Πάνω από ένας αιώνας έχει περάσει από τότε που ο Νόρμαν
Εϊντζελ, βρετανός δημοσιογράφος και πολιτικός, εξέδωσε τη «Μεγάλη
Ψευδαίσθηση», δοκίμιο στο οποίο υποστήριζε ότι η εποχή των κατακτήσεων
έχει –ή τουλάχιστον θα έπρεπε να έχει– παρέλθει. Δεν προέβλεψε τότε το
τέλος των πολέμων, υποστήριξε όμως ότι οι επιθετικοί πόλεμοι δεν έχουν
πλέον νόημα, αφού βλάπτουν τόσο τους νικητές όσο και τους ηττημένους.
Ο Εϊντζελ είχε δίκιο, γράφει ο Πολ Κρούγκμαν στο
άρθρο του στους New York Times.
Αλλά το μάθημα αυτό δεν το έχουν διδαχθεί όλοι. Σίγουρα δεν το
διδάχθηκαν ούτε ο Πούτιν ούτε οι αμερικανοί νεοσυντηρητικοί, που
φαίνεται να μην έμαθαν τίποτα από το φιάσκο του Ιράκ.
Ο Εϊντζελ επισήμανε ότι δεν μπορείς να μεταχειριστείς μια σύγχρονη
κοινωνία όπως η Ρώμη είχε μεταχειριστεί τις περιοχές που κατακτούσε,
αφού καταστρέφεις έτσι τον πλούτο που θέλεις να αποκτήσεις. Ο πόλεμος ή η
απειλή του πολέμου, με δεδομένο ότι διακόπτει τις εμπορικές και
χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, έχει ένα κόστος που υπερβαίνει κατά πολύ
τη δαπάνη της διατήρησης και της ανάπτυξης των στρατών. Ο πόλεμος σε
κάνει φτωχότερο και πιο αδύνατο, ακόμη κι όταν τον κερδίζεις.
Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Υπάρχουν ακόμη εκείνοι που
κάνουν πολέμους για πλάκα ή για να αποκομίσουν κέρδη, αλλά αυτό
συμβαίνει μόνο σε περιοχές όπου οι εκμεταλλεύσιμες πρώτες ύλες αποτελούν
την αποκλειστική πηγή πλούτου. Οι συμμορίες που διαλύουν την
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία θέλουν διαμάντια και ελεφαντόδοντο. Το
Ισλαμικό Κράτος μπορεί να διακηρύσσει ότι επιδιώκει τη δημιουργία του
νέου χαλιφάτου, αλλά προς το παρόν καταλαμβάνει πετρελαιοπηγές.
Με άλλα λόγια, οτιδήποτε έχει νόημα για έναν πολέμαρχο του τέταρτου
κόσμου είναι απλώς αυτοκαταστροφικό για μια χώρα σαν την Αμερική –ή τη
Ρωσία. Η τελευταία μπορεί να κατέλαβε την Κριμαία χωρίς αντίσταση, αλλά
το μόνο που αποκόμισε από τον θρίαμβό της είναι μια προβληματική
οικονομία που δεν επιβιώνει χωρίς βοήθεια.
Επιπλέον, οι ξένες επενδύσεις και ο δανεισμός προς την ίδια τη Ρωσία
είχαν καταρρεύσει πριν ακόμη η μείωση της τιμής του πετρελαίου
μετατρέψει την κατάσταση σε μια κανονική οικονομική κρίση.
Δύο ερωτήματα προκύπτουν. Γιατί ο Πούτιν έκανε κάτι τόσο βλακώδες; Γιατί
τόσο πολλοί άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχουν
εντυπωσιαστεί από τη βλακεία του;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, γράφει ο Κρούγκμαν, είναι προφανής αν
σκεφτεί κανείς ότι ο Πούτιν είναι ένας πρώην κατάσκοπος. Αυτά που ξέρει
είναι η βία, η απειλή της βίας, η διαφθορά και η δωροδοκία. Για πολλά
χρόνια, δεν χρειαζόταν να μάθει κάτι άλλο: οι υψηλές τιμές του
πετρελαίου εξασφάλιζαν τον πλούτο της Ρωσίας κι εκείνος είχε πειστεί ότι
αυτό οφειλόταν στον ίδιο.
Το πιθανότερο είναι ότι μέχρι πριν από λίγες ημέρες δεν είχε καταλάβει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς τον 21ο αιώνα.
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι λίγο πιο σύνθετη. Δεν πρέπει να
ξεχνά όμως κανείς ότι ο πόλεμος στο Ιράκ δεν έγινε ως απάντηση στις
επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά ήταν ένας πόλεμος από επιλογή, με
σκοπό να αποδείξει την αμερικανική ισχύ.
Στην Αμερική εξακολουθεί να υπάρχει μια ισχυρή πολιτική τάση, που
πιστεύει ότι πρέπει να είσαι σκληρός και να κάνεις τους άλλους να
φοβούνται. Κάπως έτσι πρέπει να εξηγηθούν και τα βασανιστήρια: ο στόχος
δεν ήταν τόσο να αποσπαστούν ομολογίες, όσο να αποδειχθεί ότι οι
αρχιτέκτονες του πολέμου κάνουν ό,τι θέλουν.
Οι νεοσυντηρητικοί βλέπουν σήμερα τον ρωσικό τυχοδιωκτισμό με θαυμασμό
και φθόνο. Μπορεί να εκφράζουν την ανησυχία τους για τις ρωσικές
ενέργειες, στην πραγματικότητα όμως ο Πούτιν κάνει τη ζωή που θα ήθελαν
να κάνουν εκείνοι. Η αλήθεια πάντως είναι ότι ο πόλεμος δεν φέρνει
αποτελέσματα. Η Αμερική μπορεί να αντέξει το κόστος του πολέμου στο
Ιράκ, αλλά μια εύθραυστη οικονομία όπως η ρωσική δεν έχει την ικανότητα
να απορροφά τα λάθη της.
(New York Times)