Για τη λαϊκή σοφία, όπως συμπυκνώνεται σε παροιμίες για να παραδοθεί σαν αξίωμα και σαν μάθημα, έχει πολλά να σκεφτεί κανείς. Για τις αντιφάσεις της, πραγματικές ή φαινομενικές, την κάποια συντηρητικότητά της, τον κατά βάση αρρενοκρατικό χαρακτήρα της, που ενίοτε της στενεύει τον ορίζοντα, για την αντοχή των διαπιστώσεων και των διακηρύξεών της στο πέρασμα του χρόνου. Πώς θα χαρακτηρίσουμε αυτή την αντοχή, αδιάσειστο τεκμήριο συνέχειας ή κατ’ αναλογίαν δημιούργημα (ίδιος ο καθοριστικά δρων τόπος, ανάλογα τα αισθήματα, παρόμοιο το συμπέρασμα), εξαρτάται από τη σχολή στην οποία θητεύουμε. Αν λείψει ο φανατισμός, μάλλον θα καταλήξουμε στη σκέψη ότι και το «άγχος της συνέχειας» είναι πνιγηρό και αντιπνευματικό, και η ιδεοληπτική άρνηση της παράδοσης (η οποία μπορεί να υπερβαίνει τους αιώνες) εθελοτυφλεί και βαριακούει.
Για να το δούμε συγκεκριμένα, ας σταθούμε σε ό,τι άρχισε να μας βασανίζει προτού καν σταθεί στα πόδια του το νεοελληνικό κράτος: στα δάνεια. Οδηγός ο καταλληλότερος, ο Νικόλαος Πολίτης, και οι δυστυχώς ανολοκλήρωτες «Παροιμίες» του. Στα λήμματα δανείζομαι/δανείζου/δανεικός/δάνειον ο Πολίτης συγκεντρώνει καμιά πενηνταριά παροιμίες από κάθε γωνιά (και εποχή) της Ελλάδας: πικρόχολες, περιγελαστικές, αυστηρές, πονηρούτσικες, όπως η κερκυραϊκή: «Να ’ταν καλά τα δανεικά, εδανείζανε και τσι γυναίκες».
Αποφαίνεται μία εξ αυτών, με τρόπο που θα τον έλεγε κάποιος δογματικό, αν η αλήθεια της δεν ήταν ολοφάνερη: «Τα δανεικά κάνουν σκλάβους τους ανθρώπους». Σημειώνει ο Πολίτης: «Παράφρασις της αρχαίας γνώμης: “Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί”». Το «παράφρασις» δεν θέλει να πει ότι ο νεότερος Ελληνας γνώριζε την πίστη του αρχαίου Ελληνα και απλώς τη μετέφερε στον δικό του γλωσσικό χωροχρόνο. Θα είχε τόσα περιστατικά υπόψη του, θα είχε τραβήξει και ο ίδιος του λιναριού τα πάθη, που δεν είχε ανάγκη τον έτοιμο αρχαίο λόγο για να δώσει λεκτική μορφή στα αισθήματά του. Αναλόγως, ο νεοέλληνας δεν χρειαζόταν να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την «Ορέστεια» του Αισχύλου για να κατασταλάξει στο «παθός και μαθός», δηλαδή στην ίδια πεποίθηση που επίμονα καταθέτει ο τραγωδός.
Περίπου το ίδιο συμβαίνει με μια βυζαντινή παροιμία και μια...
συνέχεια
...νεότερη κεφαλλονίτικη. «Εδανειζόμην και ήσθιον, και έλεγον ως ο θεός μοι πέμπει ταύτα· ήλθε καιρός αποδούναι, και έλεγον ως ο θεός μοι ωργίσθη», ομολογούσε ο Βυζαντινός, καλός χριστιανός όπως φαίνεται, αν και ολίγον παραδόπιστος. Τα ίδια λέει μερικούς αιώνες αργότερα ο επίσης ευσεβής χριστιανός Κεφαλλονίτης, έμμετρα μάλιστα αυτός και ομοιοκατάληκτα: «Εδανειζόμουν κι έτρωγα, κι έλεγα ο θιος μ’ ευχήθη· / μα ’ρτε καιρός και πλήρωσα κι είπα ο θιος μ’ ωργίσθη». Ιδιες σκέψεις, άλλες λέξεις. Αν ήταν έμμετρη η βυζαντινή παροιμία (άρα ευκολότερα απομνημονεύσιμη) και σε λαϊκότερη γλώσσα, θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι πέρασε από γενιά σε γενιά και συνέχισε τη ζωή της με ασήμαντες αλλοιώσεις· όπως έγινε με πολλούς στίχους που κυκλοφορούν και στα (αγνώστου ή γνωστού πατρός) έμμετρα βυζαντινά ερωτικά μυθιστορήματα και στη δημοτική ποίηση.
