Της Αντζελας Δημητρακάκη*
Ανέκαθεν ήμουν καχύποπτη απέναντι στα μυθιστορήματα που σου σερβίρουν στο πιάτο τη ζωή ενός ανθρώπου από γεννήσεως έως θανάτου του. Τα θεωρούσα, και τα θεωρώ, αντι-πειραματικά και εύκολα, και συν-υπεύθυνα για την καλλιέργεια μιας ελαφρολαϊκής έως soap-opera αισθητικής στη λογοτεχνία. Τα μυθιστορήματα μιας ψευδούς βιογραφίας βασίζονται στην παραγωγή συναισθημάτων χαμηλής περιπλοκότητας. Ποντάρουν κατ” εξοχήν στα δάκρυα που θα χύσει ο αναγνώστης – γιατί, εντάξει, φαντάσου να γνωρίζεις ένα μωράκι στις πρώτες σελίδες του βιβλίου και να το κηδεύεις ως γέρο στις τελευταίες. Είναι δυνατόν να μη δεθείς, να μη συγκινηθείς, να μην κλάψεις;
Παρά τις παραπάνω ιδεολογικές θέσεις, παρά την απέχθειά μου προς τις στρατηγικές marketing του αγγλοσαξονικού εκδοτικού χώρου, όπου όλα τα οπισθόφυλλα σου λένε «κρατάτε το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ», όταν διάβασα το Stoner του John Williams, ανακάλυψα ότι υπάρχει λογοτεχνία που υψώνεται πάνω από τις περιστάσεις – ακόμη και τις περιστάσεις μιας βαρετής φόρμουλας. Δεν ξέρω πώς γίνεται, μου αρκεί το ότι γίνεται.
Ο William Stoner είναι ο ήρωας ενός μυθιστορήματος που γράφτηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 αλλά αναφέρεται στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Και ο Α” και ο Β” Παγκόσμιος Πόλεμος, και το «κραχ» στον μεταξύ τους χρόνο, αλέθονται στον μύλο της πλοκής, αλλά το «απόσταγμα» είναι αναπάντεχο. Διότι η ουσία είναι πως όλα αυτά φωτίζουν ή σκοτεινιάζουν τη ζωή του Stoner, ενός αγροτόπαιδου που καταλήγει πανεπιστημιακός καθηγητής. Μπορεί κανείς να το δει κι έτσι.
Αλλά εγώ δεν μπόρεσα να το δω έτσι. Είδα αντίθετα ένα μυθιστόρημα τέτοιας οξυδερκούς αισθητικής και επαναστατικής ηθικής ώστε να αποτυπώνει την αδυναμία αλληλεγγύης – την αδυναμία αλληλεγγύης ανάμεσα σε γονείς και παιδιά. Σε καθηγητές και φοιτητές. Σε όσους πηγαίνουν να πολεμήσουν και σε όσους δεν πηγαίνουν. Αλλά κυρίως την αδυναμία αλληλεγγύης ανάμεσα σε έναν άντρα της εργατικής τάξης και σε μια γυναίκα της μεσοαστικής τάξης καταδικασμένης στην οικιακή σκλαβιά, παρά το ότι και οι δύο αναγνωρίζουν την καταπίεσή τους από τους μηχανισμούς εξουσίας που τους εξισώνει και τους αναλώνει ως καύσιμο αναπαραγωγής του συστήματος. Και αυτή η αδυναμία αλληλεγγύης με έκανε να κλάψω πικρά στο αεροδρόμιο όπου τελείωσα το βιβλίο.
……………………………………………………………………………………..
