"Γυρνούσα στους διαδρόμους. Χτυπάω εν τέλει στο 219: "Μήπως ξέρετε που είναι το 223;"...
«Εδώ, αλλά απέξω έχει την παλιά ταμπέλα. Τι θέλετε;». “Θέλω να μάθω σε ποιο στάδιο βρίσκεται ο έλεγχος της μελέτης και πότε περίπου υπολογίζετε να βγει ΦΕΚ. Περιμένουν επτά χρόνια οι κάτοικοι της περιοχής». «Λυπάμαι, την υπόθεση τη χειρίζεται η κ. τάδε». «Πού είναι;». «Σήμερα λείπει με αναρρωτική. Πάρτε την άλλη εβδομάδα»
Ιδρωμένος, καμιά πενηνταριά χρόνων. Το μπορντό «πόλο» μπλουζάκι είχε μεγάλους λεκέδες από άλατα. «Λυπάμαι, δεν είναι της αρμοδιότητός μου». Ποιος έχει την αρμοδιότητα; «Η κυρία τάδε στο 223». Περνάω στον διάδρομο δεξιά, τα νούμερα ανηφόριζαν. 237... Γυρνάω πίσω, κατηφόριζαν μεν, αλλά ξεκινούσαν από το 219. Πού διάολο είναι το 223; Ξανά στον ιδρωμένο κύριο. Μιλούσε στο τηλέφωνο. «Τι άλλα; Για πες τίποτα».
Κατέβηκα τις βρόμικες σκάλες. Κτήριο της δεκαετίας του 1970, είχε γλυμμένα, γυρτά σκαλιά, από αυτά που κινδυνεύει η ζωή σου όταν τα κατεβαίνεις, και μπαρουτοκαπνισμένους τοίχους από τα άπειρα τσιγάρα. Υποθέσεις αδιερεύνητες, στοιχειωμένες από λαμόγια που παρεμβαίνουν και τις σταματούν, σκεβρωμένες στις δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές πλεκτάνες.
Είχα αφήσει πολλές παραγγελίες σε διάφορα γραφεία για διάφορες υποθέσεις. «Ναι, βεβαίως, του το είπα, αλλά δεν πρόλαβε ο κ. γενικός να σας τηλεφωνήσει». Ο κ. γενικός ήταν ένας «παλαίουρας», τρακόσια χρόνια στο κουρμπέτι, ήξερε το σύστημα σαν την τσέπη του. Είχε περπατήσει πάνω σε άπειρες κυβερνήσεις, είχε αντιμετωπίσει δεκάδες τύπους του κόμματος που κυβερνούσε κάθε φορά, ήξερε ποιον να φοβάται, με ποιον να ψήσουν κοκορέτσια το Σάββατο στο εξοχικό (αυθαίρετο στη Βραυρώνα), ήξερε ποιος είναι του χεριού του και μπορούσε να τον ψαρώσει. Αυτό ακριβώς, αυτή η ειδική διορατικότητα να «κόβει και να μετρά», τον βοήθησε να προχωρήσει στη ιεραρχία. Σε αντίθεση με τον ιδρωμένο με το μπορντό πόλο, που απλώς καθόταν στην καρέκλα του.
Σκεφτόμουν τι πόροι ξοδεύονται για να αναμετρηθεί ο πολίτης είτε με τον ηλίθιο γραφειοκράτη, είτε με το «τσακάλι» γραφειοκράτη. Και πόσο εγώ μπορώ να παρακολουθήσω αυτή τη διαστροφή; Πόσο μπορώ να ελέγξω, με στοιχειώδη λογική, την άθροιση γραφειοκρατίας, διαφθοράς, ηλιθιότητας και κουτοπονηριάς; Τι ποσοστό κρίσης συγκεφαλαιώνεται σε αυτή την πραγματικότητα και μάλιστα πώς αυτή η σύμπτυξη, αυτή η πύκνωση κακού, αποδυναμώνει κάθε ερώτημα, κάθε ανάλυση, κάθε αντισυστημική κριτική, όταν το ίδιο το σύστημα του δημόσιου λόγου γλιστράει έξω απ' την ανάλυση, τη ρήξη, την εξήγηση.
Ο Αλέα είχε γυρίσει τον «Θάνατο ενός γραφειοκράτη». Αναφερόταν μεν στην αθώα Κούβα, θα μπορούσε όμως να τον στείλει κανείς σε μια υπηρεσία στην Αχαρνών. Ο Βασίλης Βαφέας επίσης είχε γυρίσει το «Ρεπό», μια σιωπηλή εμβάπτιση, μια ελεγεία στο ελληνικό τίποτα. Ένιωθα ότι όλο αυτό είναι μια παγίδα, μια πολιτική φρίκη, που επικάθεται στη μεγάλη πολιτική ματαίωση. Είναι μια λιτότητα δημόσιου χώρου, δικαιώματος, συλλογικών παραδοχών. Όχι λιτότητα οικονομικής φύσης, αλλά πολιτισμικής.
Παλιότερα, στην περιοχή άκμαζαν τα μαγαζιά με ακριβά είδη οικιακού εξοπλισμού, κρυφή ένδειξη οικοδομικής ακμής. Σαν να θέλαμε να στεγάσουμε με πάθος την ασκεπή καρδιά μας. Σήμερα πολλά έχουν κλείσει, άλλα σέρνονται. Η ανοικοδόμηση έχει ολοκληρωθεί. Κάλεσα ξανά το 213... Δεν απαντούσε...
