Ολέθρια επιλογή η διάσπαση δυνάμεων...
Ο Τούρκος πρωθυπουργός με δική του
πρωτοβουλία επικοινωνεί τηλεφωνικώς με τον Ελληνα πρωθυπουργό και του
λέει ότι το περιστατικό στα Ιμια δεν ήταν εσκεμμένο από
την πλευρά της Τουρκίας και σε μια ένδειξη καλών προθέσεων συμφωνεί ότι
πρέπει να οικοδομηθούν μέτρα εμπιστοσύνης. Πόσες φορές από το 1974 έχει
ξεκινήσει μια τέτοιου τύπου διαδικασία ανάμεσα στις δύο χώρες και πόσες
φορές έχει σταματήσει για να συνεχιστεί λίγο αργότερα με αφορμή κάποιο
άλλο επεισόδιο; Εχω χάσει το μέτρημα.
Την ίδια στιγμή, το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας με ανακοίνωση του αναφέρει ότι τα Ιμια (Καρντάκ για τους γείτονες) ανήκουν στην Τουρκία και κατηγορεί την Ελλάδα ότι παραπλανά την κοινή γνώμη.
Λίγο νωρίτερα ο Ερντογάν δήλωνε ότι «τα δικαιώματά μας είναι ίδια στην Αφρίν, στην Κύπρο, στο Αιγαίο». Η απόσταση ανάμεσα στο συμφιλιωτικό πνεύμα του Γιλντιρίμ, στην ακραία τοποθέτηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών και στους επιθετικούς υπαινιγμούς του Ερντογάν είναι μεγάλη.
Γεννάται το ερώτημα. Τι έχουμε εδώ; Διπλή γλώσσα σκοπίμως; Ερασιτεχνική διαχείριση από τους μηχανισμούς εξουσίας εξαιτίας των πληγμάτων που έχουν υποστεί από τις διώξεις του καθεστώτος Ερντογάν; Σύγκρουση μεταξύ των κέντρων που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας; Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με την κλασική πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα...
Την ίδια στιγμή, το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας με ανακοίνωση του αναφέρει ότι τα Ιμια (Καρντάκ για τους γείτονες) ανήκουν στην Τουρκία και κατηγορεί την Ελλάδα ότι παραπλανά την κοινή γνώμη.
Λίγο νωρίτερα ο Ερντογάν δήλωνε ότι «τα δικαιώματά μας είναι ίδια στην Αφρίν, στην Κύπρο, στο Αιγαίο». Η απόσταση ανάμεσα στο συμφιλιωτικό πνεύμα του Γιλντιρίμ, στην ακραία τοποθέτηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών και στους επιθετικούς υπαινιγμούς του Ερντογάν είναι μεγάλη.
Γεννάται το ερώτημα. Τι έχουμε εδώ; Διπλή γλώσσα σκοπίμως; Ερασιτεχνική διαχείριση από τους μηχανισμούς εξουσίας εξαιτίας των πληγμάτων που έχουν υποστεί από τις διώξεις του καθεστώτος Ερντογάν; Σύγκρουση μεταξύ των κέντρων που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας; Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με την κλασική πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα...
συνέχεια
Πολλοί χαρακτηρίζουν τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν απρόβλεπτο. Αλλάζει τακτικές, συμμαχίες, ρητορική. Ο χτεσινός εχθρός γίνεται φίλος μέχρι να αποφασίσει ότι κι αυτό δεν ισχύει και να επιστρέψει στην προηγούμενη θέση του. Μας καλούν να θυμηθούμε τις μέρες που ήταν εδώ για επίσημη επίσκεψη. Σκληρός το πρωί, μετρημένος το μεσημέρι, διαλλακτικός το βράδυ.
Συνεπώς, δεν πρέπει να παίρνουμε τοις μετρητοίς ούτε τα φιλικά ανοίγματά του ούτε την εμπρηστική συμπεριφορά του. Φοβάμαι ότι αυτή η ανάλυση είναι προβληματική. Οπως έχει αποδειχτεί, η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα είναι σταθερή στον κεντρικό πυρήνα της και εμπλουτίζεται περιφερειακά με καινούργιες αξιώσεις.
Οποιος κι αν κυβερνά (στρατηγοί, κεμαλιστές, ισλαμιστές), ο στόχος παραμένει ο ίδιος. Η συγκεκριμένη στρατηγική άλλοτε υποχωρεί (όταν η Τουρκία θέλει να αποκτήσει προσβάσεις στην Ευρώπη) και άλλοτε κατατίθεται με εμφατικό τρόπο (όταν οι κυβερνήσεις της αντιμετωπίζουν εσωτερικά προβλήματα και επιλέγουν τη γραμμή του αντιπερισπασμού).
