24 χρόνια μετά: διαβάζοντας τον χρόνο με τον Ανδρέα
Σημάδεψε τις τρεις κρίσιμες καμπές του τέλους του μετεμφυλίου. Την περίοδο εκείνη όπου οι μισοί Έλληνες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας και περιορισμένων δικαιωμάτων, πρόσφυγες στον τόπο τους. Η χώρα παρέμενε καθηλωμένη σε επίπεδο ψυχροπολεμικής νόθας δημοκρατίας του Νότου (από τον Ατλαντικό μέχρι τον Ευφράτη κυριαρχούσαν τέτοια καθεστώτα). Το τέλος του μετεμφυλίου ήταν το σοβαρότερο επίτευγμα του έθνους στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Σημάδεψε τις τρεις κρίσιμες καμπές του τέλους του μετεμφυλίου. Την περίοδο εκείνη όπου οι μισοί Έλληνες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας και περιορισμένων δικαιωμάτων, πρόσφυγες στον τόπο τους. Η χώρα παρέμενε καθηλωμένη σε επίπεδο ψυχροπολεμικής νόθας δημοκρατίας του Νότου (από τον Ατλαντικό μέχρι τον Ευφράτη κυριαρχούσαν τέτοια καθεστώτα). Το τέλος του μετεμφυλίου ήταν το σοβαρότερο επίτευγμα του έθνους στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Κάποιοι ενηλικιώθηκαν στα Ιουλιανά, κάποιοι στην Αλλαγή του 81 και κάποιοι άλλοι στην δεκαετία του 1990, όταν οι Έλληνες έκλεισαν αποφασιστικά τον δρόμο στην παλινόρθωση του κράτους της δεξιάς. Δεν χωράνε βέβαια όλοι σε αυτό το σχήμα. Περίπου 8%των Ελλήνων και 12% των Ελληνίδων ανήκουν μάλλον σε προηγούμενες γενιές ενώ το 55% των ανδρών και το 52% των γυναικών έχουν γεννηθεί αργότερα (μετά την μεταπολίτευση). Αυτό το 40%, που είναι και το πιο ενεργό, ήταν παρόν αυτές τις κρίσιμες στιγμές με τον Ανδρέα. Κοιτάζοντας γύρω μας το αναγνωρίζουμε στα, ακόμη σφιγμένα, δόντια της γενιάς των Ιουλιανών και της «Χαμένης Άνοιξης». Ιδιαίτερα όσων μεγάλωσαν ευάλωτοι στα εξαθλιωμένα χωριά τους υπό τους ήχους της «χρυσής οκταετίας» του χωροφύλακα κι όμως άντεξαν και τα κατάφεραν. Δεν ξέχασαν ποτέ!
Η γενιά της Αλλαγής που μαθήτευσε διαμαρτυρόμενη έξω από την Πρεσβεία. Έμαθε για το κοινωνικό συμβόλαιο, για τους μη προνομιούχους, για την καινοτομία της αυτοργάνωσης, για την κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς να φαντάζεται ότι την φωτίζουν ιδέες από την Βοστώνη. Δεν ήταν πολύ της μόδας τότε η Αμερική κι ο Ανδρέας δεν έδινε την βιβλιογραφία…. Τα γεγονότα του 1989 απέδειξαν την ισχυρά θεμελιωμένη σχέση αυτής της γενιάς που παραμένει «οργισμένη», πλησιάζοντας πια τα εξήντα.
Αργότερα, αδύναμος και λίγο πριν το τέλος του, ο Ανδρέας είδε να τον υπερασπίζεται στους δρόμους, το έργο του αλλά και τον ίδιο, μια γενιά αλλιώτικη. Με το τσουλούφι και την «αναίδεια» του πρώιμου Τσίπρα, η γενιά του «είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα λύκεια». Δεν φορούσε μαύρα, δεν ήταν κατηφής, δεν ζητούσε λήθη, άκουγε για το κράτος της δεξιάς και κάγχαζε. Όχι από άγνοια, δεν το επέτρεπε εξάλλου ο Τεμπονέρας και οι νεκροί του Κάπα Μαρούσης, αλλά από την αυτοπεποίθηση της εμπεδωμένης πια ομαλότητας.
