Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος και η επικράτηση του
Brexit βάζουν μια σειρά από αμείλικτα πολιτικά ερωτήματα όχι μόνο στη
Βρετανία, όπου ήδη ανακύπτουν αμφιβολίες ακόμη και για τη μελλοντική
ύπαρξη του Ηνωμένου Βασιλείου με τη σημερινή του μορφή, αλλά και στην
υπόλοιπη Ευρώπη και, πολύ περισσότερο, στην ηγέτιδά δύναμή της, τη
Γερμανία, η οποία βρίσκεται μπροστά στα δυσκολότερα ζητήματα που της
έχουν τεθεί ύστερα από δεκαετίες πορείας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η Γερμανία είναι η χώρα που θεωρείται κυρίως ηττημένη από το
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η χώρα που θεωρείται υπεύθυνη περισσότερο
από κάθε άλλη για τη νίκη του Brexit και αυτή που θα πιεστεί
περισσότερο από το κύμα ευρωσκεπτικισμού, το οποίο ήδη γνωρίζει σοβαρή
έξαρση σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Συνεπώς από τις δικές της απαντήσεις θα κριθεί η τύχη του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ήδη στο εσωτερικό της Γερμανίας παρατηρούνται διαφορές μεταξύ
πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, με αποτέλεσμα τόσο η κυβέρνησή της
όσο και – κατά συνέπεια – η Ε.Ε. στο σύνολό της να εμφανίζουν
διαφορετικές γραμμές και προσεγγίσεις. Το εκκρεμές κινείται από το «να
φύγουν γρήγορα να τελειώνουμε» και τις χοντροκομμένες ειρωνείες της
«Bild» μέχρι την άποψη της Μέρκελ ότι πρέπει να αξιοποιηθεί όλος ο
διαθέσιμος πολιτικός χρόνος.
Ας δούμε λοιπόν ποια είναι τα μείζονα πολιτικά ερωτήματα που ζητούν
επείγουσες απαντήσεις, πολιτικά καθοριστικές για ολόκληρη την Ευρώπη σε
βάθος χρόνου.
1 Μπορεί να επιβιώσει μακροπρόθεσμα, ύστερα από το
βρετανικό χαστούκι, μια Ένωση η οποία λειτουργεί ως – ανεπαρκής –
φερετζές της απροκάλυπτης γερμανικής κυριαρχίας;
συνέχεια
Βεβαιότητες προφανώς δεν υπάρχουν. Ωστόσο είναι σαφές ότι η
γερμανική οικονομική υπεροχή, η οποία έχει μεταφραστεί σε πολιτική
κυριαρχία εξ αιτίας του συντριπτικού πλεονεκτήματος της Γερμανίας και
της πολιτικής υστέρησης των εταίρων της, δύσκολα ανατρέπεται.
Οι κοινωνίες, υπό το βάρος του βίαιου περιορισμού εισοδημάτων και
δικαιωμάτων και ελλείψει αξιόπιστων πολιτικών ηγεσιών, ανεξαρτήτως του
αν ανήκουν ή όχι στην ευρωζώνη, φαίνεται να αναζητούν έκφραση
διαμαρτυρίας σε ποικίλους πολιτικούς σχηματισμούς πέραν των
κατεστημένων, από την Άκρα Δεξιά στη Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστρία
κ.λπ. και την Αριστερά στην Ελλάδα και την Πορτογαλία έως τους
ποικιλόχρωμους ευρωσκεπτικιστές ή/και λαϊκιστές στη Βρετανία, την Ιταλία
και αλλού.
Το γεγονός ότι ήδη ακούγονται φωνές για δημοψηφίσματα περί
παραμονής ή εξόδου από την Ε.Ε. και το ευρώ σε σημαντικές χώρες της
Ευρώπης, αλλά και η διεξαγωγή αρκετών σημαντικών εκλογικών αναμετρήσεων
την επόμενη διετία με υποψία μεγάλων πολιτικών αλλαγών δείχνουν πως το
παιχνίδι είναι ανοιχτό σε ακόμη περισσότερα αιτήματα περί
«εθνικοποίησης» των αποφάσεων για την οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Μια τέτοια περίπτωση «επικίνδυνης» διαδικασίας είναι το ιταλικό
δημοψήφισμα το ερχόμενο φθινόπωρο, στο οποίο οι Ιταλοί θα ψηφίσουν για
να εγκρίνουν ή να απορρίψουν τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που
εισηγείται ο Ματέο Ρέντζι. Κατά πολλούς, μια αρνητική ψήφος θα μπορούσε
να οδηγήσει σε νέα πολιτική κρίση την Ιταλία, την ώρα μάλιστα που το
κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο προηγείται στις δημοσκοπήσεις
και η αμφισβήτηση του ευρώ έχει βρει εύφορο έδαφος.