Ωστόσο, οι τουρκικές ελίτ δεν πρόκειται να την εγκαταλείψουν. Είναι η εθνική στρατηγική τους. Οποτε η ελληνική πλευρά έμπαινε με καλή διάθεση σε λογικές συνεννόησης πιστεύοντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για εκλογίκευση των σχέσεων, διαπίστωνε ότι η Τουρκία με την πρώτη ευκαιρία επανερχόταν στις διεκδικήσεις της, φορτώνοντας την ατζέντα με νέα ζητήματα.
Αυτό συνέβη και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και με τον Ανδρέα Παπανδρέου και με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και με τον Κώστα Σημίτη. Ολοι, είτε πήραν την πρωτοβουλία για να ξεκινήσουν προσπάθειες διευθέτησης των διαφορών, είτε ανταποκρίθηκαν στις προσκλήσεις των Τούρκων για διάλογο, είτε υπέκυψαν στις πιέσεις του ΝΑΤΟ για εξομάλυνση της κατάστασης, κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι η Τουρκία δεν το κουνάει ρούπι.
Ολοι οι Ελληνες πρωθυπουργοί επιχείρησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τα βρουν με τους γείτονες.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρά τα όσα δημοσίως λέγονταν τότε –ότι το μόνο ανοικτό θέμα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας–, δέχθηκε να ενταχθούν στις συζητήσεις και άλλα ζητήματα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ακούμπησε το κυπριακό στο ράφι ώστε να φύγει από τη μέση ένα ακανθώδες θέμα για να οδηγηθεί λίγο αργότερα στη θέση «μη διάλογος, μη πόλεμος».
Οι σχέσεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τους Τούρκους πολιτικούς ήταν εξαιρετικές σε προσωπικό επίπεδο, αλλά τα προβλήματα δεν λύθηκαν. Ο Κώστας Σημίτης μετά την περιπέτεια των Ιμίων (προδότη τον αποκαλούσαν οι νεοδημοκράτες) και τη συμφωνία της Μαδρίτης (για μερικούς συντρόφους του ήταν η δεύτερη μεγάλη υποχώρηση του ελληνισμού μετά το 1922!), προκειμένου να αφαιρέσει κάθε πρόσχημα από τους Ευρωπαίους, απέσυρε τις ενστάσεις της Ελλάδας για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οι Ευρωπαίοι αποκαλύφθηκαν, αλλά οι Τούρκοι δεν μετακινήθηκαν. Φαίνεται πως τις ίδιες προσδοκίες είχε και ο Α. Τσίπρας. Κι αυτός γρήγορα συνειδητοποίησε πως απέναντί του έχει πολιτικούς έτοιμους να συνομιλήσουν για τα πάντα, αλλά τελείως απρόθυμους να κάνουν σκόντο στις απαιτήσεις τους.
Οι Τούρκοι ηγέτες όλων των αποχρώσεων (χτες, σήμερα, αύριο) έχουν καταστήσει σαφές τι ακριβώς επιδιώκουν. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να δεχθούν να μείνουν έξω από την επιχείρηση εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων στο Αιγαίο και στην κυπριακή ΑΟΖ. Το μήνυμά τους είναι σαφές: Ή και εμείς στο κόλπο ή κανένας.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει γραμμή αντιπαράθεσης ή να κόψει τις γέφυρες με την Τουρκία, όπως συστήνουν εκείνοι που ο Βλάσης Γαβριηλίδης στην εποχή του αποκαλούσε «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες». Πρέπει, όμως, να εξορίσει τις αυταπάτες, να χτίσει γερές συμμαχίες, να παίξει το ευρωπαϊκό χαρτί και κυρίως να κλείσει τα άλλα μέτωπα στην περιοχή (Μακεδονικό, Αλβανία). Με διασπασμένες τις δυνάμεις της, κινδυνεύει να χάσει παντού...
Τάσος Παππάς
Πολλοί χαρακτηρίζουν τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν απρόβλεπτο. Αλλάζει τακτικές, συμμαχίες, ρητορική. Ο χτεσινός εχθρός γίνεται φίλος μέχρι να αποφασίσει ότι κι αυτό δεν ισχύει και να επιστρέψει στην προηγούμενη θέση του. Μας καλούν να θυμηθούμε τις μέρες που ήταν εδώ για επίσημη επίσκεψη. Σκληρός το πρωί, μετρημένος το μεσημέρι, διαλλακτικός το βράδυ.
