Κλιμακώνοντας τις κυρώσεις εναντίον της Μόσχας ως αντίποινα για τη συνέχιση της αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη κλείνουν ένα κεφάλαιο στη ...
σχέση τους με τη μετακομμουνιστική Ρωσία. Αναγνωρίζουν δηλαδή ότι η 25ετής προσπάθεια να οικοδομηθούν νέοι δεσμοί με τη Ρωσία κατέρρευσε.
Όπως επισημαίνουν σε κύριο άρθρο τους οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, αν ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν αλλάξει στάση οι σχέσεις ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία θα είναι τα επόμενα χρόνια δύσκολες και επικίνδυνες.
Οι τελευταίες κυρώσεις που αποφασίστηκαν δεν θα γονατίσουν τη ρωσική οικονομία ούτε θα αναγκάσουν στο άμεσο μέλλον τη Μόσχα να σταματήσει να υποστηρίζει στρατιωτικά τους αυτονομιστές στην Ουκρανία. Ο στόχος των κυρώσεων αυτών είναι σημαντικοί τομείς της ρωσικής οικονομίας όπως η ενέργεια, η άμυνα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα ρωσικά αντίποινα είναι αναπόφευκτα. Και αυτό θα έχει κόστος για τις δυτικές επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με τη Ρωσία. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα υποστούν πλήγμα ακριβώς τη στιγμή που η ευρωζώνη ήλπιζε ότι τα χειρότερα έχουν τελειώσει.
Δεν υπάρχει λόγος πανικού, τονίζει η βρετανική εφημερίδα. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν θα επαναληφθεί, καθώς η σημερινή Ρωσία δεν έχει καμιά σχέση με τη χθεσινή σοβιετική υπερδύναμη. Διαθέτει μια μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, πυρηνικά όπλα και άφθονους φυσικούς πόρους, αλλά δεν μπορεί να συναγωνιστεί τις ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ασία, είναι ένας ελάσσων εταίρος της Κίνας.
Η βελτίωση του διεθνούς κλίματος είναι όμως πολύ δύσκολη αν δεν υπάρξει πολιτική αλλαγή στη Ρωσία. Ο Πούτιν δεν μπορεί να οικοδομήσει ένα σύγχρονο κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι η στάση του έγινε πιο επιθετική μετά τις διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας, το 2012. Ο,τι συνέβαινε με το Πολιτικό Γραφείο της ΕΣΣΔ συμβαίνει σήμερα με τον Πούτιν και το περιβάλλον του: ένας ανασφαλής μηχανισμός εξουσίας υιοθετεί μια αντιαμερικανική εξωτερική πολιτική επειδή το μόνο που μπορεί να κάνει στο εσωτερικό είναι να καταστείλει τις πολιτικές ελευθερίες.
Παρά τις θεωρίες συνωμοσίας που καλλιεργούν τα..
συνέχεια
... ρωσικά μέσα ενημέρωσης,
συνδέοντας τις νέες κυρώσεις με την απόφαση για τη Yukos, τα δύο
γεγονότα δεν συνδέονται μεταξύ τους. Εάν όμως συνυπολογιστούν οι
επιπτώσεις τους, το συμπέρασμα που απορρέει είναι ότι θα δυσκολέψουν
ακόμη περισσότερο οι προσπάθειες της Ρωσίας να εντάξει την οικονομία της
στην παγκόσμια οικονομία. Και αυτό θα την οδηγήσει σε περισσότερο
απομονωτισμό και περισσότερο αυταρχισμό.
Η ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής σημειώνεται σε μια στιγμή που οι συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία εισέρχονται στην πιο επικίνδυνη φάση τους. Και αυτό συμβαίνει όχι επειδή οι αυτονομιστές κερδίζουν, αλλά επειδή χάνουν.
Ο ουκρανικός στρατός έχει ανακαταλάβει τα δύο τρίτα των εδαφών που ήλεγχαν οι αντάρτες και ετοιμάζεται να κόψει τις οδικές συνδέσεις ανάμεσα στο Ντονιέτσκ και το Λουχάνσκ, τις πόλεις όπου έχουν αναζητήσει καταφύγιο οι αντάρτες, όπως και ανάμεσα στο Ντονιέτσκ και τα σύνορα με τη Ρωσία.
