Πανούργος, πολυμήχανος, πολιτικός αλαργινού βεληνεκούς, οβίδα απασφαλισμένη, βλήμα του πυροβολικού ο ΘΑμαράθ παραπλανά τους δανειστές, γράφει στα παλιά του υποδήματα τα θέσφατά τους για να μας απαλλάξει απ' τα δεινά. Και καθότι σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη κοσμούν τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, κρατά ερμητικά κλεισμένα μέσα του τα παθοβολήματά του. Κι ο αχάριστος λαός τον ανταμείβει προκρίνοντας τον μισητό αντίπαλο στις δημοσκοπήσεις και μάλιστα με διψήφια ποσοστά.
Εκτίνει ποινήν, ειργμόν, καθώς το πόπολο τον ποτίζει με το κώνειο της αγνωμοσύνης. Ανθρωπος είναι κι αυτός, βρε αδελφέ, σιχτιριάζεται, φτάνει στο αμήν κι αρχίζει τότε την κρεβατομουρμούρα: «Εγώ σας λέω ότι δυο χρόνια τώρα τα σκίζω τα μνημόνια, μήνα μήνα, βδομάδα βδομάδα, μέρα μέρα, σελίδα σελίδα, λεπτό με λεπτό». Απευθύνεται, όμως, εις ώτα μη ακουόντων. «Πού να προλάβει κανείς να τα διαβάσει τόσα πολλά» αδράζει την ευκαιρία ο Χρυσοχολίδης.Τα κάνει χαρτοπόλεμο τα μνημόνια και τα αφιλότιμα δεν τελειώνουν ποτέ. Μόλις χθες ακρίτως η Κριστίν προανήγγειλε ακόμα ένα. Τον μύθο του Σίσυφου μού φέρνει στον νου. Καμιά σχέση, βέβαια, διότι Σίσυφος σημαίνει πολύ σοφός και ουχί δοκησίσοφος όπως η αφεντιά του. Παρότι γιος του Αιόλου και της Εναρέτης, βγήκε τζαναμπέτης ο βασιλεύς της Εφύρας, κατά Κόρινθο μεριά. Μπάνισε τον Δία να αποπλανεί την Αίγινα και σφύριξε τα καθέκαστα στον ποταμό Ασωπό, τον πατέρα της μικράς, που την αναζητούσε περίλυπος στις ρούγες.
Ρουφιάνεψαν τον ρουφιάνο στον νεφελεγηρέτη που τον έστειλε ολοσούμπιτο στον Αδη. Ο Σίσυφος είχε προβλέψει την οργή του θεού και δασκάλεψε τη Μερόπη, τη γυναίκα του, να μην του κάνει σπονδές και μνημόσυνα. «Στα πούπουλα και τα μαλάματα την είχα τόσα χρόνια κι αυτή δεν μου χαλαλίζει ούτε ένα τρισάγιο» έλεγε και ξανάλεγε δήθεν τσαντισμένος στον Χάροντα. «Ασε με να πάω να την τιμωρήσω και μόλις βγάλω το άχτι μου ξαναγυρίζω». Τον συμπονά εκείνος και του χορηγεί τριήμερη έξοδο.
Αλλά δεν ήτανε κορόιδο να επιστρέψει ο Κορίνθιος. Του τη στήνει μάλιστα σε δύσβατα περάσματα με κάτι καλόπαιδα, μπράβους στο καζίνο Λουτρακίου, και καθώς ερχόταν να τον κόψει με το δρεπάνι, τον τυλίγουν σε σιδερένιο δίχτυ και τον φυλακίζουν σε μια αετοφωλιά. Για καιρό δεν πέθαινε κανείς. Γραφεία τελετών, ιερείς, ψαλτάδες, ανθοπώλες, παραγωγοί κονιάκ και μοιρολογίστρες σκαρφαλώνουν μια και δυο στον Ολυμπο να κάνουν τα παράπονα στον Δία. «Κεσάτια πρόεδρε! Ετσι που το πάει ο Σίσυφος θα βάλουμε λουκέτο στα μαγαζιά. Κάνε κάτι για την επανεκκίνηση της οικονομίας». Καταδικάστηκε, λοιπόν, εις τον αιώνα τον άπαντα να ανεβάζει ολημερίς μια κοτρόνα στο βουνό που το βράδυ κυλάει κάτω. Για να μην του μένει χρόνος να επινοήσει παρόμοιες μηχανές. Η διαφορά τους: Ο Σίσυφος ταλαιπωρείται επειδή πρόσφερε στους θνητούς την αθανασία ενώ ο ΘΑμαράθ διότι παρέχει στον αθάνατο ελληνικό λαό την ευθανασία. Τα μετέωρα τους συντρέχουν με καλοσύνες.
Μετέωρος meteoros@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.