Ο θάνατος της ναυτοσύνης
«Επέβαλαν τη μείωση του αλιευτικού στόλου. Κι επειδή θεώρησαν ότι εμείς, ως λαμόγια, ναι μεν θα παραδίδαμε τις άδειες αλιείας, αλλά θα κάναμε και το ψάρεμά μας, κάπου έπεσε η ιδέα να σπάσουμε τα καΐκια. Κι εμείς είπαμε ‘ναι’. Δεν είπε κανένας ‘σιγά ρε παιδιά’, να βρεθεί μια άλλη εγγύηση, ας πούμε. Πήραν δηλαδή τη λογική, ότι εσύ μπορεί να κλέψεις, άρα θα σε βάλουμε φυλακή, πριν κλέψεις»
Με αφορμή το ντοκιμαντέρ τους, Αθηνά εκ Μηδενός, οι Κώστας Γουζέλης και Φοίβος Κοντογιάννης μιλούν για ένα κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας, που κομματιάζεται από μπουλντόζες κατ’ εντολή της Ευρώπης.
Από αριστερά: Ο σκηνοθέτης Φοίβος Κοντογιάννης & ο αρχιτέκτονας Κώστας Γουζέλης (φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλίδης) |
Ιωσήφ Πρωϊμάκης
Ο Κώστας Γουζέλης, είναι αρχιτέκτονας. Αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό που έχεις στο μυαλό σου. Ναξιώτης γόνος Μικρασιατών προσφύγων, έκανε δημοτικό στη Βαγδάτη και τέλειωσε το Κολέγιο Αθηνών, πριν φοιτήσει στην Αρχιτεκτονική της Ρώμης, όντας μέλος της ομάδας Άρης του Ρήγα Φεραίου παράλληλα. Όταν τέλειωσε τη σχολή, ασχολήθηκε με τη γη, έκανε τεχνικά έργα στη Βαγδάτη, κι ύστερα εγκαταστάθηκε στη Σύμη για να ανακατασκευάσει την Ευαγγελίστρια. Ένα ιστιοφόρο, με το οποίο μπαρκάρισε ταξιδεύοντας στο Αιγαίο και την Τουρκία, εμπορευόμενος κιλίμια. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στη Νάξο και κατασκεύασε το δρόμο της Χώρας προς την Απύρανθο, την ίδια ώρα ασχολούμενος επαγγελματικά με την αλιεία.
Οι άνθρωποι της θάλασσας, έχουν κάτι το ευγενικό στην σκέψη, μια φουρτουνιασμένη ποίηση στην ψυχή, μια λαλιά αλλιώτικη, που σα να ‘χει ταξιδέψει από πολύ μακριά για να ‘ρθει να σε συναντήσει. Κι έχει φέρει μαζί της το σεβασμό στη ναυτοσύνη, το δέος και την αγάπη για τη θάλασσα, κι αυτήν την προσμονή για το ταξίδι στο βλέμμα, που αντικρίζει τον ορίζοντα πριν καν μουσκέψει το σκαρί. Ο Κώστας Γουζέλης, είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Και μ’ αυτήν του την αφοσίωση σε ένα στοιχειώδες κομμάτι της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας, έχει εμποτίσει το νέο του ντοκιμαντέρ, Αθηνά εκ Μηδενός. Όπου με την βοήθεια του Φοίβου Κοντογιάννη στη σκηνοθεσία, καταγράφει την διαδικασία κατασκευής ενός ξύλινου καϊκιού ακριβώς απ’ το μηδέν, απλώνοντας σε 53 λεπτά όχι μόνο τη διαδικασία του χτισίματος ενός ζωντανού μνημείου που κρατάει ρίζες απ’ τους αρχαίους χρόνους, αλλά και το μέγεθος του κενού που αφήνει πίσω της, μια τέχνη και μια διαδικασία που χάνεται.
