Το θέμα, προφανώς, δεν είναι νέο και δεν περιορίζεται μόνον στις συνταγματικές πλευρές της έντασης μεταξύ ελευθερίας της έκφρασης και θρησκείας. Στην Αμερική ήδη από το 1952 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει στην υπόθεση Joseph Burstyn Inc. κατά Wilson, 343 U.S. 495 (1952) ότι ο νόμος περί βλασφημίας της Πολιτείας της Νέας Υόρκης αποτελούσε αντισυνταγματικό περιορισμό της ελευθερίας του λόγου.
Κατά την απόφαση, «δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης στο έθνος μας να καταστείλει πραγματικές ή φανταστικές επιθέσεις κατά ενός θρησκευτικού δόγματος, είτε εμφανίζονται σε δημοσιεύσεις, ομιλίες είτε σε κινηματογραφικές ταινίες.» Στην Ευρώπη, αντιθέτως, εξακολουθούν να επιβιώνουν, κυρίως ανεφάρμοστοι, νόμοι περί βλασφημίας. Μόλις το 2018 Μητροπολίτης είχε ασκήσει μήνυση με βάση το άρθρο 198 του Ποινικού Κώδικα για κακόβουλη βλασφημία, ζητώντας να απαγορευθεί η παράσταση του μιούζικαλ «Ιησούς Χριστός Σούπερσταρ».
Η διάταξη αυτή καταργήθηκε το 2019, με το νέο Ποινικό Κώδικα που ψηφίσθηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ είχε αναγγείλει την επαναφορά του, για να αποσύρει τελικά κατόπιν των αντιδράσεων τη σχετική ρύθμιση.
Την τελευταία περίοδο, πάντως, χωρίς να λείπουν οι περιπτώσεις αντίδρασης για καλλιτεχνικά έργα που θεωρήθηκαν προσβλητικά για τη χριστιανική θρησκεία (στα καθημάς για τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Μάρτιν Σκορσέζε και το «ανίερο γλυπτό» του Τιερί ντε Κορντιέ το 2003) το κέντρο του ενδιαφέροντος μονοπωλείται από την αμφισβήτηση της ελευθερίας έκφρασης λογοτεχνικών έργων (πχ. «Απαγορευμένοι στίχοι») ή χιουμοριστικών απεικονίσεων σχετικών με το Ισλάμ.
Προφανώς αυτό οφείλεται αφενός στην άνοδο του μαχητικού, ενίοτε και τρομοκρατικού, ισλαμισμού, και αφετέρου στην ταυτοτική σύγκρουση στο εσωτερικό των κοινωνιών μας για την υποδοχή και ένταξη μεταναστών και προσφύγων, από τις μουσουλμανικές χώρες και όχι μόνον.
Η πιο ενδεικτική περίπτωση, μέχρι τουλάχιστον την τραγωδία στο CharlieHebdo, ήταν τα περιβόητα «μουσουλμανικά σκίτσα» της δανέζικης εφημερίδας Jutland Post. Μολονότι η εφημερίδα κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε τα σκίτσα κατά την πρακτική των αντισημιτών να εμφανίζουν στρεβλά στερεότυπα Εβραίων με γαμψή μύτη, αρπακτικά μάτια κ.λ.π. στο πλαίσιο της «αποανθρωποποίησης» (dehumanisation) τους, σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη της η δημοσίευση τους συνιστούσε ένα τεστ για την ύπαρξη ή όχι αυτολογοκρισίας επιβαλλόμενης από τον ισλαμισμό στην κοινωνία της Δανίας.
Ο απόηχος του πειράματος πάντως τροφοδότησε νέες, απαράδεκτες περιπτώσεις αυτολογοκρισίας. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα από χώρες υπεράνω κάθε υποψίας: Την επαύριο της δημοσίευσης η γκαλερί Tate του Λονδίνου απέσυρε ένα έργο του avant-garde καλλιτέχνη John Latham που απεικόνιζε κατακομματιασμένα το Κοράνι, τη Βίβλο και το Ταλμούδ. Ο εκδοτικός οίκος του Πανεπιστημίου Yale αρνήθηκε να αναδημοσιεύσει τα σκίτσα, στο πλαίσιο ενός βιβλίου του καθηγητή Klausen για αυτό καθεαυτό το θέμα.
Η εφημερίδα υπερασπίσθηκε την απόφαση της για δημοσίευση των σκίτσων με το εξής σκεπτικό: «οι σκιτσογράφοι αντιμετώπισαν το Ισλάμ με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζουν τον Χριστιανισμό, τον Βουδισμό, τον Ινδουισμό και άλλες θρησκείες. Και αντιμετωπίζοντας τους μουσουλμάνους στη Δανία ως ίσους, έστειλαν το μήνυμα: Σας ενσωματώνουμε στη δανέζικη παράδοση της σάτιρας επειδή είστε μέρος της κοινωνίας μας και όχι ξένοι. Οι γελοιογραφίες εντάσσουν τους μουσουλμάνους στην κοινωνία, δεν τους αποκλείουν.»
Ενώ από νομική/συνταγματική άποψη ο ισχυρισμός αυτός είναι ακριβής και στεγανός, από πολιτική παραβλέπει το προφανές ότι δεν αποτελεί το ίδιο ζήτημα η ένταξη των βουδιστών και των μουσουλμάνων στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες, ούτε στην ουσία της ούτε στα συμφραζόμενα της.
Για το λόγο αυτό (και για να είμαστε ρεαλιστές και από το φόβο των αντιποίνων των φανατικών) τελικά η Jutland Post ζήτησε συγγνώμη από τους μουσουλμάνους ανά τον κόσμο. Σε μία ειδική δίγλωσση έκδοση, στα αραβικά και στα δανέζικα έγραψε ότι τα σκίτσα «δεν είχαν σκοπό να προσβάλλουν, ούτε ήταν σε αντίθεση με τη δανέζικη νομοθεσία, αλλά έχουν αναμφισβήτητα προσβάλει πολλούς μουσουλμάνους και για αυτό ζητάμε συγγνώμη.»
Ποια είναι τα συμπεράσματα που αντλώ από τη σύντομη και προφανώς ελλειπτική αυτή περιήγηση; προφανώς έχουμε ένα πρωταρχικό καθήκον αντίστασης στο σκοταδισμό, σε κάθε περίπτωση που προσπαθεί να καταπνίξει την ελευθερία της έκφρασης. Αυτή είναι η βάση ύπαρξης της δημοκρατίας και των πάσης φύσεως ελευθεριών μας.
Όσοι όμως μετέχουμε στο δημόσιο λόγο, έχουμε και μία δευτερεύουσα, πολιτική και προσωπική, όχι νομική, υποχρέωση να εκφραζόμαστε με ενσυναίσθηση για την πίστη και τις ευαισθησίες των άλλων. Ό,τι είναι ιερό για μερικούς πρέπει να είναι σεβαστό από όλους. Η δεύτερη αυτή υποχρέωση δεν αντιφάσκει με την θεμελιώδη πρώτη. Αντιθέτως, την ενισχύει. Αποτελεί το μοναδικό τρόπο να αναδεικνύεται ορθολογικά η ουσία της κάθε είδους αντιπαράθεσης, αντί να συσκοτίζεται συναισθηματικά το εκάστοτε διακύβευμα.