Λίγο πριν αρχίσει ένα από τα θρυλικά απογευματινά ξεφαντώματα... |
Ηταν εν μέσω ενός από τα συνηθισμένα απογευματινά ξεφαντώματα, αυτά που κάνουν τις διακοπές διακοπές. Ηταν Αύγουστος του ’98 –ή του ’99;–, αυτή η δεκαετία έχει γίνει πια ένα υπέροχο κοκτέιλ στο κεφάλι μας. Ο Σπύρος, αναψοκοκκινισμένος από τον ήλιο –και τον έρωτα–, αφήνει για λίγο την παρέα και εξαφανίζεται. Σε μισή ώρα είναι πίσω και στα γόνατα μπροστά στο κορίτσι του. Είχε πάει να ψωνίσει δαχτυλίδι.
«Θέλω να σε παντρευτώ», της λέει μπροστά σε όλους. Πριν καν εκείνη απαντήσει, στο μπαρ ετοιμάζονταν τα σφηνάκια. Ο αρραβώνας δεν κράτησε περισσότερο από εκείνο το καλοκαίρι, αλλά η ιστορία καρφιτσώθηκε για πάντα στο νοερό λεύκωμα του Caprice, του μπαρ που επί 30 και πλέον χρόνια υπήρξε συνώνυμο της Μυκόνου και του ελληνικού θερινού ονείρου.
Πόσο ταιριαστό ο επίλογος για το Caprice να σφραγιστεί με ένα πάρτι εκεί, στη Μικρή Βενετία. Προχθές το μεσημέρι, αφού προσωπικό και ιδιοκτήτες ξεκρέμασαν τα διακοσμητικά, ξήλωσαν τον εξοπλισμό, άδειασαν το μπαρ και φόρτωσαν τα έπιπλα στα αυτοκίνητα, συγκεντρώθηκαν στο σοκάκι για ένα αποχαιρετιστήριο ποτό, που έγιναν δύο και μετά τρία και στο τέλος γλέντι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Την επόμενη ημέρα τα κλειδιά παραδόθηκαν στον ιδιοκτήτη του ακινήτου, κ. Γιώργο Ζησιμόπουλο, με τον οποίο ο ιδιοκτήτης του μπαρ, Νίκος Γρυπάρης, δεν κατάφερε να συμφωνήσει για παράταση της μίσθωσης μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.
Είναι κι αυτός ένας δύσκολος αποχωρισμός, των στεκιών των νεανικών χρόνων. Και όχι επειδή επρόκειτο για ένα από τα δέκα καλύτερα μπαρ του πλανήτη, σύμφωνα με παλαιότερη αναφορά του Newsweek, αλλά επειδή δημιουργεί μοιραία «νοσταλγία αυτού που υπήρξαμε, αλλά δεν είμαστε πια», όπως πολύ τρυφερά το έθεσε η δημοσιογράφος Εύη Φέτση στον χθεσινό αποχαιρετισμό της στο Caprice (fnl-guide.com).
Οι περισσότεροι έχουν μια ιστορία να διηγηθούν από το μπαρ και τα ανέμελα χρόνια τους. Θα πουν για τον περίφημο καναπέ κάτω από το κεντρικό παράθυρο που έβλεπε στο νερό, το απόλυτο place to be μιας ολόκληρης εποχής. «Ηθελε ιδιαίτερη τέχνη για να τον πιάσεις», θυμάται η Ξένια. «Να πας τη σωστή στιγμή, να φέρεις τους φίλους σου για να τον καταλάβουν». Για τον Γιώργο, με τα μακριά μαλλιά και το μεγάλο χαμόγελο, που έφτιαχνε τις συνθέσεις των λουλουδιών με βουκαμβίλιες και γαϊδουράγκαθα, ό,τι είχε το νησί. «Τις έκανε και στον γάμο μου, αν και επέμενε να φέρει και κάποια λουλούδια από την Αθήνα. Περιττό να σου πω ότι πλήρωσα μόνο το κόστος των λουλουδιών», λέει στην «Κ» η Κατερίνα. «Αυτό ήταν το καλό στο Caprice. Οτι όλοι αισθάνονταν μοναδικοί, γιατί έτσι τους έκαναν να αισθάνονται τα παιδιά που έτρεχαν το μαγαζί. Σαν να μη νοιάζονται για τα χρήματα, αλλά για εμάς που για ένα χρόνο ακόμα επιστρέφαμε, που φέρναμε τους ξένους φίλους μας και τα παιδιά μας, που μας γνώριζαν τους δικούς τους».
Το τελετουργικό ήθελε να πας με το μαγιό σου κατευθείαν από τη θάλασσα. «Ημασταν με τα αλάτια και τα παρεό, χωρίς πόζα», λέει η Ελενα. «Αλλά από την άλλη ήμασταν και είκοσι χρόνων...». Το ηλιοβασίλεμα ήταν το μόνο σήμα που χρειαζόταν ο dj. Τα φώτα, τεχνητά και φυσικά, χαμήλωναν, η μουσική δυνάμωνε, η νύχτα ξεκινούσε. Μέσα, κάποιοι θα χόρευαν πάνω στην μπάρα και έξω θα έπρεπε να ισορροπήσεις ανάμεσα στον διάδρομο που άφηναν τα απλωμένα πόδια των θαμώνων και τα κύματα της Μικρής Βενετίας. «Εγώ στο Caprice μυήθηκα στην τρυφερή ηλικία των 19 στα σφηνάκια τεκίλα με αλάτι στο ένα χέρι και πορτοκάλι στο άλλο», λέει με νοσταλγία η Χριστίνα, ενώ η Μυρτώ θυμάται το bachelorette party, όταν μεθυσμένες με τις φίλες της βαθμολογούσαν τους άντρες στο μαγαζί με κάρτες με νούμερα «τις οποίες τους δίναμε να κρατήσουν για να φωτογραφηθούν». Η Τίνα δεν θα ξεχάσει εκείνο το ζευγάρι κάπου στα τέλη των ’90s που πάνω στην τρέλα έπεσαν στη θάλασσα και έχασαν τα κλειδιά του αυτοκινήτου τους. «Βγήκαν μαλώνοντας. Πάντως, την άλλη μέρα εμφανίστηκαν πάλι μαζί. Η θάλασσα είχε ηρεμήσει, μάλλον κι εκείνοι».
Έντυπη "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"