Συνεπώς, δεν πρέπει να παίρνουμε τοις μετρητοίς ούτε τα φιλικά ανοίγματά του ούτε την εμπρηστική συμπεριφορά του. Φοβάμαι ότι αυτή η ανάλυση είναι προβληματική. Οπως έχει αποδειχτεί, η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα είναι σταθερή στον κεντρικό πυρήνα της και εμπλουτίζεται περιφερειακά με καινούργιες αξιώσεις.
Οποιος κι αν κυβερνά (στρατηγοί, κεμαλιστές, ισλαμιστές), ο στόχος παραμένει ο ίδιος. Η συγκεκριμένη στρατηγική άλλοτε υποχωρεί (όταν η Τουρκία θέλει να αποκτήσει προσβάσεις στην Ευρώπη) και άλλοτε κατατίθεται με εμφατικό τρόπο (όταν οι κυβερνήσεις της αντιμετωπίζουν εσωτερικά προβλήματα και επιλέγουν τη γραμμή του αντιπερισπασμού).
Ωστόσο, οι τουρκικές ελίτ δεν πρόκειται να την εγκαταλείψουν. Είναι η εθνική στρατηγική τους. Οποτε η ελληνική πλευρά έμπαινε με καλή διάθεση σε λογικές συνεννόησης πιστεύοντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για εκλογίκευση των σχέσεων, διαπίστωνε ότι η Τουρκία με την πρώτη ευκαιρία επανερχόταν στις διεκδικήσεις της, φορτώνοντας την ατζέντα με νέα ζητήματα.
Αυτό συνέβη και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και με τον Ανδρέα Παπανδρέου και με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και με τον Κώστα Σημίτη. Ολοι, είτε πήραν την πρωτοβουλία για να ξεκινήσουν προσπάθειες διευθέτησης των διαφορών, είτε ανταποκρίθηκαν στις προσκλήσεις των Τούρκων για διάλογο, είτε υπέκυψαν στις πιέσεις του ΝΑΤΟ για εξομάλυνση της κατάστασης, κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι η Τουρκία δεν το κουνάει ρούπι.
Ολοι οι Ελληνες πρωθυπουργοί επιχείρησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τα βρουν με τους γείτονες.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρά τα όσα δημοσίως λέγονταν τότε –ότι το μόνο ανοικτό θέμα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας–, δέχθηκε να ενταχθούν στις συζητήσεις και άλλα ζητήματα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ακούμπησε το κυπριακό στο ράφι ώστε να φύγει από τη μέση ένα ακανθώδες θέμα για να οδηγηθεί λίγο αργότερα στη θέση «μη διάλογος, μη πόλεμος».
Οι σχέσεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τους Τούρκους πολιτικούς ήταν εξαιρετικές σε προσωπικό επίπεδο, αλλά τα προβλήματα δεν λύθηκαν. Ο Κώστας Σημίτης μετά την περιπέτεια των Ιμίων (προδότη τον αποκαλούσαν οι νεοδημοκράτες) και τη συμφωνία της Μαδρίτης (για μερικούς συντρόφους του ήταν η δεύτερη μεγάλη υποχώρηση του ελληνισμού μετά το 1922!), προκειμένου να αφαιρέσει κάθε πρόσχημα από τους Ευρωπαίους, απέσυρε τις ενστάσεις της Ελλάδας για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οι Ευρωπαίοι αποκαλύφθηκαν, αλλά οι Τούρκοι δεν μετακινήθηκαν. Φαίνεται πως τις ίδιες προσδοκίες είχε και ο Α. Τσίπρας. Κι αυτός γρήγορα συνειδητοποίησε πως απέναντί του έχει πολιτικούς έτοιμους να συνομιλήσουν για τα πάντα, αλλά τελείως απρόθυμους να κάνουν σκόντο στις απαιτήσεις τους.
Οι Τούρκοι ηγέτες όλων των αποχρώσεων (χτες, σήμερα, αύριο) έχουν καταστήσει σαφές τι ακριβώς επιδιώκουν. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να δεχθούν να μείνουν έξω από την επιχείρηση εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων στο Αιγαίο και στην κυπριακή ΑΟΖ. Το μήνυμά τους είναι σαφές: Ή και εμείς στο κόλπο ή κανένας.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει γραμμή αντιπαράθεσης ή να κόψει τις γέφυρες με την Τουρκία, όπως συστήνουν εκείνοι που ο Βλάσης Γαβριηλίδης στην εποχή του αποκαλούσε «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες». Πρέπει, όμως, να εξορίσει τις αυταπάτες, να χτίσει γερές συμμαχίες, να παίξει το ευρωπαϊκό χαρτί και κυρίως να κλείσει τα άλλα μέτωπα στην περιοχή (Μακεδονικό, Αλβανία). Με διασπασμένες τις δυνάμεις της, κινδυνεύει να χάσει παντού...
Τάσος Παππάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.