Jean-Pierre Filiu
Le Monde.fr (edition globale), Blog Un si proche Orient, 05.01.2020
Το μόνο που είχε να κάνει το Ιράν, από το 2003 και μετά, ήταν να συλλέγει μεθοδικά στο Ιράκ τους καρπούς από τα λάθη και τις παλινδρομήσεις των προέδρων Μπους, Ομπάμα και Τραμπ, με τον τελευταίο να έχει αποφασίσει στη χειρότερη στιγμή την εξόντωση του στρατηγού των Φρουρών της Επνάστασης. * Έχασαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πέντε χιλιάδες στρατιώτες και σπατάλησαν χίλια δισεκατομμύρια δολάρια από το 2003 στο Ιράκ, για να παραδώσουν τελικά τη χώρα αυτή στο Ιράν; Το ερώτημα αυτό είναι επίκαιρο όσο ποτέ, επειδή η αμερικανική επιδρομή στις 3 Ιανουαρίου, κατά την οποία ο στρατηγός Σουλεϊμανί σκοτώθηκε στη Βαγδάτη, αποκεφαλίζει, αλλά χωρίς καθόλου να τα αποδιοργανώνει, τα πολύ ισχυρά φιλοϊρανικά δίκτυα στο Ιράκ. Η "πλοήγηση στα τυφλά" της διοίκησης Τραμπ προσέφερε επίσης στο Ιράν και στους υποστηρικτές του, οι οποίοι επί σειρά εβδομάδων αμφισβητούνταν από τον ντόπιο πληθυσμό, την ευκαιρία να κινητοποιήσουν, κατά του αμερικανικού και μόνο "Μεγάλου Σατανά", τον ιρακινό εθνικισμό που κατήγγελνε έντονα την ιρανική ηγεμονία. Μια τέτοια πανωλεθρία δεν θα μπορούσε ωστόσο να συμβεί χωρίς την δεκαεξάχρονη ανακόλουθη πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ, από την οποία το Ιράν εξακολουθεί να αποκομίζει το μεγαλύτερο όφελος. Το άνοιγμα από τον Μπους του Ιράκ στο Ιράν Εστιάζοντας αποκλειστικά στον δικό του "παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας", ο Τζωρτζ Ο. Μπους δεν αντιλαμβάνεται ότι, καταργώντας το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν το 2001 και ανατρέποντας τον Σαντάμ Χουσεΐν δύο χρόνια αργότερα, απαλλάσσει την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν από δύο ορκισμένους εχθρούς της που στρατοπέδευαν στα σύνορά της. Οι Φρουροί της Επανάστασης, που σφυρηλατήθηκαν μέσα από την αντίσταση στην ιρακινή επίθεση κατά του Ιράν το 1980, αναπτύσσουν τα δίκτυά τους πάνω στα ερείπια που άφησε η αμερικανική εισβολή και κατοχή του Ιράκ. Καλύπτουν μεθοδικά το κενό που δημιούργησε το 2003 η Ουάσινγκτον με τη διάλυση του στρατού, την απομάκρυνση των μελών του κόμματος Μπάαθ και την λυσσώδη καταδίωξη των σουνιτών ανταρτών. Τα φιλοϊρανικά κόμματα είναι, εξάλλου, οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ίδρυση το 2005, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, ενός καθεστώτος κοινοτικού τύπου, όπου ευνοούνται οι ισχυρότερες πολιτοφυλακές με τις πιο βαθιές θρησκευτικές ρίζες. Ενάντια σε αυτό τον άδικο και διεφθαρμένο σύστημα, που επιβλήθηκε από την Ουάσινγκτον προς όφελος, στην πραγματικότητα, του Ιράν, στράφηκε τον περασμένο Οκτώβριο η ιρακινή αμφισβήτηση. Η προστασία των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών από τον Ομπάμα Αποφασισμένος να ξεμπερδέψει με την ολέθρια κληρονομιά του προκάτοχου του στο Ιράκ, ο Μπαράκ Ομπάμα θα δώσει αθελά του μία νέα ώθηση στην φιλοϊρανική πολιτική της χώρας του. Ενισχύει έτσι τη θέση του πρωθυπουργού Νούρι αλ Μαλίκι, ενός φανατικού Σιίτη, με στενούς δεσμούς με το Ιράν (όπου έζησε εξόριστος για μεγάλο χρονικό διάστημα), με την προοπτική της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων