχε στόφα καθοδηγητή και κατάφερνε να διατηρεί τους ρυθμούς έκδοσης της εφημερίδας χωρίς εντάσεις και αμφιλεγόμενες επιλογές,αλλά και χωρίς συμβιβασμούς. Ήξερε τη δουλειά.
Λίγο πριν πέσει ο Ψυχάρης τον κάλεσε ως φίλο, κουμπάρο και παλαιό συνεργάτη του, να κρατήσει το μαγαζί- αντιλαμβανόμενος με καθυστέρηση ότι η κρίση η κρίση στον ΔΟΛ υπήρξε πρωτίστως δημοσιογραφική. Θα μπορούσε, αν δεν αποχωρούσε καθώς τον αηδίασαν αντιδράσεις από συνήθεις γελωτοποιούς του βασιλέως – στους οποίους όταν χρειαζόταν έδινε απαντήσεις που τους άξιζαν.
Η υπεράσπιση της κληρονομικότητας και ο εθισμός της προσκόλλησης σε συστήματα εξουσίας τον απωθούσαν. Ο ίδιος μίλησε για «κήνσορες» που «έχουν κάνει λεφτά». Ένα σύστημα με εσωτερικές αντιθέσεις, αλλά με κοινό παρονομαστή: καλύτερα να κλείσουν οι εφημερίδες, παρά να αρχίσουν να υποστηρίζουν την κυβέρνηση -όπως υπέθεταν ότι θα συνέβαινε δια του Μουλόπουλου. Μακριά νυχτωμένοι. Απλώς θα τις απέσυρε από τον νεομητσοτακισμό. Ο άνθρωπος που θα μπορούσε να αναστηλώσει τον ΔΟΛ ως εκδοτικό πυλώνα της δημοκρατικής παράταξης δεν ανέλαβε ποτέ.
Ο Βασίλης έφυγε αφήνοντας πίσω έναν ίσκιο σαν αυτούς που όλο και λείπουν από τον ελληνικό Τύπο. Πήρε μαζί του και κάποια από τα μυστικά που σημάδεψαν πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, έτσι όπως τα αντιμετώπισε από τον κεντρικό ρόλο του στον ΔΟΛ, την συμμετοχή του στη Βουλή με τον ΣΥΡΙΖΑ και την γνώση υποθέσεων στις οποίες είχαν εμπλακεί και γάτες Ιμαλαΐων.