Ο Τζον Κένεθ Γκλαμπρέιθ έλεγε ότι «πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού. Είναι η επιλογή μεταξύ του δυσάρεστου και του καταστροφικού». Στην Ελλάδα, οδηγηθήκαμε στην καταστροφή διά του ευχάριστου. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση όλοι έταζαν, χωρίς να προϋπολογίζουν και να δημοσιοποιούν το κόστος των υποσχέσεων. Ισως, γι’ αυτό και οι προεκλογικές περίοδοι είχαν συρρικνωθεί σε σκιαμαχίες επί της τακτικής των κομμάτων και μονομαχίες προσωπικοτήτων. Οταν όλοι τάζουν, ξέροντας πως το κόστος των παροχών θα το πληρώσει –διά των δανεικών– η επόμενη γενιά, τότε δεν υπάρχει μεγάλο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι πραγματικές διαχωριστικές γραμμές δημιουργούνται από το μείγμα φόρων και δαπανών που προτείνουν τα κόμματα: ποιοι και πόσα πληρώνουν, ποιοι και πόσα απολαμβάνουν.
Λεφτά πλέον δεν υπάρχουν, αλλά η πολιτική συνεχίζεται ως έχει, με ταξίματα χωρίς αναφορά του κόστους. Ο κ. Βαγγέλης Μεϊμαράκης, για παράδειγμα, δήλωσε ότι η Ν.Δ. δεν θα ψηφίσει τα μέτρα φορολόγησης των κατ’ επάγγελμα αγροτών και έχει προτάσεις για ισοδύναμα, τις οποίες θα συζητήσει με τους δανειστές (Mega 1.9.2015). Βεβαίως, καλό είναι να έχει κάποιος προτάσεις, αλλά μήπως πρέπει πρώτα να τις συζητήσει με αυτούς που θα τις πληρώσουν, δηλαδή τους υπόλοιπους φορολογούμενους, και μετά με τους δανειστές; Διότι, αν ο κ. Μεϊμαράκης προτείνει να ανεβεί ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής των υπολοίπων στο 80%, για να μην φορολογούνται οι αγρότες, οι δανειστές μπορεί να το δεχθούν. Γι’ αυτούς το αποτέλεσμα των προσθαφαιρέσεων στον λογαριασμό μετράει. Οι υπόλοιποι πολίτες, όμως, πρέπει να το ξέρουν για να λάβουν τα μέτρα τους στην κάλπη, ή έστω να γίνουν αφορολόγητοι αγρότες.
Δυστυχώς, η πολιτική ακολουθεί τον παλιό χαρούμενο ρυθμό. Στο 68σέλιδο «νέο» πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν πολλές υποσχέσεις χωρίς αριθμούς και χωρίς αντιδράσεις. Οι γενικολογίες και οι φλου προτάσεις ακούγονται ευχάριστα στ’ αυτιά μας, αλλά δεν εκπαιδεύουν τους πολίτες στο δυσάρεστο σκέλος της οικονομίας, που είναι το κόστος. Δυστυχώς, στη ζωή δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα, ούτε τσάμπα φοροαπαλλαγές. Κάποιοι στο τέλος τα πληρώνουν...
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι προεκλογικώς η πολιτική αξιοπιστία των προτάσεων μετράται με τις αντιδράσεις που προκαλούν. Αν κάποιοι μένουν ευχαριστημένοι και ουδείς δυσαρεστείται, τότε η πρόταση είναι μικροκομματικό παπατζιλίκι. Αν υπάρχουν αντιδράσεις, σημαίνει ότι υπάρχει πεδίο συζήτησης επί του πραγματικού κι όχι υποσχέσεις ενός «άλλου κόσμου» ένθα απέδρα πάσα λύπη οδύνη και στεναγμός.
Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, για παράδειγμα, πρότεινε συγκεκριμένα ισοδύναμα στα υπάρχοντα φορολογικά μέτρα. Δήλωσε ότι θα μπορούσε να επιβληθεί «μεγαλύτερη φορολόγηση στα τσιγάρα αντί για αυξήσεις στα φροντιστήρια και να μειωθεί η επιχορήγηση στο Ταμείο Εργαζομένων της ΔΕΗ, που παίρνουν 600 εκατ. τον χρόνο» (ΣΚΑΪ 28.8.2015). Στις προτάσεις αυτές αντέδρασαν και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Καπνοβιομηχανιών Σπύρος Φλέγγας (Καθημερινή 1.9.2015) και ο εκπρόσωπος στο Δ.Σ. των εργαζομένων Παντελής Καραλευθέρης για ...«νεοφιλελεύθερες αποκλίσεις» και... αποσυσπείρωση της Ν.Δ., όπερ σημαίνει ότι οι προτάσεις έχουν ουσία και πρέπει να συζητηθούν. Ολες οι άλλες υποσχέσεις για δωρεάν γεύματα είναι απλώς προεκλογικές απάτες.
'Εντυπη "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.