Σημειωτέον ότι η «εθνικοποίηση» ενός σημαντικού μέρους της
ευρωπαϊκής κοινής πολιτικής αποτελεί ένα από τα σενάρια διεξόδου τα
οποία εξετάζονται στη Γερμανία ώστε να κατευναστούν οι τάσεις
αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Είναι άλλωστε κοινή η
διαπίστωση ότι η διεύρυνση και η «εμβάθυνση» έχουν πλέον όρια...
2 Μπορεί να ανακτήσει το κύρος του το υποταγμένο στις γερμανικές επιλογές πολιτικό προσωπικό της Ευρώπης;
Στη Βρετανία – παρότι πολλοί «γερμανόφρονες» σπεύδουν «πονηρά» να
τονίσουν ότι δεν ανήκει στο ευρώ, ότι η εθνική της οικονομία πάει καλά
και δεν έχει... μνημόνια, ώστε να αποδώσουν τη νίκη του Brexit σε
βρετανικά... κόμπλεξ – καταψηφίστηκε μια κοινωνική και οικονομική
πολιτική ταυτόσημη με αυτήν που εφαρμόζει η Γερμανία στην ευρωζώνη και
με αυτήν που επιχειρεί τώρα να περάσει ο Ολάντ στη Γαλλία.
Επιπλέον η Βρετανία αποτελούσε επί χρόνια έναν ισχυρό σύμμαχο της
Γερμανίας στις σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις, παρότι η
ίδια επιχειρούσε – και κατάφερνε – σε πολλά ζητήματα να εξαιρείται.
Η κοινωνιολογική και γεωγραφική ανάλυση της ψήφου δείχνει ότι στο
Brexit οδήγησαν κυρίως – σε αντίθεση με τους γιάπηδες και τους
κοσμοπολίτες του Λονδίνου – οι κάτοικοι των φτωχών βιομηχανικών περιοχών
και όσοι «μεσαίοι» φοβήθηκαν για περαιτέρω απώλειες θέσεων εργασίας και
βίαιη εκπτώχευσή τους λόγω της πιθανής περαιτέρω μαζικής εισροής
μεταναστών. Ακόμη και οι παλαιοί μετανάστες ψήφισαν Brexit για να
διακοπεί η ελεύθερη μετακίνηση και να μην εισέλθουν νέοι και φθηνότεροι,
οι οποίοι θα απειλούσαν τις δουλειές τους.
Τα ίδια περίπου κριτήρια λειτούργησαν εδώ και καιρό στις χώρες του
Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), στη Γαλλία, την
Αυστρία, την Ολλανδία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία ώστε να δούμε στροφή
προς τη μικρότερη ή μεγαλύτερη ενίσχυση ακροδεξιών κομμάτων, κάποια από
τα οποία είτε συγκυβερνούν είτε προπορεύονται στις δημοσκοπήσεις.
Άλλωστε είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη
παρατηρείται ένα κύμα αμφισβήτησης των γραφειοκρατών και τεχνοκρατών, οι
οποίοι κυβερνούν για λογαριασμό των υπερεθνικών θεσμών και των αγορών
περιορίζοντας το πολιτικό προσωπικό των χωρών σε κομπάρσους, οι οποίοι
απορρίπτονται από τις κοινωνίες είτε ως εθελόδουλοι είτε ως ανίκανοι.
Ως γνωστόν, όταν συγκρούεται ένας ανίκανος με έναν απατεώνα, θα επικρατήσει ο απατεώνας.
