Την προηγούμενη εβδομάδα, ξεχάστηκε μια τσάντα με σημαντικά έγγραφα σε ένα
ταξί.
Η απώλεια διαπιστώθηκε σχεδόν αμέσως αλλά το όχημα είχε ήδη
απομακρυνθεί. Μια παρέα τριών φίλων μετατράπηκε αυτόματα σε μια παρέα
ντεντέκτιβ. Πώς στο διάολο θα βρούμε τώρα το ταξί;
Μετά από ένα φεστιβάλ αμήχανων βλεμμάτων και ανούσιων
σκέψεων, κάτι μαγικό συνέβη, κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί
ότι μπορεί να γίνει σε αυτή τη χώρα. Ένας από την παρέα είχε κάνει κάτι
απίστευτο: είχε ζητήσει και είχε πάρει την απόδειξη από τον οδηγό!
Το μαγικό χαρτάκι έρχεται στα χέρια μας, αναφέρει ένα ονοματεπώνυμο, τον
αριθμό της πινακίδας κι αναζητούμε εύλογα κι έναν αριθμό τηλεφώνου να
επικοινωνήσουμε μαζί του. Τίποτα! Τι σόι η απόδειξη είναι αυτή που δεν
δίνει κάποιο επιπλέον στοιχείο για αυτό που την εκδίδει;
Εντελώς συμπτωματικά, λίγα μέτρα πιο εκεί σταθμεύει ένα περιπολικό της
Αστυνομίας. Κατευθυνόμαστε προς τα εκεί με μεγάλη αυτοπεποίθηση
θεωρώντας ότι δεν μπορεί παρά η Τροχαία να διαθέτει κάποιο σύστημα
εντοπισμού των ταξί, πόσο μάλλον από τη στιγμή που γνωρίζαμε την
πινακίδα του οχήματος. Οι ελπίδες μας διαψεύδονται. Το μόνο που μπόρεσαν
οι αστυνομικοί να μας πουν ήταν το όνομα του οδηγού, το οποίο ήδη
γνωρίζαμε.
Η τσάντα όμως έπρεπε να βρεθεί και μάλιστα
άμεσα. Τηλεφωνούμε
στις πληροφορίες καταλόγου, δίνουμε το όνομα που έχουμε και μας δίνουν
έναν αριθμό σταθερού τηλεφώνου. Η ώρα είναι 1:45 τα ξημερώματα.
Κινούμαστε...εκτός συνταγματικού τόξου καλών τρόπων και καλούμε τον
αριθμό αυτό. Στην άλλη άκρη της γραμμής μια αγουροξυπνημένη φωνή μας
εξηγεί ότι πρόκειται για συνωνυμία κι ότι τον έχουν καλέσει κι άλλες
φορές αναζητώντας χαμένα αντικείμενα σε αυτό το ταξί.
Έχουμε πλέον εξαντλήσουμε όλα τις πιθανές επιλογές αντίδρασης μας, πόσο
μάλλον από τη στιγμή που διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει κάποια 24ωρη
υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών
του ΣΑΤΑ
που να βοηθά στην επικοινωνία μεταξύ πελατών και οδηγών. Η σχετική
γραμμή λειτουργεί κυρίως τις πρωινές ώρες, λες και είναι υπηρεσία του
Δημοσίου, λες και τις υπόλοιπες ώρες δεν κυκλοφορούν ταξί στους δρόμους.
Ξημερώνει η επόμενη μέρα, τηλεφωνούμε στο ΣΑΤΑ και επιτέλους μαθαίνουμε
το τηλέφωνο του ιδιοκτήτη του οχήματος. Τον καλούμε και τον ρωτάμε αν
έχει βρει την τσάντα. Δηλώνει πλήρη άγνοια και μας εξηγεί ότι δεν οδηγεί
ο ίδιος το ταξί. Του ζητάμε το τηλέφωνο του οδηγού του. Μας εξηγεί ότι
δεν ξέρει ποιος ήταν ο οδηγός. Τον ρωτάμε πώς κάτι τέτοιο είναι δυνατόν
και μας εξηγεί ότι έχει παραχωρήσει το ταξί σε μια «εταιρία» (δηλαδή
στους λεγόμενους «μαντράδες») οι οποίοι και το διαχειρίζονται.
Μας δίνει ένα τηλέφωνο επικοινωνίας με την εταιρία και λίγο πριν
κλείσουμε το τηλέφωνο δεχόμαστε την πλέον απίθανη ερώτηση: για ποιο ταξί
μιλάτε; Η ανταπάντηση «για το δικό σας ταξί» δεν τον πείθει κι μας
εξηγεί ότι δεν έχει μόνο ένα ταξί και δεν μπορεί να θυμάται απέξω τον
αριθμό κυκλοφορίας των οχημάτων. Μα πώς γίνεται αυτό; Δεν είναι κλειστό
το επάγγελμα; Δεν έγινε χαμός για να μην περάσει το νομοσχέδιο Ραγκούση
με το οποίο δήθεν θα έρχονται οι...πολυεθνικές να συγκεντρώσουν
περισσότερες από μια άδειες;
Τελικά, μετά από αρκετές ώρες, μας ενημερώνουν ότι η τσάντα βρέθηκε
καθώς ο ευσυνείδητος οδηγός την παρέδωσε αμέσως στο πλησιέστερο
αστυνομικό τμήμα. Παρόλο που στην τσάντα υπήρχαν κι αρκετά χρήματα, όταν
την παραλάβαμε, δεν έλειπε ούτε ένα cent, ούτε ένα χρησιμοποιημένο
εισιτήριο που είχε παραπέσει στο εσωτερικό της.
Το happy end όμως δεν διασκεδάζει τις εντυπώσεις απο τη ζούγκλα της
συγεκριμένης κλειστής κι άρα «ρυθμισμένης» αγοράς. Ξεσηκώθηκε το σύμπαν
όταν το 2011 ο τότε υπουργός Υποδομών
Γιάννης Ραγκούσης με τη
στήριξη του...μισού ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να θέσει μερικούς βασικούς κανόνες
και μετά ήρθε ο «μεταρρυθμιστής» Βορίδης και προστάτευσε μια για πάντα
τους καθεστωτικούς παίκτες του χώρου.
Όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε κι ένας φίλος στη σχετική συζήτηση,
ζήσαμε το παράδοξο, δηλαδή μια μεταρρύθμιση με σαφές ταξικό πρόσημο υπέρ
των εργαζομένων στα ταξί να αποκρούεται όχι μόνο από την πελετειακή
ψυχή του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας αλλά κι από τα κόμματα της
Αριστεράς που προτίμησαν να στηρίξουν τα «αφεντικά» και όχι τους
εκατοντάδες εργαζομένους που εργάζονται σε συνθήκες γαλέρας.
Κατασκεύασαν το μπαμπούλα των δήθεν πολυεθνικών εταιρειών που θέλουν να
πάρουν τις άδειες και στήριξαν στην πράξη τον σκληρό κι απάνθρωπο
καπιταλισμό των μαντράδων, στερώντας παράλληλα από άνεργους και
κακοπληρωμένους εργαζομένους το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια.
Συγχαρητήρια κύριοι. Ψευτοτσαμπουκάδες στη Μέρκελ και σούζα μπροστά στο
Θύμιο. Θα είμαστε εκεί όταν ο ιστορικός του μέλλοντος θα σας φτύνει.