Οι εξελίξεις αυτές θέτουν ένα σοβαρό δίλημμα στον Πούτιν: έχοντας χρησιμοποιήσει την κρατική τηλεόραση για να πείσει τους Ρώσους ότι οι ρωσόφωνοι της ανατολικής Ουκρανίας αντιμετωπίζουν σοβαρή απειλή από τη «φασιστική» ηγεσία του Κιέβου, κινδυνεύει τώρα να φανεί αδύναμος αν αφήσει τους αντάρτες να χάσουν το παιχνίδι. Αν πάλι κλιμακώσει τη βοήθειά του προς τους αυτονομιστές, ή διατάξει μια στρατιωτική επέμβαση, θα αναγκάσει τη Δύση να λάβει ακόμη πιο αυστηρές κυρώσεις. Και αυτό μακροπρόθεσμα θα πλήξει την προεδρία του.
Όπως επισημαίνουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Πούτιν προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στους επιχειρηματίες, που εκφράζουν σε ιδιωτικό επίπεδο την ανησυχία τους για την απομόνωση της Ρωσίας, και τους εθνικιστές ιδεολόγους που τον παρακινούν να συνεχίσει να υποστηρίζει τους αυτονομιστές.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Ντμίτρι Τρένιν από το Carnegie Center της Μόσχας, το Κρεμλίνο πιστεύει ότι ο στόχος της Ουάσινγκτον δεν είναι η υποχώρησή του στο θέμα της Ουκρανίας, αλλά η ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν δια της οικονομικής οδού. Για τον ρώσο πρόεδρο, λέει ο Τρένιν, η μάχη για την Ουκρανία έχει μετατραπεί σε μια ευρύτερη μάχη για την ίδια τη Ρωσία.
Η ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής σημειώνεται σε μια στιγμή που οι συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία εισέρχονται στην πιο επικίνδυνη φάση τους. Και αυτό συμβαίνει όχι επειδή οι αυτονομιστές κερδίζουν, αλλά επειδή χάνουν.
Ο ουκρανικός στρατός έχει ανακαταλάβει τα δύο τρίτα των εδαφών που ήλεγχαν οι αντάρτες και ετοιμάζεται να κόψει τις οδικές συνδέσεις ανάμεσα στο Ντονιέτσκ και το Λουχάνσκ, τις πόλεις όπου έχουν αναζητήσει καταφύγιο οι αντάρτες, όπως και ανάμεσα στο Ντονιέτσκ και τα σύνορα με τη Ρωσία.
Οι εξελίξεις αυτές θέτουν ένα σοβαρό δίλημμα στον Πούτιν: έχοντας χρησιμοποιήσει την κρατική τηλεόραση για να πείσει τους Ρώσους ότι οι ρωσόφωνοι της ανατολικής Ουκρανίας αντιμετωπίζουν σοβαρή απειλή από τη «φασιστική» ηγεσία του Κιέβου, κινδυνεύει τώρα να φανεί αδύναμος αν αφήσει τους αντάρτες να χάσουν το παιχνίδι. Αν πάλι κλιμακώσει τη βοήθειά του προς τους αυτονομιστές, ή διατάξει μια στρατιωτική επέμβαση, θα αναγκάσει τη Δύση να λάβει ακόμη πιο αυστηρές κυρώσεις. Και αυτό μακροπρόθεσμα θα πλήξει την προεδρία του.
Όπως επισημαίνουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Πούτιν προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στους επιχειρηματίες, που εκφράζουν σε ιδιωτικό επίπεδο την ανησυχία τους για την απομόνωση της Ρωσίας, και τους εθνικιστές ιδεολόγους που τον παρακινούν να συνεχίσει να υποστηρίζει τους αυτονομιστές.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Ντμίτρι Τρένιν από το Carnegie Center της Μόσχας, το Κρεμλίνο πιστεύει ότι ο στόχος της Ουάσινγκτον δεν είναι η υποχώρησή του στο θέμα της Ουκρανίας, αλλά η ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν δια της οικονομικής οδού. Για τον ρώσο πρόεδρο, λέει ο Τρένιν, η μάχη για την Ουκρανία έχει μετατραπεί σε μια ευρύτερη μάχη για την ίδια τη Ρωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.