Αν λοιπόν η Γερμανία δεν χαλαρώσει τα οικονομικά δεσμά και δεν
δώσει ανάσες και περιθώρια – άρα και κύρος – στις εθνικές κυβερνήσεις,
τότε η κατάρρευση πολλών από αυτές, ανεξαρτήτως χρώματος, θα είναι
αναπόφευκτη και το σημερινό πολιτικό προσωπικό θα βυθιστεί στην
ανυποληψία.
3 Μπορεί η Γερμανία να διαχειριστεί το τσουνάμι του
ευρωσκεπτικισμού και της δικής της αμφισβήτησης, αν αυτό επεκταθεί με
θεσμικό τρόπο (δημοψηφίσματα - εκλογές) όχι μόνο σε χώρες οικονομικά
και πολιτικά περιφερειακές, αλλά και σε κάποιες που είτε αποτελούν τον
σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. (π.χ. Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία) είτε έχουν
στρατηγικό ρόλο στην Ενωση (π.χ. Πολωνία);
Μέχρι τώρα τα κύματα αμφισβήτησης έχουν απορροφηθεί. Στην Ελλάδα, μετά το δημοψήφισμα και το «Όχι» στην πρόταση Γιούνκερ, ένα ακόμη μνημόνιο έδεσε χειροπόδαρα τη χώρα και διαιώνισε το καθεστώς προτεκτοράτου.
Στην Ισπανία το ξεπέταγμα των Podemos έμεινε άσφαιρο ύστερα από έξι μήνες ακυβερνησίας, ενώ στην Πορτογαλία η κυβέρνηση σοσιαλιστών, Αριστεράς, κομμουνιστών και Πρασίνων παλεύει με νύχια και με δόντια για να κρατήσει τα προσχήματα της προεκλογικής συμφωνίας των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού υπό τις συνεχείς απειλές του ΔΝΤ και των ευρωτεχνοκρατών παρά την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο.
Και παλαιότερα, όμως, αποτελέσματα δημοψηφισμάτων, όπως το «Όχι» της Ιρλανδίας στη Συνθήκη της Λισσαβώνας ή τα «ευρωσκεπτικιστικά» «Όχι» της Δανίας, της Σουηδίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας τη δεκαετία του 2000 εν τέλει απορροφήθηκαν ή αντιστράφηκαν.
Με απλά λόγια, πολύ συχνά οι ευρωπαϊκοί λαοί δηλώνουν θεσμικά τις εντάσεις τους, αλλά το ιερατείο της Ευρώπης έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτικό.
Ωστόσο η σφαλιάρα από το βρετανικό δημοψήφισμα ήταν ηχηρότατη όχι μόνο επειδή προήλθε από τη Βρετανία, ένα προπύργιο του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, αλλά και διότι προέκυψε ύστερα από το θρίλερ της Αυστρίας και πυροδότησε ανάλογα αιτήματα σε άλλες χώρες. Επιπλέον άνοιξε πρώτη φορά την πόρτα της εξόδου από την Ε.Ε., ένα σενάριο για το οποίο δεν υπήρχε ούτε νομοθετική ούτε πολιτική ετοιμότητα στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο.
Αν αυτή η τάση επεκταθεί, πιθανότατα δεν θα είναι διαχειρίσιμη, ανεξαρτήτως της «απορροφητικής» δυνατότητας του ευρωσυστήματος.
4 Μπορεί η Γερμανία να ανθίσταται πλέον στο αίτημα των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη για αλλαγή πορείας στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και να συνεχίζει την πολιτική πυγμής;
Έως πρότινος κανενός η άποψη ή η πίεση για αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης της οικονομικής κρίσης δεν έκανε τα αυτιά των Γερμανών υπευθύνων να ιδρώσουν. Είναι πασίγνωστος ο - σκαιός, μέχρι και εξευτελιστικός - τρόπος με τον οποίο Γερμανοί αξιωματούχοι, με πρώτον και καλύτερο τον Σόιμπλε, απέπεμπαν ή λοιδορούσαν ακόμη και υπουργούς Οικονομικών των ΗΠΑ, προς τους οποίους απηύθυναν προτροπές του είδους π.χ. «να πληρώσουν αυτοί τα χρέη της Ελλάδας» αν θέλουν να κάνουν το κουμάντο.