το 2011. Οι Φρουροί της Επανάστασης, έχοντας αναπτύξει τον ιστό τους στο Ιράκ στη μετά Σαντάμ εποχή, καταλαμβάνουν πλέον τον πολιτικο-στρατιωτικό χώρο από τον οποίο απεμπλέκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, ο Μαλίκι εντείνει τις διακρίσεις σε βάρος της σουνιτικής κοινότητας, κάτι που επιτρέπει στην Αλ Κάιντα, παρά την στρατιωτική της ήττα, να αναγεννηθεί ως ISIS, που πολύ κακώς ονομάστηκε "Ισλαμικό Κράτος". Η άτακτη φυγή του Ιρακινού στρατού μπροστά στο ISIS στη Μοσούλ το 2014, οδήγησε στην δημιουργία των σιϊτικών πολιτοφυλακών "Λαϊκής Κινητοποίησης". Οι πιο αποτελεσματικές τους συνιστώσες πλαισιώνονται από τους Φρουρούς της Επανάστασης και συνδέονται οργανικά με το Ιράν. Επωφελούνται, στον αντι-τζιχαντικό αγώνα τους, από την αεροπορική κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία τους επιτρέπει να επεκτείνουν την επικράτειά τους και την επιρροή τους, υπό την αρχηγία του στρατηγού Σουλεϊμανί. Ο πόλεμος κατά του ISIS προσφέρει τελικά στην Τεχεράνη τη δυνατότητα να συντονίσει τη δράση των υποστηρικτών της στα ιρακινά και συριακά πεδία των μαχών, όπου οι φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές προερχόμενες από το Ιράκ διαδραματίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο, ιδίως στη μάχη του Χαλεπίου. Η απόρριψη του ιρακινού λαού από τον Τραμπ Ο Ντόναλντ Τραμπ θα κληρονομήσει έτσι μια ιρακινή πολιτική "εκτός εδάφους", όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες επεμβαίνουν από αέρος, ελέγχοντας έναν ορισμένο αριθμό από hubs απ' όπου απογειώνονται τα αεροσκάφη τους, ενώ το Ιράν εγκατέστησε πολλαπλούς ενδιάμεσους κρίκους και μέσα πίεσης στη Βαγδάτη όπως και στην υπόλοιπη χώρα. Μία πρώτη προειδοποίηση σήμανε τον Οκτώβριο του 2017: το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας των Ιρακινών Κούρδων, ιστορικών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, οδήγησε σε μία επίθεση των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών που κατέλαβαν το Κιρκούκ και τους τεράστιους πετρελαϊκούς του πόρους. Οι Κούρδοι του Ιράκ αναγκάζονται τελικά να εγκαταλείψουν το αυτονομιστικό τους όνειρο και να διαπραγματευτούν, κάτω από όρους που υπαγορεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό από την Τεχεράνη, την άρση των κυρώσεων που τους είχε επιβληθεί από την κεντρική εξουσία. Η δημοκρατική εξέγερση που συγκλονίζει το Ιράκ από τον Οκτώβριο του 2019 θα μπορούσε να είχε αποτελέσει μία πραγματική ευκαιρία για να επανασυνδεθούν επιτέλους οι Ηνωμένες Πολιτείες με την λαϊκή πραγματικότητα στη χώρα αυτή. Η σφοδρότητα της καταγγελίας της χειραγώγησης του Ιράν είναι πράγματι το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του κύματος διαμαρτυριών, ακόμη και στο Νότο της χώρας όπου οι Σιίτες αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία (τα ιρανικά προξενεία στις ιερές πόλεις Κερμπάλα και Νατζάφ έγιναν στόχος μιας τέτοιας πατριωτικής οργής). Όμως ο Trump δείχνει γρήγορα ανίκανος να θεωρήσει το Ιράκ σαν κάτι διαφορετικό από ένα πεδίο ελιγμών κατά του Ιράν. Η απόφασή του, ως αντίποινα για το θάνατο ενός αμερικανού υπεργολάβου στο Κιρκούκ, να βομβαρδίσει εγκαταστάσεις φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών στο Ιράκ, προκαλεί την επίθεση εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας στη Βαγδάτη. Η Ουάσινγκτον εκδικείται σκοτώνοντας τον Σουλεϊμανί με μία επιδρομή της αεροπορίας της που μέχρι χθες τον προστάτευε. Αυτή η άνευ προηγουμένου επίθεση θεωρείται από το ιρανικό καθεστώς και τους αραβικούς του συμμάχους ως μια πραγματική κήρυξη πολέμου, βαζοντάς τον σε πειρασμό να αντεπιτεθεί πολύ πέρα από το Ιράκ. Μια τέτοια κλιμάκωση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε χειρότερες συνθήκες για τη λαϊκή αμφισβήτηση στο Ιράκ και την προσπάθειά της να χαλαρώσει τη ιρανική θηλιά στη χώρα. Όσο για τον Ιρακινό πρωθυπουργό, συμμετείχε στις 4 Ιανουαρίου στη Βαγδάτη στις τιμές που αποδόθηκαν στον Σουλεϊμανί ανάμεσα σε μια θάλασσα από σημαίες φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών και με φόντο αντι-αμερικανικά συνθημάτα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν να μέμψουν παρά μόνο τον εαυτό τους για το γεγονός ότι, κάτω από τρεις διαδοχικές διοικήσεις, έριξαν τη Μέση Ανατολή στο χείλος του γκρεμού. Αυτοί όμως που πληρώνουν και θα πληρώνουν το υψηλότερο τίμημα θα είναι οι γυναίκες και οι άνδρες του Ιράκ, και ίσως και της υπόλοιπης περιοχής.
Jean-Pierre Filiu Ο Jean-Pierre Filiu είναι γάλλος ιστορικός και πολιτειολόγος, με ειδίκευση στον αραβικό κόσμο. Υπήρξε πρώην διπλωμάτης και σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας. Σήμερα, είναι καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και ερευνητής στο Κέντρο Διεθνών Ερευνών (CERI).
Μτφ. Σ.Σ.
Πηγή: www.lifo.gr
Le Monde.fr (edition globale), Blog Un si proche Orient, 05.01.2020
Το μόνο που είχε να κάνει το Ιράν, από το 2003 και μετά, ήταν να συλλέγει μεθοδικά στο Ιράκ τους καρπούς από τα λάθη και τις παλινδρομήσεις των προέδρων Μπους, Ομπάμα και Τραμπ, με τον τελευταίο να έχει αποφασίσει στη χειρότερη στιγμή την εξόντωση του στρατηγού των Φρουρών της Επνάστασης. * Έχασαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πέντε χιλιάδες στρατιώτες και σπατάλησαν χίλια δισεκατομμύρια δολάρια από το 2003 στο Ιράκ, για να παραδώσουν τελικά τη χώρα αυτή στο Ιράν; Το ερώτημα αυτό είναι επίκαιρο όσο ποτέ, επειδή η αμερικανική επιδρομή στις 3 Ιανουαρίου, κατά την οποία ο στρατηγός Σουλεϊμανί σκοτώθηκε στη Βαγδάτη, αποκεφαλίζει, αλλά χωρίς καθόλου να τα αποδιοργανώνει, τα πολύ ισχυρά φιλοϊρανικά δίκτυα στο Ιράκ. Η "πλοήγηση στα τυφλά" της διοίκησης Τραμπ προσέφερε επίσης στο Ιράν και στους υποστηρικτές του, οι οποίοι επί σειρά εβδομάδων αμφισβητούνταν από τον ντόπιο πληθυσμό, την ευκαιρία να κινητοποιήσουν, κατά του αμερικανικού και μόνο "Μεγάλου Σατανά", τον ιρακινό εθνικισμό που κατήγγελνε έντονα την ιρανική ηγεμονία. Μια τέτοια πανωλεθρία δεν θα μπορούσε ωστόσο να συμβεί χωρίς την δεκαεξάχρονη ανακόλουθη πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ, από την οποία το Ιράν εξακολουθεί να αποκομίζει το μεγαλύτερο όφελος. Το άνοιγμα από τον Μπους του Ιράκ στο Ιράν Εστιάζοντας αποκλειστικά στον δικό του "παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας", ο Τζωρτζ Ο. Μπους δεν αντιλαμβάνεται ότι, καταργώντας το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν