Την κριτική όρεξη δεν την αποθαρρύνει μόνο ο όγκος των ποικίλων απρεπειών αλλά και η γνώση ότι με την ευρύτατης χρήσεως πατέντα «δυστυχώς με παρερμήνευσαν, άλλα ήθελα να πω κι άλλα λένε ότι είπα», πολλές περνάνε ως μη γενόμενες. Οσο προκλητικές κι αν ήταν, όσο σκληρά κι αν επικρίθηκαν, εξαχνώνονται γρήγορα, δίχως ν’ αφήσουν ίχνος στη συνείδηση του αμαρτήσαντος. Ερχονται έτσι στη θέση τους άλλες, που κι αυτές τις απορροφά γρήγορα ο αδιάκοπος θόρυβος. Αλλωστε είναι εξόφθαλμο πια ακόμα και για τους εθελοτυφλούντες ότι ουκ ολίγα μέσα ενημέρωσης, του χαρτιού και του γυαλιού, έχουν δανειστεί με ενθουσιασμό από το βόλεϊ την ωραιότατη φόρμουλα του «ως μη γενόμενου». Ετσι επιλέγουν συνειδητά να μη χαλαλίζουν ούτε πέντε αράδες ή πέντε δευτερόλεπτα σε γεγονότα που φέρνουν σε δυσκολία τη «γραμμή» τους, την εκθέτουν ή την υπονομεύουν. Αφού δεν τα καταγράφουν στις σελίδες τους, αφού δεν τα αναφέρουν στα ραδιοφωνικά ή στα τηλεοπτικά δελτία τους, είναι σαν να μη συνέβησαν ποτέ. Οσο σοβαρά κι αν ήταν. Οπως κι αν την πούμε αυτή τη μέθοδο, υποπληροφόρηση ή αποπληροφόρηση, είναι τρισχειρότερη από την παραπληροφόρηση, γιατί είναι πολύ πιο ύπουλη. Η παραπληροφόρηση, ευτυχώς για όλους, πλην όσων την υπηρετούν, αυτοακυρώνεται εξαιτίας των προπαγανδιστικών υπερβολών της. Αυτή είναι η εγγενής αδυναμία της. Αυτοπροδίδεται με τη χοντροκοπιά της. Αντίθετα, η αποπληροφόρηση έχει πολλά επιχειρήματα να επικαλεστεί, αν βρεθεί στην ανάγκη, με κυριότερο τη στενότητα του χώρου ή του χρόνου: «Είχαμε πολλές ειδήσεις, τι να πρωτοβάλουμε».
Συμβαίνει έτσι όλο και πιο συχνά το εξής: Ενα γεγονός που ο μισός κόσμος της ενημέρωσης το θεωρεί σημαντικότατο, απουσιάζει παντελώς στον άλλο μισό. Κι αν τύχει να συναντηθούν δυο φίλοι που, λόγω χρόνου, γούστου, αντιλήψεων κτλ., αντλούν πληροφορίες αποκλειστικά από το μισαδάκι του ο καθένας, αδυνατούν να συνεννοηθούν. Οχι επειδή μιλούν διαφορετικές γλώσσες αλλά επειδή ζουν σε παράλληλα σύμπαντα.