Είναι επίσης γνωστή η πίεση κυρίως των Αμερικανών προς τη Γερμανία να καταβάλει - μέσω της αμοιβαιοποίησης των χρεών - το... λειτουργικό κόστος που απαιτεί η απρόσκοπτη λειτουργία της ευρωζώνης, από την οποία ο κυρίως (αν όχι ο μόνος) καθαρά κερδισμένος είναι οι Γερμανοί. Και αυτή η λογική απορρίφθηκε.
Τέλος, είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι εμπορικοί εταίροι της Ε.Ε. θέλουν διακαώς τη συνέχιση και την εμβάθυνση της ενοποίησης μιας πλούσιας αγοράς 500 εκατομμυρίων κατοίκων, με ΑΕΠ 19 τρισεκατομμυρίων ευρώ κατά προσέγγιση. Σε διαφορετική περίπτωση θα είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν μια ποικιλία εμπορικών καθεστώτων και προστατευτισμών που θα δυσχεραίνουν την εμβάθυνση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών.
Επιπλέον, μπορεί στο παρελθόν οι ΗΠΑ να έχουν «καταπιεί» τις προσβολές των Γερμανών στα θέματα διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, αλλά η Ευρώπη υπήρξε παραδοσιακά, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα πεδίο που «υπάγεται» στις ΗΠΑ και τις γεωστρατηγικές ανάγκες τους.
Είναι λοιπόν ένα ερώτημα το αν οι Αμερικανοί, επίσης αιφνιδιασμένοι και πικαρισμένοι από το Brexit, θα θελήσουν - μέσω των ουκ ολίγων προθύμων συμμάχων και υποτελών τους - να βάλουν ακόμη μεγαλύτερη φωτιά στην Ευρώπη ώστε να καταστήσουν αδύνατον τον έλεγχο της ηπείρου από τους Γερμανούς.
Συνεπώς η Γερμανία θα πρέπει να βάλει στη ζυγαριά από τη μια τις δικές της ιδιαίτερες ανάγκες και τη διατήρηση της μέχρι τώρα συντριπτικής οικονομικής και πολιτικής ισχύος της στο ευρωσύστημα και από την άλλη το γεωστρατηγικό της βάρος, το οποίο είναι αναντίστοιχο της οικονομικής της δύναμης.
5 Μπορεί η Γερμανία να αποδεχθεί σημαντικές θεσμικές και οικονομικές παραχωρήσεις προς τις άλλες χώρες της Ενωσης στο πλαίσιο της πολιτικής - οικονομικής ενοποίησης ή θα αναγκαστεί να χαλαρώσει τους δεσμούς οδηγώντας σε κατακερματισμό της Ευρώπης σε περιφερειακές ενότητες;
Το είδος και το εύρος των παραχωρήσεων που θα ζητηθούν από την πλευρά των σημερινών ή μελλοντικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα κρίνει το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει η Γερμανία.
Το Βερολίνο, για να έχει τη δυνατότητα να αγνοήσει πλήρως τα αιτήματα για αμοιβαιοποίηση του ρίσκου, θα πρέπει να ανοίξει τόσο πολύ τα φτερά του στην εκτός Ε.Ε. εξαγωγική δραστηριότητα, ώστε να αντισταθμίσει τυχόν περιορισμούς και απώλειες στο εσωτερικό της Ευρώπης. Αυτό το στοίχημα έχει τεθεί τα τελευταία λίγα χρόνια, αλλά δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι μπορεί να κερδηθεί.
Μια ακόμη παράμετρος, με σημαντικές επιπτώσεις στις γερμανικές αποφάσεις, μπορεί να είναι οι εσωτερικές πολιτικές επιπτώσεις. Ήδη στη Γερμανία αναδύεται ένα αυξανόμενο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα το οποίο αποτυπώνεται στις δημοσκοπικές και τοπικές εκλογικές επιδόσεις της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (ΑΟ), η οποία είναι ήδη τρίτο κόμμα και δεν αποκλείεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο μέχρι τις γερμανικές εκλογές το φθινόπωρο του 2017.