«Το έναυσμα αυτού το ντοκιμαντέρ, ήταν το ‘εκ του μηδενός’», εξηγεί ο Φοίβος. «Δεν φτιάχνονται πια τέτοια καΐκια. Άντε να γίνουν αναπαλαιώσεις, αλλά το να φτιαχτεί απ’ την αρχή, και να έχεις την ευκαιρία να καταγράψεις την διαδικασία απ’ τη στιγμή που κόβονται τα ξύλα, μέχρι εκείνη που γίνεται το πρώτο ταξίδι με πανιά, το να καταφέρεις μέσα σε μία ώρα, να δεις μια διαδικασία τεσσάρων ετών, αυτό είναι κάτι το πολύ σημαντικό», λέει, κι ο Γουζέλης συμπληρώνει: «Δεν ήταν ένα πράγμα που μας ήρθε ξαφνικά και το κάναμε. Έχω μια πολύ μακρινή ιστορία με καΐκια, απ’ το 1977, αυτό είναι το έκτο μου. Ήθελα πάντα να κάνω ένα καΐκι ελληνικό, παραδοσιακό, που να πάει με πανιά. Για να πάει με πανιά, πρέπει να χτιστεί με τις γραμμές και το βύθισμα που χρειάζεται, είναι μια ιστορία που έχει ένα τεχνικό μέρος πολύ έντονο και πολύ δύσκολο: το να χτίσεις ένα καΐκι, είναι πιο δύσκολο απ’ το να χτίσεις ένα σπίτι».
Συνέχεια
Ο αρχιτέκτονας Κώστας Γουζέλης (φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλίδης) |
Κοινωνικές προεκτάσεις, που είναι διάσπαρτες στην πορεία της ταινίας, άλλοτε ως νύξεις στην αφήγηση του Γουζέλη, κι άλλοτε ως ευθείες αναφορές στην βίαιη πολιτική κατάργησης της σχέσης του ελληνισμού με τη ναυτοσύνη. «Είναι ένα τεράστιο θέμα αυτό που έχει συμβεί τα τελευταία 10 χρόνια», λέει ο Γουζέλης, αναφερόμενος στην εξ Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδοτούμενη επιβολή καταστροφής των παραδοσιακών ελληνικών ψαροκάικων: «Επέβαλαν τη μείωση του αλιευτικού στόλου. Κι επειδή θεώρησαν ότι εμείς, ως λαμόγια, ναι μεν θα παραδίδαμε τις άδειες αλιείας, αλλά θα κάναμε και το ψάρεμά μας, κάπου έπεσε η ιδέα να σπάσουμε τα καΐκια. Κι εμείς είπαμε ‘ναι’. Δεν είπε κανένας ‘σιγά ρε παιδιά’, να βρεθεί μια άλλη εγγύηση, ας πούμε. Πήραν δηλαδή τη λογική, ότι εσύ μπορεί να κλέψεις, άρα θα σε βάλουμε φυλακή, πριν κλέψεις».
Η σκηνή της μπουλντόζας
Η σκηνή της μπουλντόζας που ξεσκίζει με βιαιότητα το σκαρί μιας ψαρόβαρκας, είναι μια απ’ τις πιο στοιχειωτικές της ταινίας. Εκτός απ’ την κυριολεκτική της, όμως, έκταση, έχει και μια βαθύτερη οπτική. «Είναι ένα θέμα πολύ μεγάλης σημασίας για την οικονομία και το ζύγιασμα των κοινωνικών δυνάμεων. Κατ’ αρχάς, οφείλεται στη διάθεση των κυβερνώντων να καταλύσουν την αυτονομία του ανθρώπου. Δεν θέλουν ανθρώπους, οι οποίοι να ζουν απ’ την τέχνη τους, και πόσο μάλλον από έναν πλούτο όπως αυτός της αλιείας, ο οποίος πριν από 10 χρόνια μοιραζόταν σε δεν-ξέρω-πόσες εκατοντάδες χιλιάδες αλιείς, και τώρα συγκεντρώνεται σε δυο, σε τρεις, σε δέκα. Βλέπεις να δουλεύουν μόνο οι ανεμότρατες, που έχουν μετοχικό κεφάλαιο και παίρνουν κι έναν καπετάνιο και τον βάζουν μέσα, κι ύστερα τα ψάρια παγώνουν, εξάγονται, πάνε στη διεθνή αγορά, και για ό,τι χρειάζεται ο καταναλωτής, γίνεται μια εισαγωγή απ’ την Τουρκία, μια απ’ το Μαρόκο κι άλλη μια απ’ την Αίγυπτο, ρίχνει ο έμπορος τις τιμές, κι ο άλλος που έχει ένα σκαφάκι, παιδεύεται και δεν κάνει τίποτα».