από τήν Αυγή
«Εδώ, αλλά απέξω έχει την παλιά ταμπέλα. Τι θέλετε;». “Θέλω να μάθω σε ποιο στάδιο βρίσκεται ο έλεγχος της μελέτης και πότε περίπου υπολογίζετε να βγει ΦΕΚ. Περιμένουν επτά χρόνια οι κάτοικοι της περιοχής». «Λυπάμαι, την υπόθεση τη χειρίζεται η κ. τάδε». «Πού είναι;». «Σήμερα λείπει με αναρρωτική. Πάρτε την άλλη εβδομάδα»
Ιδρωμένος, καμιά πενηνταριά χρόνων. Το μπορντό «πόλο» μπλουζάκι είχε μεγάλους λεκέδες από άλατα. «Λυπάμαι, δεν είναι της αρμοδιότητός μου». Ποιος έχει την αρμοδιότητα; «Η κυρία τάδε στο 223». Περνάω στον διάδρομο δεξιά, τα νούμερα ανηφόριζαν. 237... Γυρνάω πίσω, κατηφόριζαν μεν, αλλά ξεκινούσαν από το 219. Πού διάολο είναι το 223; Ξανά στον ιδρωμένο κύριο. Μιλούσε στο τηλέφωνο. «Τι άλλα; Για πες τίποτα».
Κατέβηκα τις βρόμικες σκάλες. Κτήριο της δεκαετίας του 1970, είχε γλυμμένα, γυρτά σκαλιά, από αυτά που κινδυνεύει η ζωή σου όταν τα κατεβαίνεις, και μπαρουτοκαπνισμένους τοίχους από τα άπειρα τσιγάρα. Υποθέσεις αδιερεύνητες, στοιχειωμένες από λαμόγια που παρεμβαίνουν και τις σταματούν, σκεβρωμένες στις δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές πλεκτάνες.
Είχα αφήσει πολλές παραγγελίες σε διάφορα γραφεία για διάφορες υποθέσεις. «Ναι, βεβαίως, του το είπα, αλλά δεν πρόλαβε ο κ. γενικός να σας τηλεφωνήσει». Ο κ. γενικός ήταν ένας «παλαίουρας», τρακόσια χρόνια στο κουρμπέτι, ήξερε το σύστημα σαν την τσέπη του. Είχε περπατήσει πάνω σε άπειρες κυβερνήσεις, είχε αντιμετωπίσει δεκάδες τύπους του κόμματος που κυβερνούσε κάθε φορά, ήξερε ποιον να φοβάται, με ποιον να ψήσουν κοκορέτσια το Σάββατο στο εξοχικό (αυθαίρετο στη Βραυρώνα), ήξερε ποιος είναι του χεριού του και μπορούσε να τον ψαρώσει. Αυτό ακριβώς, αυτή η ειδική διορατικότητα να «κόβει και να μετρά», τον βοήθησε να προχωρήσει στη ιεραρχία. Σε αντίθεση με τον ιδρωμένο με το μπορντό πόλο, που απλώς καθόταν στην καρέκλα του.
Σκεφτόμουν τι πόροι ξοδεύονται για να αναμετρηθεί ο πολίτης είτε με τον ηλίθιο γραφειοκράτη, είτε με το «τσακάλι» γραφειοκράτη. Και πόσο εγώ μπορώ να παρακολουθήσω αυτή τη διαστροφή; Πόσο μπορώ να ελέγξω, με στοιχειώδη λογική, την άθροιση γραφειοκρατίας, διαφθοράς, ηλιθιότητας και κουτοπονηριάς; Τι ποσοστό κρίσης συγκεφαλαιώνεται σε αυτή την πραγματικότητα και μάλιστα πώς αυτή η σύμπτυξη, αυτή η πύκνωση κακού, αποδυναμώνει κάθε ερώτημα, κάθε ανάλυση, κάθε αντισυστημική κριτική, όταν το ίδιο το σύστημα του δημόσιου λόγου γλιστράει έξω απ' την ανάλυση, τη ρήξη, την εξήγηση.
Ο Αλέα είχε γυρίσει τον «Θάνατο ενός γραφειοκράτη». Αναφερόταν μεν στην αθώα Κούβα, θα μπορούσε όμως να τον στείλει κανείς σε μια υπηρεσία στην Αχαρνών. Ο Βασίλης Βαφέας επίσης είχε γυρίσει το «Ρεπό», μια σιωπηλή εμβάπτιση, μια ελεγεία στο ελληνικό τίποτα. Ένιωθα ότι όλο αυτό είναι μια παγίδα, μια πολιτική φρίκη, που επικάθεται στη μεγάλη πολιτική ματαίωση. Είναι μια λιτότητα δημόσιου χώρου, δικαιώματος, συλλογικών παραδοχών. Όχι λιτότητα οικονομικής φύσης, αλλά πολιτισμικής.
Παλιότερα, στην περιοχή άκμαζαν τα μαγαζιά με ακριβά είδη οικιακού εξοπλισμού, κρυφή ένδειξη οικοδομικής ακμής. Σαν να θέλαμε να στεγάσουμε με πάθος την ασκεπή καρδιά μας. Σήμερα πολλά έχουν κλείσει, άλλα σέρνονται. Η ανοικοδόμηση έχει ολοκληρωθεί. Κάλεσα ξανά το 213... Δεν απαντούσε...
από τήν Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.