Το ρεύμα αυτό αντιτίθεται σφόδρα στην ιδέα της αμοιβαιοποίησης του κόστους και του ρίσκου που απαιτείται για τη διατήρηση της ευρωζώνης - ήδη είναι μεγάλες οι αντιδράσεις για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ είναι πάγιο το αίτημα για τη δημιουργία μιας μικρότερης ευρωζώνης, αποτελούμενης από τις πλούσιες χώρες της Ευρώπης, επιλογή που θα είχε άμεση συνέπεια τη δημιουργία περιφερειακών οικονομικών - και άρα πολιτικών - ενώσεων αντί της σημερινής Ε. Ε. και της ευρωζώνης.
6 Μπορεί η «γερμανική» Ευρώπη να συνεχίσει στον δρόμο της «κινεζοποίησης» της περιφέρειας χωρίς οι λαοί της να προκαλέσουν της διάλυση του οικοδομήματος;
Ήδη από τη δεκαετία του 2000, όταν η ορμητική είσοδος της Κίνας στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα δρομολογούσε τη βίαιη μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας προς την Ανατολή διασπώντας τον κλειστό - εντός της Δύσης - κύκλο διαδοχής στην παγκόσμια οικονομική κυριαρχία, στην Ευρώπη ετέθη το ερώτημα της πολιτικής και οικονομικής απάντησης.
Το συμπέρασμα που προέκυψε στη Γερμανία και στους τεχνοκρατικούς κύκλους της Ευρώπης ήταν ότι το ισχυρό κοινωνικό κράτος και το κράτος δικαίου αποτελούσαν βαρίδι στην ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και έκτοτε τα βήματα προς το ξήλωμά τους είναι συνεχή. Η δε κρίση χρέους αποδείχθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε η ευελιξία να αντικαταστήσει σταδιακά την ασφάλεια της εργασίας και η μείωση του εργασιακού κόστους να γίνει βορά στην κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών πολυεθνικών.
Το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο έφτανε στο τέλος του και μια μορφή «κινεζοποίησης» της εργασίας και των δικαιωμάτων ανέτειλλε. Ταυτοχρόνως η σταδιακή μετατροπή των φτωχότερων λαών της Ευρώπης από περιφερειακούς παραγωγούς σε εύπορους καταναλωτές και εν συνεχεία σε χρεοκοπημένο, απελπισμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό επέφερε μια δομική αλλαγή στη λειτουργία της Ευρώπης, με ενίσχυση του κέντρου και του Βορρά και περιθωριοποίηση του Νότου και της περιφέρειας.
Η γερμανική ισχύς προφανώς δοκιμάζεται σκληρά στο πολιτικό πεδίο. Το ίδιο και ο γαλλογερμανικός άξονας. Ωστόσο οι εξελίξεις που θα σημειωθούν, θα εξαρτηθούν από το εάν θα επέλθει τελικά το Brexit χωρίς σοβαρούς οικονομικούς κλυδωνισμούς για το πλούσιο τμήμα της Ευρώπης ή εάν θα υπονομεύσει την ισχύ του.
Στη δεύτερη περίπτωση - ή σε αυτήν ενός δεύτερου βρετανικού δημοψηφίσματος με αντίθετο αποτέλεσμα - κανένας απολύτως λόγος χαλάρωσης των δεσμών δεν πρόκειται να υπάρξει.
Αν, αντιθέτως, προκληθεί σοβαρή οικονομική ζημία και αστάθεια, τότε η Γερμανία θα έχει να σταθμίσει το μικρότερο κακό και να πράξει αναλόγως.
7 Μπορεί η Γερμανία να αποφύγει κλυδωνισμούς στο κοινό νόμισμα, ώστε αυτό να συνεχίσει να αποτελεί πόλο έλξης επενδύσεων; Μπορεί να δεχτεί ότι το ευρώ - ένα νόμισμα φθηνό μόνο για την ίδια και ακριβό για όλους τους άλλους - πρέπει να αλλάξει χαρακτήρα και λειτουργία ώστε να εξισορροπηθούν τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας των εταίρων της;
Το ευρώ έχει λόγο ύπαρξης μόνο ως νόμισμα προσέλκυσης επενδύσεων και υπάρχει - με τη μορφή και τη δομή του - επειδή εξυπηρετεί πρωτίστως τα γερμανικά συμφέροντα. Με βάση όσα περιγράψαμε παραπάνω, για να αλλάξει δραματικά η δομή και η λειτουργία του, θα πρέπει - όπως έχει επαρκώς αναλυθεί στο παρελθόν - στο ισοζύγιο του κόστους αυτή η επιλογή να είναι βολικότερη είτε από μια μικρότερη ευρωζώνη είτε ακόμη και από την εγκατάλειψή του εκ μέρους της Γερμανίας.
