Σύμφωνα με τους θεωρητικούς
της ρητορικής επιστήμης, η ειρωνεία αφορά περιθωριακές περιοχές της
ανθρώπινης δραστηριότητας και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις παρεμβαίνει
στις άλλες ασχολίες του κόσμου και της ζωής. Η αναφορά στη λέξη ειρωνεία
που εδώ γίνεται είναι διαφορετική: λιγότερο ακριβής, πολύ πιο πλατιά. Ο
Χάινε έγραφε στις «Αυτοβιογραφικές σελίδες» (1854) ότι ο μεγαλύτερος
είρων ήταν ο Θεός, «ο μέγας πλάστης του σύμπαντος, ο Αριστοφάνης του
ουρανού…»: και σ’ αυτή την περίπτωση ο ρόλος της ειρωνείας αποκτά μια
κεντρικότητα στη δημιουργία του κόσμου και στη διαχείριση των υποθέσεων.
Βέβαια, είναι χρήσιμο να δώσουμε μια σωστή διάσταση σ’ αυτή τη ρητορική λειτουργία, που μπορεί να χρωματίσει κάθε έκφραση και, ίσως, κάθε συναίσθημα.
Κι εδώ ερχόμαστε στα «πιστεύω» που υπονοεί η συμπεριφορά: η κάθε συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης και της ειρωνικής.
Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι πρέπει να επιλέγουμε φίλους, κηπουρούς, συζύγους, κομμωτές, υδραυλικούς, συναδέλφους, πολιτικούς, εραστές, ηλεκτρολόγους, ζωγράφους, οδοντογιατρούς, ταβερνιάρηδες, μηχανικούς, συγγραφείς και ποιητές, ακολουθώντας το κριτήριο της ειρωνείας.
Εκεί που μας επιτρέπεται η επιλογή ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, είναι αναγκαίο να εντοπίζουμε εκείνο που είναι ικανό για ειρωνεία και να απορρίπτουμε το άλλο (διακρίνοντας πάντα ανάμεσα στην ειρωνεία και τον σαρκασμό).
Μόνον οι συμβολαιογράφοι και οι εφοριακοί δικαιούνται να μην έχουν την αίσθηση της ειρωνείας.
Το δυστύχημα είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιλέξει τους γονείς και τα παιδιά του μ’ αυτό το κριτήριο.
Εξω όμως από το οικογενειακό περιβάλλον, ο καθένας έχει τη δυνατότητα να οργανώσει τη συλλογική δομή της μικροκοινωνίας του με βάση αυτές τις αρχές. Σκεφτείτε να καταφέρναμε να ζήσουμε σε ένα ιδανικό χωριό, όπου η ειρωνεία θα είναι ανυπόστατο και μη κωδικοποιημένο μέρος του συστήματος επικοινωνίας. Για χάρη του, θα μπορούσαμε να αρνηθούμε την «Πόλη του Θεού», το «Βασίλειο της Δικαιοσύνης», τον «Κήπο της Εδέμ», το «Κολχόζ της Ισότητας», τη «Χώρα της Αφθονίας».
Πέρα από κάθε διάθεση μυθοποίησης, ίσως πρέπει να προσεγγίσουμε την ειρωνεία με ιδιαίτερη προσοχή, με μια κυκλωτική κίνηση, παρά να την αντιμετωπίσουμε κατάφατσα.
Αν την πλησιάσουμε στα ίσια, σε ανοιχτό πόλεμο, θα καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα φάντασμα. Κατά τη γνώμη μου χρειάζονται τρόποι τελείως διαφορετικοί, υπόγειοι, ανέντιμοι, σε μερικές περιπτώσεις λιπόψυχοι, με την ελπίδα να πετύχουμε, κάποτε, ικανοποιητικά αποτελέσματα.
ΥΓ. Αν κανείς σκεφτεί ότι το σημείωμα δεν πρέπει να θεωρηθεί σοβαρό γιατί είναι γραμμένο με ειρωνική διάθεση, το γεγονός αυτό δεν θα είναι η μικρότερη ικανοποίηση για όποιον το γράφει.
*Ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
Βέβαια, είναι χρήσιμο να δώσουμε μια σωστή διάσταση σ’ αυτή τη ρητορική λειτουργία, που μπορεί να χρωματίσει κάθε έκφραση και, ίσως, κάθε συναίσθημα.
Κι εδώ ερχόμαστε στα «πιστεύω» που υπονοεί η συμπεριφορά: η κάθε συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης και της ειρωνικής.
Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι πρέπει να επιλέγουμε φίλους, κηπουρούς, συζύγους, κομμωτές, υδραυλικούς, συναδέλφους, πολιτικούς, εραστές, ηλεκτρολόγους, ζωγράφους, οδοντογιατρούς, ταβερνιάρηδες, μηχανικούς, συγγραφείς και ποιητές, ακολουθώντας το κριτήριο της ειρωνείας.
Εκεί που μας επιτρέπεται η επιλογή ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, είναι αναγκαίο να εντοπίζουμε εκείνο που είναι ικανό για ειρωνεία και να απορρίπτουμε το άλλο (διακρίνοντας πάντα ανάμεσα στην ειρωνεία και τον σαρκασμό).
Μόνον οι συμβολαιογράφοι και οι εφοριακοί δικαιούνται να μην έχουν την αίσθηση της ειρωνείας.
Το δυστύχημα είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιλέξει τους γονείς και τα παιδιά του μ’ αυτό το κριτήριο.
Εξω όμως από το οικογενειακό περιβάλλον, ο καθένας έχει τη δυνατότητα να οργανώσει τη συλλογική δομή της μικροκοινωνίας του με βάση αυτές τις αρχές. Σκεφτείτε να καταφέρναμε να ζήσουμε σε ένα ιδανικό χωριό, όπου η ειρωνεία θα είναι ανυπόστατο και μη κωδικοποιημένο μέρος του συστήματος επικοινωνίας. Για χάρη του, θα μπορούσαμε να αρνηθούμε την «Πόλη του Θεού», το «Βασίλειο της Δικαιοσύνης», τον «Κήπο της Εδέμ», το «Κολχόζ της Ισότητας», τη «Χώρα της Αφθονίας».
Πέρα από κάθε διάθεση μυθοποίησης, ίσως πρέπει να προσεγγίσουμε την ειρωνεία με ιδιαίτερη προσοχή, με μια κυκλωτική κίνηση, παρά να την αντιμετωπίσουμε κατάφατσα.
Αν την πλησιάσουμε στα ίσια, σε ανοιχτό πόλεμο, θα καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα φάντασμα. Κατά τη γνώμη μου χρειάζονται τρόποι τελείως διαφορετικοί, υπόγειοι, ανέντιμοι, σε μερικές περιπτώσεις λιπόψυχοι, με την ελπίδα να πετύχουμε, κάποτε, ικανοποιητικά αποτελέσματα.
ΥΓ. Αν κανείς σκεφτεί ότι το σημείωμα δεν πρέπει να θεωρηθεί σοβαρό γιατί είναι γραμμένο με ειρωνική διάθεση, το γεγονός αυτό δεν θα είναι η μικρότερη ικανοποίηση για όποιον το γράφει.
*Ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.