|
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Μου είχε γράψει: «Στο κέντρο της Αθήνας, επί της οδού Καποδιστρίου, που ’ναι πάροδος της Πατησίων κι άρα της 3ης Σεπτεμβρίου, μεταξύ αυτών, στον αριθμό 29 στέκει ένα υπέροχο νεοκλασικό κτίριο, μ’ όλη την αστική πατίνα του χρόνου πάνω του». Οταν διάβασα τα λόγια του Σωτήρη Φασούλα, του ποιητή και εκδότη των εκλεκτών εκδόσεων «Περισπωμένη», ενός ανθρώπου του οποίου εκτιμώ ιδιαίτερα την αισθητική, συγκράτησα την παραίνεσή του και έπειτα από λίγες εβδομάδες έτυχε να έχω ένα κενό χρόνου και να μπορέσω να λοξοδρομήσω από την Ομόνοια προς την Πατησίων.
Οταν το είδα, το αναγνώρισα. Απέναντι από το Εθνικό Τυπογραφείο, που λειτουργεί σε αυτήν τη διεύθυνση από το 1907, έστεκε παράταιρο ανάμεσα σε μεταγενέστερα κτίρια χωρίς χαρακτήρα. Ξεχώριζε όχι μόνο από το χρώμα του, πατημένο κίτρινο, κροκί, καναρινί και μουσταρδί, αλλά και από τη θωριά του. Προεξείχε λόγω παλαιότερου οικοδομικού κανονισμού και τα γκριζογάλανα παράθυρά του, κάθετα στο οδόστρωμα, ήταν σαν σφαλισμένα μάτια. Εμοιαζε με αποξηραμένο αγριολούλουδο μέσα σε μια λευκή και σκληρή στέπα και η κίτρινη μορφή του, σκονισμένη, ραντισμένη και πασπαλισμένη με πατίνα, έστεκε αμήχανη απέναντι στις τερακότες του Εθνικού Τυπογραφείου.
Ηταν σαν σιωπηρή και άοπλη ξιφομαχία, ο διάλογος του κίτρινου και του κόκκινου χρώματος σε αυτό το σημείο της οδού Καποδιστρίου. Οταν θα χτίστηκε το κίτρινο σπίτι θα είχε, πιθανόν, τη σύνθετη χρήση που είχαν πολλά μεγάλα σπίτια στην περιοχή· μαγαζιά κάτω, γραφεία ίσως και στον πρώτο όροφο, κατοικία πιο ψηλά. Τα δωμάτια θα ήταν ψηλοτάβανα και θα ζεσταίνονταν με σόμπα. Αλλά όταν θα έβγαινε κανείς στον δρόμο, έξω από το «κίτρινο σπίτι», θα έβλεπε πολλά τέτοια σπίτια στη σειρά, πάνω και κάτω από την Πατησίων, διώροφα ή τριώροφα, αφού από παλιά η γειτονιά αυτή είχε εμπορικά, και βιοτεχνίες, και μικρομάγαζα, και σπίτια, πολλά σπίτια, με Αθηναίους που περπατούσαν δέκα λεπτά και έβγαιναν στην Ομόνοια ή στο Μουσείο. Ηταν αυτό που δεν είναι σήμερα. Είχαν τη συνταγή που χάσαμε έκτοτε: τη ζωντανή χρήση της πόλης μας.
Γι’ αυτόν τον λόγο, το «κίτρινο σπίτι» έχει κάτι πένθιμο σήμερα. Αποπνέει ένα ανεπαίσθητο άρωμα από κατακίτρινη μαργαρίτα που μαραίνεται στο βάζο, θυμίζει σέπια φωτογραφία σε ένα κουτί παπουτσιών σε κάποιο παλαιοπωλείο. Αυτό το μεγάλο σπίτι της οδού Καποδιστρίου είναι ένας ήρωας της εποχής μας. Εμεινε μάρτυρας της παλιάς ζωής, που κυλούσε σε ένα δρόμο, χωρίς τα κενά των κατεδαφίσεων, τα εντόσθια των πολυκατοικιών, τα άχαρα κτίρια γραφείων που χτίστηκαν στα χρόνια του ’70 με ορθομαρμαρώσεις να ντύνουν το τσιμέντο, και που σήμερα, φυλλορροούν και αυτά, αλλά χωρίς πατίνα.
Το «κίτρινο σπίτι» πρέπει να νιώθει μεγάλη μοναξιά, μόνο από τη γενιά του, σε ένα δρόμο που λίγοι, πια, προσέχουν, ελάχιστοι σκέφτονται, αν και πολλοί έχουν σκόρπιες μνήμες από περασμένα βιώματα. Αυτό το σπίτι συμβολίζει και μια ανάγκη. Αισθητικής, θα έλεγα, αλλά και πέραν αυτής, μια ανάγκη να πιαστεί κανείς από κάπου. Το βλέμμα το αποσπά από το αδιάφορο κάδρο της πόλης και το εγκολπώνεται. Δεν ξέρω αν κατοικείται και αν ανοίγουν στο φως κάποια στιγμή αυτά τα γκριζογάλανα παράθυρά του. Δεν ξέρω αν θα το βλέπουν και οι Αθηναίοι που θα έρθουν και μετά από εμάς, αν θα το σκέφτονται όπως εμείς.
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.