το 2001 και ανατρέποντας τον Σαντάμ Χουσεΐν δύο χρόνια αργότερα, απαλλάσσει την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν από δύο ορκισμένους εχθρούς της που στρατοπέδευαν στα σύνορά της. Οι Φρουροί της Επανάστασης, που σφυρηλατήθηκαν μέσα από την αντίσταση στην ιρακινή επίθεση κατά του Ιράν το 1980, αναπτύσσουν τα δίκτυά τους πάνω στα ερείπια που άφησε η αμερικανική εισβολή και κατοχή του Ιράκ. Καλύπτουν μεθοδικά το κενό που δημιούργησε το 2003 η Ουάσινγκτον με τη διάλυση του στρατού, την απομάκρυνση των μελών του κόμματος Μπάαθ και την λυσσώδη καταδίωξη των σουνιτών ανταρτών. Τα φιλοϊρανικά κόμματα είναι, εξάλλου, οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ίδρυση το 2005, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, ενός καθεστώτος κοινοτικού τύπου, όπου ευνοούνται οι ισχυρότερες πολιτοφυλακές με τις πιο βαθιές θρησκευτικές ρίζες. Ενάντια σε αυτό τον άδικο και διεφθαρμένο σύστημα, που επιβλήθηκε από την Ουάσινγκτον προς όφελος, στην πραγματικότητα, του Ιράν, στράφηκε τον περασμένο Οκτώβριο η ιρακινή αμφισβήτηση. Η προστασία των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών από τον Ομπάμα Αποφασισμένος να ξεμπερδέψει με την ολέθρια κληρονομιά του προκάτοχου του στο Ιράκ, ο Μπαράκ Ομπάμα θα δώσει αθελά του μία νέα ώθηση στην φιλοϊρανική πολιτική της χώρας του. Ενισχύει έτσι τη θέση του πρωθυπουργού Νούρι αλ Μαλίκι, ενός φανατικού Σιίτη, με στενούς δεσμούς με το Ιράν (όπου έζησε εξόριστος για μεγάλο χρονικό διάστημα), με την προοπτική της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων το 2011. Οι Φρουροί της Επανάστασης, έχοντας αναπτύξει τον ιστό τους στο Ιράκ στη μετά Σαντάμ εποχή, καταλαμβάνουν πλέον τον πολιτικο-στρατιωτικό χώρο από τον οποίο απεμπλέκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, ο Μαλίκι εντείνει τις διακρίσεις σε βάρος της σουνιτικής κοινότητας, κάτι που επιτρέπει στην Αλ Κάιντα, παρά την στρατιωτική της ήττα, να αναγεννηθεί ως ISIS, που πολύ κακώς ονομάστηκε "Ισλαμικό Κράτος". Η άτακτη φυγή του Ιρακινού στρατού μπροστά στο ISIS στη Μοσούλ το 2014, οδήγησε στην δημιουργία των σιϊτικών πολιτοφυλακών "Λαϊκής Κινητοποίησης". Οι πιο αποτελεσματικές τους συνιστώσες πλαισιώνονται από τους Φρουρούς της Επανάστασης και συνδέονται οργανικά με το Ιράν. Επωφελούνται, στον αντι-τζιχαντικό αγώνα τους, από την αεροπορική κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία τους επιτρέπει να επεκτείνουν την επικράτειά τους και την επιρροή τους, υπό την αρχηγία του στρατηγού Σουλεϊμανί. Ο πόλεμος κατά του ISIS προσφέρει τελικά στην Τεχεράνη τη δυνατότητα να συντονίσει τη δράση των υποστηρικτών της στα ιρακινά και συριακά πεδία των μαχών, όπου οι φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές προερχόμενες από το Ιράκ διαδραματίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο, ιδίως στη μάχη του Χαλεπίου. Η απόρριψη του ιρακινού λαού από τον Τραμπ Ο Ντόναλντ Τραμπ θα κληρονομήσει έτσι μια ιρακινή πολιτική "εκτός εδάφους", όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες επεμβαίνουν από αέρος, ελέγχοντας έναν ορισμένο αριθμό από hubs απ' όπου απογειώνονται τα αεροσκάφη τους, ενώ το Ιράν εγκατέστησε πολλαπλούς ενδιάμεσους κρίκους και μέσα πίεσης στη Βαγδάτη όπως και στην υπόλοιπη χώρα. Μία πρώτη προειδοποίηση σήμανε τον Οκτώβριο του 2017: το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας των Ιρακινών Κούρδων, ιστορικών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, οδήγησε σε μία επίθεση των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών που κατέλαβαν το Κιρκούκ και τους τεράστιους πετρελαϊκούς του πόρους. Οι Κούρδοι του Ιράκ αναγκάζονται τελικά να εγκαταλείψουν το αυτονομιστικό τους όνειρο και να διαπραγματευτούν, κάτω από όρους που υπαγορεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό από την Τεχεράνη, την άρση των κυρώσεων που τους είχε επιβληθεί από την κεντρική εξουσία. Η δημοκρατική εξέγερση που συγκλονίζει το Ιράκ από τον Οκτώβριο του 2019 θα μπορούσε να είχε αποτελέσει μία πραγματική ευκαιρία για να επανασυνδεθούν επιτέλους οι Ηνωμένες Πολιτείες με την λαϊκή πραγματικότητα στη χώρα αυτή. Η σφοδρότητα της καταγγελίας της χειραγώγησης του Ιράν είναι πράγματι το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του κύματος διαμαρτυριών, ακόμη και στο Νότο της χώρας όπου οι Σιίτες αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία (τα ιρανικά προξενεία στις ιερές πόλεις Κερμπάλα και Νατζάφ έγιναν στόχος μιας τέτοιας πατριωτικής οργής). Όμως ο Trump δείχνει γρήγορα ανίκανος να θεωρήσει το Ιράκ σαν κάτι διαφορετικό από ένα πεδίο ελιγμών κατά του Ιράν. Η απόφασή του, ως αντίποινα για το θάνατο ενός αμερικανού υπεργολάβου στο Κιρκούκ, να βομβαρδίσει εγκαταστάσεις φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών στο Ιράκ, προκαλεί την επίθεση εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας στη Βαγδάτη. Η Ουάσινγκτον εκδικείται σκοτώνοντας τον Σουλεϊμανί με μία επιδρομή της αεροπορίας της που μέχρι χθες τον προστάτευε. Αυτή η άνευ προηγουμένου επίθεση θεωρείται από το ιρανικό καθεστώς και τους αραβικούς του συμμάχους ως μια πραγματική κήρυξη πολέμου, βαζοντάς τον σε πειρασμό να αντεπιτεθεί πολύ πέρα από το Ιράκ. Μια τέτοια κλιμάκωση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε χειρότερες συνθήκες για τη λαϊκή αμφισβήτηση στο Ιράκ και την προσπάθειά της να χαλαρώσει τη ιρανική θηλιά στη χώρα. Όσο για τον Ιρακινό πρωθυπουργό, συμμετείχε στις 4 Ιανουαρίου στη Βαγδάτη στις τιμές που αποδόθηκαν στον Σουλεϊμανί ανάμεσα σε μια θάλασσα από σημαίες φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών και με φόντο αντι-αμερικανικά συνθημάτα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν να μέμψουν παρά μόνο τον εαυτό τους για το γεγονός ότι, κάτω από τρεις διαδοχικές διοικήσεις, έριξαν τη Μέση Ανατολή στο χείλος του γκρεμού. Αυτοί όμως που πληρώνουν και θα πληρώνουν το υψηλότερο τίμημα θα είναι οι γυναίκες και οι άνδρες του Ιράκ, και ίσως και της υπόλοιπης περιοχής.
Jean-Pierre Filiu Ο Jean-Pierre Filiu είναι γάλλος ιστορικός και πολιτειολόγος, με ειδίκευση στον αραβικό κόσμο. Υπήρξε πρώην διπλωμάτης και σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας. Σήμερα, είναι καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και ερευνητής στο Κέντρο Διεθνών Ερευνών (CERI).
Μτφ. Σ.Σ.
Πηγή: www.lifo.gr