Η συζήτηση για ευρώ ή δραχμή εύλογα αρχίζει να ξαναφουντώνει παραμονές εκλογών. Αιχμή του δόρατος της συζήτησης είναι ένα σύνολο απόψεων, διάσπαρτων σε όλα τα κόμματα, που υποστηρίζουν ότι η επιστροφή στη δραχμή θα φέρει...
την ανάσταση της Ελληνικής οικονομίας
Εδώ αρχικά αξίζει να σημειωθεί το εξής. Η ένταξη στο ευρώ αποτελεί μια αμετάκλητη κατάσταση κάθε κράτους-μέλους. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν προβλέπει την έξοδο από την Ευρωζώνη. Το μόνο που προβλέπει είναι η έξοδος ενός κράτους-μέλους από την Ε.Ε. με δική του πρωτοβουλία (άρθρο 50). Η έξοδος από το ευρώ δεν συνεπάγεται και έξοδο από την Ε.Ε., σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη.
Μια δεύτερη όμως ανάγνωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας μπορεί να οδηγήσει στη διπλή έξοδο τόσο λοιπόν από το ευρώ όσο και από την Ε.Ε. Αυτό προκύπτει από έναν συνδυασμό άρθρων της Συνθήκης και πιο συγκεκριμένα των άρθρων κυρίως 122 και 50.
Σύμφωνα με τα συγκεκριμένα άρθρα, μπορεί να γίνει «τράμπα» ανάμεσα στη γενναία χρηματοδοτική βοήθεια που θα χρειαστεί η Ελλάδα αν αποχωρήσει από το ευρώ και στον εξαναγκασμό της για έξοδο από την Ε.Ε.
Με την επιστροφή στη δραχμή οι αυτονόητες μεταρρυθμίσεις θα εγκαταλειφθούν. Ο βασικός λόγος για την επιστροφή στη δραχμή είναι η αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, για να καλυφθούν οι κάθε μορφής ανάγκες. Έτσι θα λειτουργήσει ανεξέλεγκτα ο κρατικός προϋπολογισμός οδηγώντας σε μια δημοσιονομική χαλάρωση στο όνομα της βελτίωσης της ρευστότητας.
Δημοσιονομικά ελλείμματα και πληθωρισμός εύλογα θα αυξήσουν την αβεβαιότητα της ελληνικής οικονομίας, μη παρέχοντας από την άλλη εγγυήσεις για ανάπτυξη και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Το παρελθόν της φθηνής δραχμής αποδεικνύει τα ανωτέρω.
Για όσους γνωρίζουν στοιχειώδη διεθνή μακροοικονομικά, η αβεβαιότητα που επικρατεί σε μια εθνική οικονομία οδηγεί σε προσδοκία μεγάλης υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, με αποτέλεσμα να τίθενται σε λειτουργία οι ονομαζόμενες «αυτοεκπληρούμενες προφητείες» και η πραγματική αξία του νομίσματος να κατακρημνίζεται. Έτσι, η αβεβαιότητα ως προς τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ μεγάλη.
Υποστηρίζεται ότι με την επιστροφή στη δραχμή θα έχουμε ανάπτυξη, καθώς το κράτος θα δημιουργεί όσο χρήμα χρειάζεται για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Από την εμπειρία της δραχμής οδηγούμαστε στο ακόλουθο απτό συμπέρασμα. Ουδέποτε, επί δραχμής απαξιούμενης λόγω της υφέρπουσας αβεβαιότητας, κατέγραψε η ελληνική οικονομία ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Τόσο η ανάπτυξη όσο και η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης μιας οικονομίας και ιδιαίτερα η αύξηση των εξαγωγών εξαρτώνται αποκλειστικά από ένα σύνολο παραγόντων (παραγωγικότητα, τεχνολογία, ανθρώπινο κεφάλαιο κ.λπ.) που δεν έχουν σχέση με το νόμισμα. Το νόμισμα απλά καλείται να διορθώσει βραχυχρόνιες ανισορροπίες που παρατηρούνται στις εξωτερικές μας εμπορικές σχέσεις.
Χώρες ανοικτές σε εισαγωγές, που στηρίχθηκαν στην υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, το μόνο που κατάφεραν είναι, μέσω του εισαγόμενου πληθωρισμού, να μειώσουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και να μεταφέρουν πλούτο στους κερδοσκόπους και την εγχώρια ολιγαρχία.
Μόνο μια άλλη πολιτική, που θα οδηγήσει στην επανεκκίνηση της οικονομίας μέσω ανατροπών, μπορεί να απαλύνει τις δυσμενείς επιπτώσεις της πρόσφατης συμφωνίας. Και όλα αυτά μπορούν να γίνουν στο υφιστάμενο πλαίσιο, χωρίς να παραβιάζονται οι όροι της συμφωνίας και να θίγεται η αξιοπιστία της χώρας, κάτι που δοκιμάστηκε σοβαρά από το 2010 και μετά.
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι τέως αν. υπουργός Οικονομικών και καθηγητής Οικονομικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
από avgi.gr