* Η Άντζελα Δημητρακάκη γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1968. Με σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και στα Πανεπιστήμια Essex και Reading της Βρετανίας, έχει να επιδείξει πλούσιο ερευνητικό έργο, με έμφαση στην πολιτική διάσταση και την παρεμβατικότητα της τέχνης από τη δεκαετία του '70 ως σήμερα. Εκτός από τη συλλογή διηγημάτων "Το άνοιγμα της μύτης" (Οξύ 1999), έχει γράψει τα μυθιστορήματα "Ανταρκτική" (Οξύ 1997, αναθεωρημένη έκδοση 2006), "Αντιθάλασσα" (Οξύ 2002), "Το μανιφέστο της ήττας" (Εστία 2006), "Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα" (Εστία 2009) κ.ά., ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλές ανθολογίες. Διδάσκει θεωρία της σύγχρονης τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Ανέκαθεν ήμουν καχύποπτη απέναντι στα μυθιστορήματα που σου σερβίρουν στο πιάτο τη ζωή ενός ανθρώπου από γεννήσεως έως θανάτου του. Τα θεωρούσα, και τα θεωρώ, αντι-πειραματικά και εύκολα, και συν-υπεύθυνα για την καλλιέργεια μιας ελαφρολαϊκής έως soap-opera αισθητικής στη λογοτεχνία. Τα μυθιστορήματα μιας ψευδούς βιογραφίας βασίζονται στην παραγωγή συναισθημάτων χαμηλής περιπλοκότητας. Ποντάρουν κατ” εξοχήν στα δάκρυα που θα χύσει ο αναγνώστης – γιατί, εντάξει, φαντάσου να γνωρίζεις ένα μωράκι στις πρώτες σελίδες του βιβλίου και να το κηδεύεις ως γέρο στις τελευταίες. Είναι δυνατόν να μη δεθείς, να μη συγκινηθείς, να μην κλάψεις;
Παρά τις παραπάνω ιδεολογικές θέσεις, παρά την απέχθειά μου προς τις στρατηγικές marketing του αγγλοσαξονικού εκδοτικού χώρου, όπου όλα τα οπισθόφυλλα σου λένε «κρατάτε το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ», όταν διάβασα το Stoner του John Williams, ανακάλυψα ότι υπάρχει λογοτεχνία που υψώνεται πάνω από τις περιστάσεις – ακόμη και τις περιστάσεις μιας βαρετής φόρμουλας. Δεν ξέρω πώς γίνεται, μου αρκεί το ότι γίνεται.
Ο William Stoner είναι ο ήρωας ενός μυθιστορήματος που γράφτηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 αλλά αναφέρεται στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Και ο Α” και ο Β” Παγκόσμιος Πόλεμος, και το «κραχ» στον μεταξύ τους χρόνο, αλέθονται στον μύλο της πλοκής, αλλά το «απόσταγμα» είναι αναπάντεχο. Διότι η ουσία είναι πως όλα αυτά φωτίζουν ή σκοτεινιάζουν τη ζωή του Stoner, ενός αγροτόπαιδου που καταλήγει πανεπιστημιακός καθηγητής. Μπορεί κανείς να το δει κι έτσι.
Αλλά εγώ δεν μπόρεσα να το δω έτσι. Είδα αντίθετα ένα μυθιστόρημα τέτοιας οξυδερκούς αισθητικής και επαναστατικής ηθικής ώστε να αποτυπώνει την αδυναμία αλληλεγγύης – την αδυναμία αλληλεγγύης ανάμεσα σε γονείς και παιδιά. Σε καθηγητές και φοιτητές. Σε όσους πηγαίνουν να πολεμήσουν και σε όσους δεν πηγαίνουν. Αλλά κυρίως την αδυναμία αλληλεγγύης ανάμεσα σε έναν άντρα της εργατικής τάξης και σε μια γυναίκα της μεσοαστικής τάξης καταδικασμένης στην οικιακή σκλαβιά, παρά το ότι και οι δύο αναγνωρίζουν την καταπίεσή τους από τους μηχανισμούς εξουσίας που τους εξισώνει και τους αναλώνει ως καύσιμο αναπαραγωγής του συστήματος. Και αυτή η αδυναμία αλληλεγγύης με έκανε να κλάψω πικρά στο αεροδρόμιο όπου τελείωσα το βιβλίο.
……………………………………………………………………………………..
* Η Άντζελα Δημητρακάκη γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1968. Με σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και στα Πανεπιστήμια Essex και Reading της Βρετανίας, έχει να επιδείξει πλούσιο ερευνητικό έργο, με έμφαση στην πολιτική διάσταση και την παρεμβατικότητα της τέχνης από τη δεκαετία του '70 ως σήμερα. Εκτός από τη συλλογή διηγημάτων "Το άνοιγμα της μύτης" (Οξύ 1999), έχει γράψει τα μυθιστορήματα "Ανταρκτική" (Οξύ 1997, αναθεωρημένη έκδοση 2006), "Αντιθάλασσα" (Οξύ 2002), "Το μανιφέστο της ήττας" (Εστία 2006), "Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα" (Εστία 2009) κ.ά., ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλές ανθολογίες. Διδάσκει θεωρία της σύγχρονης τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.