Τα επόμενα ελάχιστα χρόνια θα δείξουν πώς θα διαμορφωθεί αυτό το ισοζύγιο μεταξύ κόστους και οφέλους κυρίως για το Βερολίνο.
8 Μπορεί η Γερμανία να διαμορφώσει και να προτείνει ένα νέο συμβόλαιο συνύπαρξης στις χώρες και τους λαούς της Ευρώπης, ώστε να μετατρέψει τον ευρωσκεπτικισμό και την απέχθεια σε «ελπίδα για μακροημέρευση της Ενωσης»;
Κανένα νέο συμβόλαιο με νέα - κοινωνικά και περιφερειακά - χαρακτηριστικά δεν θα είναι διαθέσιμο όσο ο ευρωσκεπτικισμός δεν συνοδεύεται από αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις ή η απειλή για διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος δεν είναι ρεαλιστική και αξιόπιστη - και προς το παρόν τίποτε από τα δύο δεν υφίσταται.
Κυρίως αυτό το νέο συμβόλαιο δεν πρόκειται να προσφερθεί από τη Γερμανία, η οποία κατά πάσαν πιθανότητα θα προσπαθήσει μόνο να επουλώσει τα τραύματα που έχει υποστεί ο γαλλογερμανικός άξονας και να δείξει καλή διάθεση έως εκεί που δεν θίγεται ο σκληρός πυρήνας των στενών συμφερόντων της.
Σε βάθος χρόνου το γερμανικό μοντέλο δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί και το Βερολίνο, υπό οποιαδήποτε ηγεσία, είναι πάρα πολύ δύσκολο να απεμπολήσει ισχύ προς χάριν των όποιων εταίρων του.
Όσο μάλιστα δεν προκύπτουν εθνικές ηγεσίες με διάθεση και ικανότητα να ενδυναμώσουν τις χώρες τους, να παραγάγουν βιώσιμες πολιτικές προτάσεις και να μειώσουν την εξάρτησή τους από το γερμανοκρατούμενο ευρωσύστημα, ο ευρωσκεπτικισμός ενδέχεται να λειτουργήσει περισσότερο ως... φόβητρο για τους λαούς που τον εκφράζουν παρά για τη Γερμανία.
Ήδη η κραυγαλέα αποτυχία των Ροάθηο5 χρεώνεται, κατά πολύ μεγάλο μέρος, στην αβεβαιότητα που πυροδότησε το Brexit, στον φόβο για εσωτερική διάλυση και ανεξαρτητοποιήσεις περιοχών - με συνέπεια την απώλεια ισχύος της χώρας - και στην κούραση από την πολύμηνη ταλαιπωρία και πολιτική αβεβαιότητα, από την οποία ουδέν νεότερον προέκυψε σε επίπεδο πολιτικής πρότασης πέραν των κατηγοριών για τη διαφθορά των «παλαιών» κομμάτων.
Η δε μεγαλύτερη αποχή δηλώνει ότι τις απώλειες της Δεξιάς και των Σοσιαλιστών δεν κατάφεραν να καρπωθούν οι Ροάθηο5, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη καχυποψία την ύστατη ώρα.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1923 στις 30-06-2016
Μέχρι τώρα τα κύματα αμφισβήτησης έχουν απορροφηθεί. Στην Ελλάδα, μετά το δημοψήφισμα και το «Όχι» στην πρόταση Γιούνκερ, ένα ακόμη μνημόνιο έδεσε χειροπόδαρα τη χώρα και διαιώνισε το καθεστώς προτεκτοράτου.
