Ναι. Για την ζέστη θέλω να γράψω κι όχι για τα σκουπίδια και τα ναρκοβάπορα της επικαιρότητος. Για την υπέροχη ζέστη και προπάντων για τον συκοφαντημένο καύσωνα, που παραδίδεται σε μας ως αποφώλιον τέρας από τις επιπόλαιες φωνές της τρομώδους κινδυνολογίας.
Μην ακούτε τους τρομολάγνους. Η ζέστη, ακόμη και στην ιλιγγιώδη κορύφωσή της, στον καύσωνα, είναι ιαματική. Λυσιμελής η ζέστη. Σαν τον έρωτα. Που λύνει τα μέλη του σώματος, τα ηλεκτρίζει και τα κάνει να μοιάζουν διάφανα κάτω από «το φως το ανήμερο». Αν παραμερίσεις τα μυγάκια της τρομοκρατίας που γεμίζουν με τοξίνες το μυαλό, θα δεις τον καύσωνα με άλλο μάτι. Θα ανακαλύψεις ένα ευφρόσυνο εξαγνιστικό καμίνι που οδηγεί σε ύψη δυσθεώρητου αισθησιασμού.
Αρκεί να μιλήσεις λίγο με το εαυτό σου. Να σκεφτείς αν πράγματι είναι υπαρκτές οι επιπτώσεις στον οργανισμό του ανθρώπου από τον καύσωνα ή κινούνται στη σφαίρα της κοινότοπης κινδυνολογίας. Με εξαίρεση, βέβαια, τις περιπτώσεις ασθενειών (άσθμα, καρδιά κλπ) ή τις αναπόφευκτες αδυναμίες που επιφέρει η ηλικία.
Μα ο ιδρώτας που ρέει ποτάμι και στιγματίζει τα ρούχα με εφήμερα τατουάζ; «Το σώμα μου στον ιδρώτα/λουσμένο μουσείο», λέει ο Νίκος Καρούζος. Αλλά ας αφήσουμε στην ησυχία του τον μεγάλο ποιητή κι ας σκεφτούμε ότι ο ιδρώτας (του καθαρού σώματος) είναι λυτρωτικός. Ανοίγει τους πόρους, ελευθερώνει το σώμα από τοξίνες και το παραδίδει λιτό και απέριττο στην φαντασία ανυπέρβλητου αισθησιασμού.
Όταν πλησιάζει ο Ιούλιος, βάζω τα καλά μου. Είναι ο μήνας μου κι ας μην ευτύχησα να γεννηθώ στην αγκαλιά του. Μπροστά στον άγουρο Ιούνιο και στον βιαστικό Αύγουστο, ο Ιούλιος είναι αργός και μοιάζει ατελεύτητος, αιώνιος. Γι αυτό τον λατρεύω. Και για «τα θολερά λιοπύρια» του. Και για τους καύσωνες που μας κερνάει πότε πότε.
Αυτές τις μέρες, λοιπόν, που θα κοκκινίσει το θερμόμετρο, εγώ θα κατέβω καταμεσήμερο στην οδό Φιλελλήνων, απαγγέλλοντας μέσα μου στίχους του Εμπειρίκου. Ένα δοξαστικό για τον Ιούλιο και τον καύσωνα:
«Ναι, ήτο Ιούλιος. Και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Ντάπια του Μεσολογγιού και ο Μαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φώς (…)Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φώς! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
newpost.gr