Αναντιρρήτως
ήταν συγκινητικός ο χθεσινός αποχαιρετισμός της «Εφ.Συν.» στον Γιάννη
Καλαϊτζή. Τόσο, ώστε υποψιάζομαι πως δεν ενθουσίασε καθόλου τον ίδιο.
Μην ξεγελιέστε, το βέβηλο πενάκι του μας παρακολουθεί από κάποια γωνιά
και μας χλευάζει με ανεξίτηλες γραμμές. Το συγκλονιστικό κείμενο του
Περικλή Κοροβέση ξεγυμνώνει μια φιλία δεκαετιών, βασισμένη σε «ειδικούς»
κώδικες επικοινωνίας, που ορίζουν κάπως αλλιώς τα κατευόδια.
Ταυτοχρόνως μου βάζει ιδέες. Η παρακάτω ιστορία είναι πέρα για πέρα
αληθινή. Καρατσεκαρισμένη απ' τον Γιάννη, τον Περικλή και πλείστους
όσους αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες. Το ότι δεν ήμουν παρών προσδίδει
στη διήγηση πρόσθετη αντικειμενικότητα. Ιδού λοιπόν ο πραγματικός
Καλαϊτζής:
Σούρουπο ερχόταν συνήθως εδώ στην Κολοκοτρώνη με το σκίτσο του σε ριζόχαρτο. Τα παιδιά στο ατελιέ το σκανάριζαν και το «άνοιγαν» στον υπολογιστή να περάσει τα χρώματα. Ευπροσήγορος και ευγενής, είχε μια καλή κουβέντα για όλους. Γραφίστες και φωτοστοιχειοθέτες τον περίμεναν πώς και πώς. Ετρεφαν απεριόριστο σεβασμό προς το πρόσωπό του, όχι μόνο εξαιτίας της όποιας διαφοράς ηλικίας. Καθόταν στωικά στο γραφείο, αποπνέοντας ολύμπια ηρεμία κι εκεί που δεν το περίμενες πετούσε μια ατάκα να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια. Εκείνο το μουντό, φθινοπωρινό απόγευμα κυλούσε μονότονα όπως και τ' άλλα. Ωσπου χτύπησε το τηλέφωνό του. Το σταθερό. Αντάλλαξε δυο λόγια σιγανά με τον συνομιλητή του και ξαφνικά άρχισε να τραγουδά στεντορείως. «Πού να 'σαι αλήθεια το βράδυ αυτό που είμαι μόνος, μα τόσο μόνος».
Με έκδηλη απορία όλα τα βλέμματα στην κατάμεστη αίθουσα στράφηκαν πάνω του. Ο Γιάννης, όμως, ουδόλως πτοήθηκε. «...Και που μαζί μου παίζουν κρυφτό πότε η θλίψη και πότε ο πόνος» συνέχιζε σαν να μην τρέχει κάστανο. Κρατούσε το ακουστικό σαν μικρόφωνο ερμηνεύοντας το άσμα των Σουγιούλ - Τραϊφόρου με μεγαλύτερο πάθος κι απ' τη Δανάη. «...Πού να 'σαι αλήθεια το βράδυ αυτό που με χτυπάει τ' άγριο τ' αγέρι». Ηταν και καλλίφωνος ο μπαγάσας. «...Να 'ρθεις και μ' ένα φιλί καυτό να με γεμίσεις με καλοκαίρι». Στο ρεφρέν έδωσε τα ρέστα του. «Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι...».