Ο φόβος είχε συντριβεί και οι απειλές προκαλούσαν γέλιο, κατά τον τρόπο που περιγράφουν οι στίχοι του Νεγρεπόντη στο «Γενεολογικόν Δένδρον» του Κηλαηδόνη. Αυτή η απότομη αλλαγή στην αισθητική της Αριστεράς ξένισε πολλούς μέχρι να επικρατήσει. Το στερεότυπο την ήθελε καθαγιασμένη όπως επέβαλαν τα μαρτύρια του μετεμφυλίου, ο οποίος είχε μεν λήξει αλλά το πολιτισμικό του αποτύπωμα βραδυπορούσε. Έτσι συμβαίνει συνήθως με τις μεγάλες ιστορικές αλλαγές. Ακόμη κι η γενιά του τριάντα χρειάστηκε πάνω από μια δεκαετία για να χωνέψει το τέλος της Μεγάλης Ιδέας στην Μικρασιατική Καταστροφή και να επιχειρήσει την αναψηλάφηση της ελληνικότητας.
Σήμερα 24 χρόνια μετά τον θάνατο του, οι Έλληνες έχουν πολλά να θυμηθούν. Άλλος θυμάται την προίκα που κατήργησε ή την αλήστου μνήμης «έδρα» στα Πανεπιστήμια κι άλλος που βάφτισε την χωροφυλακή ΕΛΑΣ με ένα λάμδα. Άλλος θυμάται τα Μ.Ο.Π., την πρωτοβουλία των έξι και τον θαυμασμό στη φάτσα του Κλίντον στα ’90. Πιο πολύ τον θυμάται η δυτική Αθήνα και η Ελλάδα της περιφέρειας που μεταμορφώθηκαν. Κάποιοι λίγοι θυμούνται τον γιό του Γέρου, που νίκησε στα ‘44 τους κομμουνιστές. Άλλοι στο αεροδρόμιο της Λάρνακας μαθαίνουν για το ενιαίο αμυντικό δόγμα και για την Κερύνεια πρώτη - πρώτη στην διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη.
Τον θυμάται σίγουρα και η διανόηση που ειρωνικά την αποκαλούσε «αριστερά των σαλονιών» και συχνά δικαίως καυτηριάζει τους αυριανιστές που έβριζαν τον Χατζηδάκη, τους διάφορους απίθανους γύρω του - πολλοί εκ των οποίων ήταν για τον Κορυδαλλό - , την αποβιομηχάνιση της χώρας, στιγμές λαϊκισμού και εξαχρείωσης, την αποχώρηση από την Βουλή κατά την είσοδο στην ΕΟΚ και άλλα. Λίγοι θυμούνται τον διακεκριμένο Ακαδημαϊκό ή έστω τον πιο μορφωμένο πρωθυπουργό που είχε ποτέ η χώρα. Δεν τον ξέχασε πάντως κανείς κι αυτό είναι σίγουρο.
Πάλι ο Κηλαηδόνης, λέει σε ένα στίχο του: «Μου φθάνει που μεγάλωσα με σένα» κι ίσως πράγματι να έφθανε μόνο αυτό. Αυτό που νοιώθω εγώ ότι του χρωστάει η γενιά μου κι εγώ, είναι που μας προστάτεψε από τις καταθλιπτικές συνέπειες που είχαν οι επτά ήττες της δικής του γενιάς (Μεταξάς, Γερμανοί, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, Αποστασία, Χούντα, Κύπρος) Με την βούληση, την γνώση και το ταλέντο του κύλησε τον χρόνο δυο χαμένες δεκαετίες πιο μπροστά.
Τι θα γινόταν με τις ζωές μας αν δεν είχε διακοπεί η εξέλιξη από την επιβολή της Χούντας και τι θα γινόταν αν δεν ξαναέπιανε το νήμα η χώρα κατά την ανεπανάληπτη περίοδο 1974 - 1981; Δεν γράφεται η ιστορία με «αν» αλλά προφανώς θα ήταν τελείως διαφορετική και αυτό το νοιώθαμε, μεγαλώνοντας, και το γνωρίζουμε καλώς πια. Διέφυγε στις ΗΠΑ ενώ γεννιόταν η μάνα μου, επέστρεψε μάλλον απρόσμενα στην Ελλάδα την χρονιά που γεννήθηκα εγώ και πέθανε 35 χρόνια μετά, ενώ γεννιόταν πια ο γιός μου. Θα μπορούσε λοιπόν να είναι παππούς μου. Ο ψεύτης παππούς της γενιάς της μεταπολίτευσης …