Πλην του οικονομικού, το ζήτημα του ξεκοιλιάσματος της ντόπιας αλιείας, έχει και αισθητικές, συνέπειες: «Το να έχεις να κυκλοφορούν στις ελληνικές θάλασσες παραδοσιακά καΐκια, δημιουργεί ένα συναίσθημα συγκίνησης, έχει μια ποιότητα αισθητική», σημειώνει ο Γουζέλης. «Μια ποιότητα την οποία χάνουμε, κι είναι κι αυτό ένα έγκλημα. Δεν είναι ‘και τι έγινε’, είναι λάθος αυτό. Είναι μια τεράστια καταστροφή. Κι από τουριστικής πλευράς να το δεις, είναι ένα δράμα. Πήγαινες στα λιμάνια, κι είχε εκατό καΐκια. Χρώματα, άλμπουρα, μακαράδες… Έβλεπες πράγματα και τρελαινόσουν! Και τώρα πας, και βλέπεις τέσσερις μπανιέρες πλαστικές. Δεν είναι καταστροφή αυτό; Και παράλληλα, σκοτώνοντας όλον αυτόν τον θησαυρό γλυπτών, σκοτώνεις και την αυτονομία μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων, οι οποίοι μπορούσαν να μπουν σε ένα σκάφος και με τη μαγκιά τους να πάνε να ψαρέψουν, να κάνουν τον έμπορο, να φτιάξουν άλλο ένα καΐκι, να ζήσουν την οικογένειά τους».
«Επέβαλαν τη μείωση του αλιευτικού στόλου. Κι επειδή θεώρησαν ότι εμείς, ως λαμόγια, ναι μεν θα παραδίδαμε τις άδειες αλιείας, αλλά θα κάναμε και το ψάρεμά μας, κάπου έπεσε η ιδέα να σπάσουμε τα καΐκια. Κι εμείς είπαμε ‘ναι’. Δεν είπε κανένας ‘σιγά ρε παιδιά’, να βρεθεί μια άλλη εγγύηση, ας πούμε. Πήραν δηλαδή τη λογική, ότι εσύ μπορεί να κλέψεις, άρα θα σε βάλουμε φυλακή, πριν κλέψεις»Κι αυτό που χάνεται, βέβαια, μαζί με τα ψαροκάικα, είναι το βάθος της σχέσης του Έλληνα με τη θάλασσα, συνεχίζει ο Γουζέλης: «Είναι το θέμα της ναυτοσύνης, της ναυτικής τέχνης. Βλέπεις άλλους μεγάλους ναυτικούς λαούς, οι Εγγλέζοι, οι Δανοί, οι Γάλλοι, όλοι αυτοί, τα προσέχουν τα παραδοσιακά τους. Δεν έσπασε κανένας Εγγλέζος κανένα σκάφος. Κανένας Ιταλός, κανένας Γάλλος. Εμείς γιατί τα σπάμε; Τα έχουν εκεί, τα μεταποιούν, τα βάζουν σε μουσεία, τα δίνουν σε μικρά παιδιά που κάνουν εκδρομές… Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να διαχειριστείς αυτό το πράγμα. Κι αυτό είναι μια συνέχεια παράδοσης με την καλή έννοια. Είναι μια μορφή παιδείας και μια μορφή πολιτισμού που χάνεται μ’ αυτό το πράγμα».
