Διαβάστε προσεκτικά την έκθεση Πισσαρίδη, το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», διαβάστε και το «Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» με το οποίο η κυβέρνηση θα διεκδικήσει τα 32 δισ. ευρώ από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Πάνω από 100 είναι οι άνθρωποι με τα βαριά βιογραφικά που ενεπλάκησαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στη σύνταξη των δυο πονημάτων και, παρότι δεν φέρουν την ευθύνη για το σύνολό τους, είναι προφανές ότι τους συνδέει η ίδια μαλθουσιανής φιλοσοφίας εκτίμηση: Η ελληνική κοινωνία έχει υψηλό βαθμό εξάρτησης από «κοινωνικές μεταβιβάσεις», όπως θα έγραφε ένας καθωσπρέπει νεοφιλελεύθερος, κι αυτό την κάνει αδρανή, ράθυμη, μη ενεργητική. Με λίγα λόγια, φταίνε οι άνεργοι για την ανεργία τους, οι μισθωτοί για τους χαμηλούς μισθούς τους, οι εργαζόμενοι για τις ανεπαρκείς δεξιότητές τους, οι φτωχοί για τη φτώχεια τους, οι ανάπηροι για τον κοινωνικό αποκλεισμό τους.
Τίποτα δεν λέγεται κυριολεκτικά έτσι, οι συντάκτες των εκθέσεων είναι καλά εκπαιδευμένοι στους λεκτικούς ακροβατισμούς και μπορούν να πουν, για παράδειγμα, ότι «το ισχύον σύστημα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος δεν διασφαλίζει επαρκή κίνητρα για επίσημη εργασία». Η να γράψουν: «Είναι συχνά περισσότερο συμφέρον για ένα δικαιούχο να διατηρήσει το οικογενειακό εισόδημά του μόλις κάτω από το όριο…». Και να επαναλάβουν σε άλλο σημείο ότι «Είναι κρίσιμο να διασφαλίζεται ότι η δομή του συστήματος παροχών δεν λειτουργεί ως αντικίνητρο για την εργασία». Και να προτείνουν τελικά «κίνητρα που αποθαρρύνουν την αδράνεια και ενθαρρύνουν τη συμμετοχή στην απασχόληση».
Σ’ αυτές τις φευγαλέες και προσεκτικές διατυπώσεις απεικονίζεται ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, το πιο ευάλωτο και τσακισμένο από τον μνημονιακό ολετήρα της προηγούμενης δεκαετίας, το οποίο θεωρείται περίπου λαθροβίωτο. Ζει και υπάρχει για να εξαπατήσει το «Πρυτανείο». Να αρπάξει τα κοινωνικά επιδόματα, να βουτήξει τα επιδόματα ανεργίας, σίτισης, στέγασης, θέρμανσης, την αποζημίωση ειδικού σκοπού, να λουφάρει όσο παίρνει, να φοροδιαφύγει και να εισφοροδιαφύγει βγάζοντας μαύρα μεροκάματα και γενικώς να περάσει ζωάρα, απρόθυμο να ενταχθεί στην αγορά εργασίας, να εμπλουτίσει την κατάρτιση και τις δεξιότητές του. Σε τελική ανάλυση, η υπερβολική εξάρτηση από το κοινωνικό κράτος κάνει την κοινωνία ράθυμη και αντιπαραγωγική. Κι αφού έχουμε αποφασίσει ότι το μείζον πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και η μειωμένη κινητικότητα του «απασχολήσιμου» (θυμάστε τον Κ. Σημίτη;) δυναμικού, πρέπει να υποβάλουμε την κοινωνία σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Κι εδώ κουμπώνει η κατά Μητσοτάκη υπερβολική εξάρτηση των μισθωτών από τους μισθούς τους. Είναι κι αυτό συνιστώσα του προβλήματος, επομένως κι αυτοί πρέπει να ενταχθούν στο πρόγραμμα απεξάρτησης, όχι απαραίτητα στεγνής και σκληρής, ενδεχομένως με θεραπεία υποκατάστατων.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι επιτροπές Πισσαρίδη και Σκυλακάκη χτύπησαν φλέβα, ανακαλύπτοντας τη ρίζα της αναπτυξιακής ανεπάρκειάς μας στις εξαρτήσεις εργαζόμενων, ευάλωτων και φτωχών από τους μισθούς και τα κοινωνικά επιδόματα, θα περίμενε κανείς να προτείνουν ανάλογα προγράμματα απεξάρτησης για την επιχειρηματική ελίτ: από τις αθρόες κρατικές ενισχύσεις, από τους πακτωλούς των κοινοτικών επιδοτήσεων, από τα σπαταλημένα 100 δισ. των ΕΣΠΑ των τελευταίων δεκαετιών γα τα οποία θρηνεί ακόμη και το ΙΟΒΕ, από τα τραπεζικά θαλασσοδάνεια, από τα δανεικά κι αγύριστα με εγγύηση Δημοσίου, από τη χαρισμένη και ακαταδίωκτη φοροκλοπή και εισφοροκλοπή, από το φέσωμα χιλιάδων εργαζομένων που μένουν απλήρωτοι και άνεργοι από αφερέγγυους και μπαταχτσήδες εργοδότες, από τις γενναιόδωρες κρατικές διασώσεις και το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας… Φευ, ουδεμία μέριμνα εντοπίζουμε στις προτάσεις, αντιθέτως, τουλάχιστον 12,5 δισ. ζεστά ευρώ θα δοθούν για ιδιωτικές επενδύσεις. Δυστυχώς, η οικονομική ολιγαρχία της χώρας αφήνεται εκτεθειμένη στην ολέθρια εξάρτησή της από το κράτος και στον κίνδυνο θανάτου από υπερβολική δόση δωρεάν χρήματος.
Το ισχύον σύστημα δεν διασφαλίζει επαρκή κίνητρα για επίσημη εργασία. Για παράδειγμα, η παροχή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, αλλά και πολλών άλλων επιδομάτων, διακόπτεται απότομα μόλις το εισόδημα υπερβεί ένα όριο. Είναι επομένως συχνά περισσότερο συμφέρον για ένα δικαιούχο του ΕΕΕ να διατηρήσει το οικογενειακό εισόδημά του μόλις κάτω από το όριο, είτε χωρίς να αναζητήσει επιπλέον εργασία, είτε εργαζόμενος επιπλέον ώρες άτυπα (αδήλωτα), παρά να αναζητήσει επιπλέον επίσημη εργασία.