Της Αντζελας Δημητρακάκη*
Ανέκαθεν ήμουν καχύποπτη απέναντι στα μυθιστορήματα που σου σερβίρουν στο πιάτο τη ζωή ενός ανθρώπου από γεννήσεως έως θανάτου του. Τα θεωρούσα, και τα θεωρώ, αντι-πειραματικά και εύκολα, και συν-υπεύθυνα για την καλλιέργεια μιας ελαφρολαϊκής έως soap-opera αισθητικής στη λογοτεχνία. Τα μυθιστορήματα μιας ψευδούς βιογραφίας βασίζονται στην παραγωγή συναισθημάτων χαμηλής περιπλοκότητας. Ποντάρουν κατ” εξοχήν στα δάκρυα που θα χύσει ο αναγνώστης – γιατί, εντάξει, φαντάσου να γνωρίζεις ένα μωράκι στις πρώτες σελίδες του βιβλίου και να το κηδεύεις ως γέρο στις τελευταίες. Είναι δυνατόν να μη δεθείς, να μη συγκινηθείς, να μην κλάψεις;
Ανέκαθεν ήμουν καχύποπτη απέναντι στα μυθιστορήματα που σου σερβίρουν στο πιάτο τη ζωή ενός ανθρώπου από γεννήσεως έως θανάτου του. Τα θεωρούσα, και τα θεωρώ, αντι-πειραματικά και εύκολα, και συν-υπεύθυνα για την καλλιέργεια μιας ελαφρολαϊκής έως soap-opera αισθητικής στη λογοτεχνία. Τα μυθιστορήματα μιας ψευδούς βιογραφίας βασίζονται στην παραγωγή συναισθημάτων χαμηλής περιπλοκότητας. Ποντάρουν κατ” εξοχήν στα δάκρυα που θα χύσει ο αναγνώστης – γιατί, εντάξει, φαντάσου να γνωρίζεις ένα μωράκι στις πρώτες σελίδες του βιβλίου και να το κηδεύεις ως γέρο στις τελευταίες. Είναι δυνατόν να μη δεθείς, να μη συγκινηθείς, να μην κλάψεις;