Αυτή η ιστορία καταστροφής, θα μπορούσε να είναι ένα ντοκιμαντέρ από μόνο της, όπως λέει κι ο Κοντογιάννης. «Γίνεται μια μικρή αναφορά, αλλά προτιμήσαμε να μην επικεντρωθούμε τόσο στο θάνατο, απ’ τη στιγμή που έχουμε τη γέννηση ενός καϊκιού». Μια γέννηση, που δεν ήταν εύκολο πράγμα να καταγραφεί, μιας και τα γυρίσματα, κράτησαν, όπως κι η κατασκευή, τέσσερα χρόνια. «Αυτό ήταν δύσκολο κατ’ αρχήν πρακτικά και οργανωτικά», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Κι εγώ και το υπόλοιπο συνεργείο, δουλεύουμε όλοι στον κινηματογράφο, σε διάφορες ειδικότητες, κι αυτό σημαίνει ότι όταν κάνεις μια ταινία, λείπεις για παράδειγμα τρεις μήνες, οπότε για τρεις μήνες δεν μπορούσα να πάω να παρακολουθήσω την κατασκευή. Ήταν ανεξάρτητη παραγωγή, οπότε για βιοποριστικούς λόγους, δεν μπορούσαμε να είμαστε απίκο τέσσερα χρόνια. Χανόντουσαν έτσι στιγμές. Ύστερα, χρειαζόταν και μεγάλη συναισθηματική πειθαρχία αυτό. Δεν είναι εύκολο να πιστεύεις σε ένα project για τέσσερα χρόνια, ειδικά αν έχεις μάθει, όπως εγώ, απ’ τη μυθοπλασία, που ξεκινάς με ένα σενάριο, αυτό το σενάριο βγάζει κάποιες ανάγκες, αυτές οι ανάγκες γίνονται γύρισμα, το γύρισμα μοντάρεται και βγαίνει μια ταινία».
Κι όπως η δημιουργία της ταινίας έγινε λίγο ανάποδα, όπως λεει ο Κοντογιάννης («γυρίσαμε το υλικό, και στο τέλος είδαμε τι έχουμε, πού θέλουμε να πάμε και τι συμπληρωματικά γυρίσματα χρειαζόμαστε για την τελική μορφή»), κάπως ανορθόδοξα ξεκίνησε κι η συνάντησή της με το κοινό: «Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, κι ύστερα έπαιξε σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, είτε μέσω του Φεστιβάλ, που ταξιδεύει κάποιες ταινίες του, είτε μέσω ανθρώπων που μας τη ζήτησαν από κάποια άλλα φεστιβάλ, ή από νησιά». Αργότερα, η ταινία έκλεισε θέση στο πρόγραμμα του διεθνούς τηλεοπτικού δικτύου Arte για τις χώρες που καλύπτει.
Όμως κάτι έλειπε. «Δεν είχε παίξει στην Αθήνα, που είναι η πόλη μας, κι έτσι, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι και γι’ αυτό» Κάπως έτσι, η ταινία θα κάνει έναν κύκλο προβολών στο Τριανόν από 23 Γενάρη, πριν ξαναπάρει τις θάλασσες, για να ταξιδέψει με προβολές στην άγονη ελληνική γραμμή. Την ίδια γραμμή, που αρέσκονται να ταξιδεύουν κι οι δημιουργοί της.
*Το ντοκιμαντέρ Αθηνά εκ Μηδενός του Φοίβου Κοντογιάννη, σε παραγωγή και αφήγηση Κώστα Γουζέλη, θα προβάλλεται από την Πέμπτη 23 Γενάρη στον κινηματογράφο Τριανόν (Κοδριγκτόνως 21)
δείτε καί άλλες λεπτομέρειες τού άρθρου ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.