Τηλεόρασις
Τέτοιες μέρες το 1909, κατ' άλλους το '12, γεννιέται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο άνθρωπος που χάρισε και χαρίζει αστείρευτο γέλιο σε γενιές και γενιές. Εκτός από θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης ξεκαρδιστικών κωμωδιών, υπήρξε χρονογράφος -ευθυμογράφος- εφημερίδων και περιοδικών. Τιμούμε τη μνήμη του με αποσπάσματα από άκρως επίκαιρο πόνημά του -λόγω της δημοπρασίας για τις τηλεοπτικές άδειες- από το βιβλίο «Ανθρωποι και ανθρωπάκια», εκδόσεις Ερμής:Πρώτα είπε η κυρία: «Να πάρομε κι εμείς». Μετά είπε ο κύριος. «Δεν με παρατάς μη σε...». Αλλά δεν την... Πήγε και ρώτησε τιμές. «Μετρητοίς, έξι». -«Αμέτρητα;». -«Δώδεκα». Υπήρχε μια διαφορά, αλλά προτίμησε με δόσεις καθόσον οι δόσεις δεν δίδονται μονοκοπανιά. Η κυρία το διέδωσε σ’ όλη τη γειτονιά. -«Θα πάρομεν τηλεόρασις». -«Τι μάρκα;». -«Φίατ», είπεν η κυρία, που είχεν ακούσει ότι η κουμπάρα της ηγόρασε Φίατ. [...]
Βγήκε ένας καλόγηρος που φώναξε τι μακαρόνια να αγοράσουν. [...] Επαιξεν μουσική, εφάνηκαν πρόσωπα και όλα ωμίλουν εις ξένας γλώσσας, ως π.χ. το Πέυτον Πλέυς, ο Φυγάς και άλλα τινά. Ο κύριος ήρθε ενωρίτερον του συνήθους, μετεκόμισεν μίαν πολυθρόναν κατέναντι της τηλεοράσεως, έβαλε τις παντόφλες του και εδήλωσε: «Εκτακτα, εδώ θα την περάσω όλο τον χειμώνα. [...]
Εκτύπησε το κουδούνι. «Καλορίζικη» είπε μια χοντρή φωνή, βιολογική. Ητο ο γείτων μετά της κυρίας αυτού και του υιού των όστις είχε μείνει μεν εις την ίδιαν τάξιν -πρώτη γυμνασίου- αλλά εγνώριζε πώς ελέγοντο οι Μπόννυ και Κλάιντ. -«Μπορούμε;». Βεβαίως μπορούσαν. [...]
Το κουδούνι ηκούσθη και πάλι και ανύπαντρός τις ύπαρξις, ήγουν δεσποινίς ηλικίας μεταξύ πενήντα και εξήντα, εγέλα με τας μασέλας της ανοικτάς και είπεν μονορούφι. «Την πήρατε; Α, καλορίζικη. Καλησπέρα σας. Να 'ρχομαι κι εγώ να περνάω την ώρα μου κάθε βράδυ». Και εκάθισε, ωσμίσθη τον αέρα και προσέθεσε: «Σουτζουκάκια μαγείρεψες σήμερα;»
Εν τω μεταξύ, το κουδούνι εκτύπησε για τρίτην φοράν και εις την θύραν, ανεφάνη ο κύριος Σωτηράκης, υπάλληλος εις τα Λιπάσματα, η κυρία του, μόνον λίπασμα, και η μικρά υπηρέτρια η όποια ήκουεν εις το όνομα «μωρή». «Ηρθαμε κι εμείς να δούμε την τηλεόραση». «Περάστε», είπεν η κυρία του. [...] Κουδούνι. «Χο χο, ηκούσθη η φωνή ενός χοντρού. «Την πήρανε. Ελα Εύλαμπία». [...]
Ο άνθρωπος με τη βιολογική φωνή είπε: «Ρε αδερφέ, την πήρες, δεν έβαζες και ένα μεζέ να το βρέξουμε;» Η κυρία έτρεξε εις την κουζίνα να κλείσει τα σουτζουκάκια εις το ψυγείον, αλλά τα σουτζουκάκια τα είχε φάει όλα η γεροντοκόρη. Η οποία και δεν χωρούσε εις το ψυγείον. Κουδούνι. Οι του απάνω πατώματος ήσαν τέσσερις. Δύο σύζυγοι, η πεθερά και η κουνιάδα. «Α, μπράβο! Την πήρατε επιτέλους». Και εκάθισαν η πεθερά σε μία καρέκλα και οι υπόλοιποι στο χαλί. «Λοιπόν είναι πολύ ωραία. Κάθε βράδυ εδώ θα ερχόμαστε».
Τότε, ο νοικοκύρης του σπιτιού, -χρόνια πολλά νά ζήσει- ήνοιξε την μπαλκονόπορτα, ήρπασε την τηλεόρασιν και την επέταξε από τον τρίτον όροφον εις τον δρόμον. Ηκούσθη έκρηξις τρομερά. Το 100 εκουβάλησε τον κύριο εις το Τμήμα διά τα περαιτέρω. Εκεί έμεινεν και μάλιστα παρήγγειλε και έφαγε από την γειτονικήν ταβέρναν η οποία εμαγείρευε καλά. Αλλά δεν είχε τηλεόραση.