Αναυδη παρακολουθούσε η ομήγυρις. Τσιμπιόντουσαν οι παριστάμενοι να πιστέψουν στα μάτια τους και τ' αυτιά τους, θεώρησαν ότι παλάβωσε για τα καλά και αδιαφόρησαν πλήρως. Ας έκαναν κι αλλιώς! Η κάπως ανορθόδοξη συναυλία εξακολουθούσε με πλουσιότατο ρεπερτόριο. Από τα ρετρό της παλιάς Αθήνας, πέρασε στα λαϊκά και η αυλαία έπεσε, έπειτα από μισή ώρα, με το «Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά». Αργότερα μας έδωσε μια άκρως πειστική εξήγηση για τη συμπεριφορά του. Να τι είχε συμβεί: Στην άλλη άκρη του σύρματος ο Κοροβέσης τού είπε: «Είμαι στην Ακράτα. Μόνος. Εξω έχει παλιόκαιρο. Εχω σφίξει τα ποτηράκια μου κι αισθάνομαι την ανάγκη να τραγουδήσω με κάποιον». Κι ο Καλαϊτζής προσφέρθηκε, ασφαλώς, δίχως δεύτερη σκέψη.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
efsyn.gr
Σούρουπο ερχόταν συνήθως εδώ στην Κολοκοτρώνη με το σκίτσο του σε ριζόχαρτο. Τα παιδιά στο ατελιέ το σκανάριζαν και το «άνοιγαν» στον υπολογιστή να περάσει τα χρώματα. Ευπροσήγορος και ευγενής, είχε μια καλή κουβέντα για όλους. Γραφίστες και φωτοστοιχειοθέτες τον περίμεναν πώς και πώς. Ετρεφαν απεριόριστο σεβασμό προς το πρόσωπό του, όχι μόνο εξαιτίας της όποιας διαφοράς ηλικίας. Καθόταν στωικά στο γραφείο, αποπνέοντας ολύμπια ηρεμία κι εκεί που δεν το περίμενες πετούσε μια ατάκα να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια. Εκείνο το μουντό, φθινοπωρινό απόγευμα κυλούσε μονότονα όπως και τ' άλλα. Ωσπου χτύπησε το τηλέφωνό του. Το σταθερό. Αντάλλαξε δυο λόγια σιγανά με τον συνομιλητή του και ξαφνικά άρχισε να τραγουδά στεντορείως. «Πού να 'σαι αλήθεια το βράδυ αυτό που είμαι μόνος, μα τόσο μόνος».
Με έκδηλη απορία όλα τα βλέμματα στην κατάμεστη αίθουσα στράφηκαν πάνω του. Ο Γιάννης, όμως, ουδόλως πτοήθηκε. «...Και που μαζί μου παίζουν κρυφτό πότε η θλίψη και πότε ο πόνος» συνέχιζε σαν να μην τρέχει κάστανο. Κρατούσε το ακουστικό σαν μικρόφωνο ερμηνεύοντας το άσμα των Σουγιούλ - Τραϊφόρου με μεγαλύτερο πάθος κι απ' τη Δανάη. «...Πού να 'σαι αλήθεια το βράδυ αυτό που με χτυπάει τ' άγριο τ' αγέρι». Ηταν και καλλίφωνος ο μπαγάσας. «...Να 'ρθεις και μ' ένα φιλί καυτό να με γεμίσεις με καλοκαίρι». Στο ρεφρέν έδωσε τα ρέστα του. «Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι...».
Αναυδη παρακολουθούσε η ομήγυρις. Τσιμπιόντουσαν οι παριστάμενοι να πιστέψουν στα μάτια τους και τ' αυτιά τους, θεώρησαν ότι παλάβωσε για τα καλά και αδιαφόρησαν πλήρως. Ας έκαναν κι αλλιώς! Η κάπως ανορθόδοξη συναυλία εξακολουθούσε με πλουσιότατο ρεπερτόριο. Από τα ρετρό της παλιάς Αθήνας, πέρασε στα λαϊκά και η αυλαία έπεσε, έπειτα από μισή ώρα, με το «Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά». Αργότερα μας έδωσε μια άκρως πειστική εξήγηση για τη συμπεριφορά του. Να τι είχε συμβεί: Στην άλλη άκρη του σύρματος ο Κοροβέσης τού είπε: «Είμαι στην Ακράτα. Μόνος. Εξω έχει παλιόκαιρο. Εχω σφίξει τα ποτηράκια μου κι αισθάνομαι την ανάγκη να τραγουδήσω με κάποιον». Κι ο Καλαϊτζής προσφέρθηκε, ασφαλώς, δίχως δεύτερη σκέψη.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.