Κάποιοι άλλοι καλοί χριστιανοί, για να δούμε μία επιπλέον δανειολογική παροιμία, κατάφεραν να δέσουν όμορφα την περί δανείων πίστη τους με τη θρησκευτική τους πίστη: «Οταν δανείζετε χρήματα, είναι όλα Χριστός ανέστη, όταν ζητάτε να τα πάρτε, είναι θάνατον πατήσας». Εξηγεί ο Πολίτης: «Η χαρά του λαμβάνοντος τα χρήματα κατά την συνομολογίαν του δανείου και η λύπη αυτού και η αδημονία κατά την απόδοσιν δηλούνται διά περικοπών του αναστασίμου τροπαρίου του Πάσχα». Αλλη παροιμία συνδέει τη δανειοληψία με το μεθύσι: «Οποιος πίνει δανεικά δυο φορές μεθάει». Στην κρητική παραλλαγή: «Δυο φορές μεθεί / το δανεικό κρασί». Πάλι ο Πολίτης: «Μεθύει δηλ. το πρώτον μεν όταν πίνη επί πιστώσει τον οίνον και έπειτα όταν πρόκειται να τον πληρώσει. Παραινεί δε η παροιμία ν’ αποφεύγωμεν πάση δυνάμει την αγοράν πραγμάτων επί πιστώσει, διότι συνήθως δυσχερής είναι η απότισις των οφειλομένων και πάντως δυσάρεστος, γινομένη μάλιστα μετά χρόνον, ότε και αυτή η μνήμη της ωφελείας ή της απολαύσεως, ην είχομεν εκ του αγορασθέντος, έχει εξαλειφθεί».
Σωστά. Μεθύσαμε, πολιτεία και πολίτες, σύνολο και άτομα, με δανεικά, πιστέψαμε ότι ο επί πιστώσει βίος δεν θα λήξει ποτέ, δεν παραδώσαμε σημασία στα μικρά γράμματα των συμβολαίων που υπογράφαμε, και βρεθήκαμε όμηροι. Και ξαναδανειζόμαστε για να ξεπληρώσουμε το αρχικό δάνειο, θαρρείς και χρειαζόταν να έχουμε αποστηθίσει τον Πλούταρχο και το «Περί του μη δειν δανείζεσθαι» σύγγραμμά του για να ξέρουμε ότι «για τους δανειστές μπορούμε να πούμε: Υπάρχει τόκος πριν τον τόκο, κι υπάρχει κι άλλος τόκος», «έστι τόκος προ τόκοιο, τόκος γε μεν έστι και άλλος» (δανείζομαι, ακινδύνως, τη μετάφραση από την έκδοση «Πλούταρχος, Οι συμφορές του δανεισμού», μετάφραση-σχόλια Πολυξένη Παπαπάνου, Νεφέλη, 2011).
Ξεκίνησα λέγοντας ότι το νεοελληνικό κράτος γεννήθηκε, λόγω και των δανείων του Αγώνα, με κολοβωμένα τα δικαιώματα και την ελευθερία του, ασφυκτικά εξαρτημένο. Οι προειδοποιήσεις πάντως για το ασήκωτο εθνικό κόστος μιας δανειοληψίας τοκογλυφικότατης και επιπλέον σκανδαλώδους διαχείρισης δεν είχαν λείψει. Ας θυμηθούμε άλλη μία φορά, δεν βλάπτει, όσα έγραφε ο γερο-Πανουργιάς, άνθρωπος αγνός, σε επιστολή του τον Δεκέμβριο του 1823 προς τους οπλαρχηγούς του Μεσολογγίου, στην οποία κατακεραύνωνε τον Μαυροκορδάτο: «Αδελφοί! Αυτός ο περί τα νυν πραγματευόμενος διά να δανεισθή και δι’ αυτών να εισφέρη στρατεύματα διοικούμενα από εν αγνώριστον υποκείμενον, πληρωνόμενα από τα δάνεια, και αυτών τα διάφορα από τα εθνικά εισοδήματα και κτήματα της Ελλάδος, δεν βαδίζει ειμή να εξουθενώση την δύναμιν των όπλων μας· διότι ποίος Ελλην κινείται πλέον μαζί μας δίχως τα αναγκαία; Εξυπνήσατε, αδελφοί, τον λαόν από την πλάνην εις την οποίαν ο πανούργος με την υποκρισίαν του τον έρριψε· πληροφορήσατέ τον, ότι ένεκα των δανείων η πατρίς πωλείται». Πρώιμος λαϊκισμός...
Τον Πλούταρχο μάλλον δεν θα τον ήξερε ο καπετάνιος. Οσο για τις παροιμίες, και γνώστης θα ήταν και συνδημιουργός τους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ή αδιάφορο το ότι και ο επώνυμος στοχαστικός λόγος και ο ανώνυμος, το πλουταρχικό έργο και οι παροιμίες (αρχαίες και νέες), συνάπτουν τον δανεισμό με την απώλεια της ελευθερίας. Οι οφειλέτες «δουλεύουσι άπασι τοις δανεισταίς», «είναι δούλοι όλων των δανειστών τους». Και δεν υπάρχει πια ο ναός της Αρτεμης στην Εφεσο, όπου προσέφευγαν οι χρεώστες ζητώντας άσυλο.
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.