Νοσταλγώντας μια Αθήνα που ποτέ δεν υπήρξε
Δεκέμβριος του 1960, η Αθήνα στον φωτογραφικό φακό του Κώστα Μπαλάφα |© Μουσείο Μπενάκη/Φωτογραφικά Αρχεία/Facebook/The Benaki Museum |
Τα σπίτια της δεκαετίας του ’50 και του ’60 υπήρχαν όχι για να ζει κόσμος μέσα τους αλλά για να επιβιώνει. Ο κόσμος δεν πλημμύριζε το κέντρο γελαστός για να ψωνίσει από το «Μινιόν».
Και η χιονίστρα δεν ήταν ηρωίδα καρτούν του Ντίσνεϊ
Κάθε κοινωνία έχει το Κάμελοτ της. Μια εποχή που οι άρχοντες ήταν δίκαιοι και όλοι ζούσαν στην αφθονία ευτυχισμένοι. Το Κάμελοτ της Ελλάδας είναι η χριστουγεννιάτικη φωτογραφία με την φωτισμένη Σταδίου του ’60. Οταν γελαστός κόσμος πλημμύριζε το κέντρο για να ψωνίσει από το «Μινιόν». Από το «Μινιόν»; Μέγα λάθος. Κανένας αθηναίος αστός του ’60 δεν θα ψώνιζε από το «Μινιόν» του ’60. Οι αστοί εάν πήγαιναν σε πολυκατάστημα πήγαιναν στου «Λαμπρόπουλου». Στο «Μινιόν» πήγαιναν οι επαρχιώτες που κατέβαιναν στην Αθήνα για να ψωνίσουν, οι οποίοι εντυπωσιαζόντουσαν από το ότι ήταν πολυκατάστημα.
Η έκφραση «από το Μινιόν» για τους τότε Αθηναίους ήταν αντίστοιχη του σημερινού «από τα Lidl». Οσο για τους φτωχότερους έπρεπε να βολευτούν με ό,τι έβρισκαν στα καροτσάκια της Αιόλου, ποιότητας «της Κυριακής χαράς και της Δευτέρας θλίψη». Βεβαίως, για τα παιδιά στην Σταδίου υπήρχε και η «Πανελλήνιος Αγορά». Με δύο μεγάλες βιτρίνες. Για να κοιτάζουν τα παιχνίδια. Αφού για να αγοράσουν δεν υπήρχε περίπτωση. Το ’60 η «Πανελλήνιος Αγορά» στην Σταδίου και ο «Τσοκάς» στην Αιόλου για τον μέσο Αθηναίο είχαν απλησίαστες τιμές. Θυμάμαι ακόμα τα στρατιωτάκια της Elastolin στην βιτρίνα του «Τσοκά» και το όνειρο μου να μεγαλώσω, να γίνω πλούσιος και να αγοράσω ένα. «Αλλά τουλάχιστον ο κόσμος μπορούσε να ζει στην οικογενειακή θαλπωρή». Οποιος το πιστεύει αυτό είτε είναι πολύ μικρός, είτε κάτι θυμάται αλλά πιστεύει ότι ο Φίλανδρος και ο Κορώνης ήταν τυρρανοκτόνοι. Γιατί έχασε και το λίγο που είχε. Τα σπίτια της δεκαετίας του ’50 και του ’60 υπήρχαν όχι για να ζει κόσμος μέσα τους αλλά για να επιβιώνει. Συνήθως είχαν μπετόν και η θέρμανση γινόταν με δύο τρόπους. Από πετρελόσομπα και το σπίτι να μυρίζει σαν το μηχανοστάσιο του M/S Ypapanti ή από ηλεκτρική σόμπα και το σπίτι να γίνεται σαν τον θάλαμο του στρατόπεδου του Ιβάν Ντενίσοβιτς. Οι πιο συνηθισμένες ηλεκτρικές σόμπες είχαν ένα και δύο σώματα. Το ένα άναβε μισή ώρα πριν πάμε στο κρεβάτι για να φύγει η υγρασία από τα σεντόνι. Το δεύτερο άναβε μέχρι να φύγουν οι μουσαφιραίοι. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να ζεστάνει την σάλα. Κάθε καλό αστικό σπίτι είχε ένα δωμάτιο που άνοιγε μόνο για Χριστούγεννα και για τα συνοικέσια. Τυπικά ονομαζόταν σάλα αλλά το υποκοριστικό του ήταν Σιβηρία. Ηταν το δωμάτιο που τα Χριστούγεννα στηνόταν το δέντρο, παιζόταν 31 την πρωτοχρονιά και ξανάνοιγε μετά από ένα χρόνο ή αν είχε βρεθεί ένα καλό παιδί για τη «μεγάλη». Αφιερωμένο σε όσους θυμούνται την εποχή και ξέρουν ότι χιονίστρα δεν είναι όνομα ηρωίδας καρτούν του Ντίσνεϊ.
Αντώνης Πανούτσος 21 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020,
Σημείωση : Ο υπέρτιτλος προστέθηκε από τή ‘‘Νέα Μύκονο’’