|
Φελνίκος |
Χθες το απόγευμα, κι ενώ καθόμουν στη βεράντα του σπιτιού
στην Κέρκυρα και διάβαζα τη "λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων", άκουσα
τον ήχο του mail στο ipad. Δεν έδωσα σημασία. Θα το δω μαζί με όλα τ'
άλλα το βράδυ, σκέφτηκα. Επειδή βρίσκομαι σε διακοπές δεν θέλω και πολλά
πολλά με τον ...έξω κόσμο. Μετά από περίπου πέντε λεπτά χτύπησε το
τηλέφωνο. Το όνομα που εμφανίστηκε στην οθόνη ήταν ενός από αυτούς που
ονομάζουμε «σημαντικό κυβερνητικό στέλεχος». Προς στιγμήν σκέφτηκα να
μην απαντήσω στην κλήση. Μετά όμως σκέφτηκα ότι μπορεί να έχει να μου
πει κάποια είδηση από την επίσκεψη Γιούνκερ στην Αθήνα ή κάτι άλλο
σημαντικό. Πήρα τη γραμμή. «Έλα, τι γίνεται;» είπα. «Το είδες;» με
ρώτησε. «Ποιο;» «Το mail που σου 'στειλα». «Όχι, τι είναι;». «Διάβασέ το
και πάρε με να μου πεις αν σου άρεσε». Άνοιξα τα mail και διάβασα αυτό
που σας παραθέτω:
Κάποτε, στα παλιά τα χρόνια, ζούσανε στην Αίγυπτο δυο άνθρωποι, που
τα σπίτια τους και τα χωράφια τους γειτόνευαν. Ο ένας όμως ήτανε
δουλευτάρης και ο άλλος ακαμάτης.
Από το πρωί ως το βράδυ ο δουλευτάρης όργωνε τα χωράφια του, έσπερνε,
σκάλιζε, πότιζε, θέριζε, ανάλογα με την εποχή που ήτανε, κι όταν
τέλειωνε τη δουλειά του στα χωράφια και γυρνούσε στο σπίτι του, κάτι
έβρισκε κι εκεί να κάνει. Πότε διόρθωνε το αλέτρι του, πότε κάρφωνε
κανένα παράθυρο που είχε σπάσει, πότε περιποιότανε τις κότες του, πότε
σκάλιζε τα λαχανικά του. Όλο δούλευε κι όλο πρόκοβε και, σιγά - σιγά,
έγινε ο πιο πλούσιος τους τόπου.
Ο γείτονάς του, ο ακαμάτης, έβρισκε πάντοτε προφάσεις για να μη
δουλέψει. Το πρωί δεν ξυπνούσε χαράματα, όπως ο δουλευτάρης, αλλά
κοιμόταν ώσπου ο ήλιος ανέβαινε ένα κοντάρι στον ουρανό, γιατί έλεγε
πως, όσο περισσότερο κοιμότανε, τόσο ξεκούραστος θα’ ταν και τόσο πιο
καλά θα δούλευε στο χωράφι του. Αλλά όταν έφτανε στο χωράφι, κόντευε πια
μεσημέρι, κι έτσι, δεν του έμεναν και πολλές ώρες δουλειάς. Χρόνο με το
χρόνο γινότανε φτωχότερος, ώσπου έγινε ο πιο φτωχός του χωριού.
Ζήλευε λοιπόν το γείτονά του τον δουλευτάρη κι έλεγε πως εκείνος
ήτανε μάγος κι έκανε μάγια στα δικά του τα χωράφια να δίνουν πολύ καρπό,
και στο χωράφι του γείτονά του να μη δίνει καθόλου.
Μια μέρα, οι δυο γείτονες συζητούσαν για τις σοδειές τους, κι επειδή ο
δουλευτάρης είπε ότι μόνο με τη δουλειά προκόβει κανείς, ο ακαμάτης
θύμωσε και σηκώνοντας το τσεκούρι του, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον
σκότωσε.
Οι συγγενείς του δουλευτάρη έτρεξαν...