Στην Ισπανία το ξεπέταγμα των Podemos έμεινε άσφαιρο ύστερα από έξι μήνες ακυβερνησίας, ενώ στην Πορτογαλία η κυβέρνηση σοσιαλιστών, Αριστεράς, κομμουνιστών και Πρασίνων παλεύει με νύχια και με δόντια για να κρατήσει τα προσχήματα της προεκλογικής συμφωνίας των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού υπό τις συνεχείς απειλές του ΔΝΤ και των ευρωτεχνοκρατών παρά την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο.
Και παλαιότερα, όμως, αποτελέσματα δημοψηφισμάτων, όπως το «Όχι» της Ιρλανδίας στη Συνθήκη της Λισσαβώνας ή τα «ευρωσκεπτικιστικά» «Όχι» της Δανίας, της Σουηδίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας τη δεκαετία του 2000 εν τέλει απορροφήθηκαν ή αντιστράφηκαν.
Με απλά λόγια, πολύ συχνά οι ευρωπαϊκοί λαοί δηλώνουν θεσμικά τις εντάσεις τους, αλλά το ιερατείο της Ευρώπης έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτικό.
Ωστόσο η σφαλιάρα από το βρετανικό δημοψήφισμα ήταν ηχηρότατη όχι μόνο επειδή προήλθε από τη Βρετανία, ένα προπύργιο του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, αλλά και διότι προέκυψε ύστερα από το θρίλερ της Αυστρίας και πυροδότησε ανάλογα αιτήματα σε άλλες χώρες. Επιπλέον άνοιξε πρώτη φορά την πόρτα της εξόδου από την Ε.Ε., ένα σενάριο για το οποίο δεν υπήρχε ούτε νομοθετική ούτε πολιτική ετοιμότητα στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο.
Αν αυτή η τάση επεκταθεί, πιθανότατα δεν θα είναι διαχειρίσιμη, ανεξαρτήτως της «απορροφητικής» δυνατότητας του ευρωσυστήματος.
4 Μπορεί η Γερμανία να ανθίσταται πλέον στο αίτημα των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη για αλλαγή πορείας στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και να συνεχίζει την πολιτική πυγμής;
Έως πρότινος κανενός η άποψη ή η πίεση για αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης της οικονομικής κρίσης δεν έκανε τα αυτιά των Γερμανών υπευθύνων να ιδρώσουν. Είναι πασίγνωστος ο - σκαιός, μέχρι και εξευτελιστικός - τρόπος με τον οποίο Γερμανοί αξιωματούχοι, με πρώτον και καλύτερο τον Σόιμπλε, απέπεμπαν ή λοιδορούσαν ακόμη και υπουργούς Οικονομικών των ΗΠΑ, προς τους οποίους απηύθυναν προτροπές του είδους π.χ. «να πληρώσουν αυτοί τα χρέη της Ελλάδας» αν θέλουν να κάνουν το κουμάντο.
Είναι επίσης γνωστή η πίεση κυρίως των Αμερικανών προς τη Γερμανία να καταβάλει - μέσω της αμοιβαιοποίησης των χρεών - το... λειτουργικό κόστος που απαιτεί η απρόσκοπτη λειτουργία της ευρωζώνης, από την οποία ο κυρίως (αν όχι ο μόνος) καθαρά κερδισμένος είναι οι Γερμανοί. Και αυτή η λογική απορρίφθηκε.
Τέλος, είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι εμπορικοί εταίροι της Ε.Ε. θέλουν διακαώς τη συνέχιση και την εμβάθυνση της ενοποίησης μιας πλούσιας αγοράς 500 εκατομμυρίων κατοίκων, με ΑΕΠ 19 τρισεκατομμυρίων ευρώ κατά προσέγγιση. Σε διαφορετική περίπτωση θα είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν μια ποικιλία εμπορικών καθεστώτων και προστατευτισμών που θα δυσχεραίνουν την εμβάθυνση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών.
Επιπλέον, μπορεί στο παρελθόν οι ΗΠΑ να έχουν «καταπιεί» τις προσβολές των Γερμανών στα θέματα διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, αλλά η Ευρώπη υπήρξε παραδοσιακά, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα πεδίο που «υπάγεται» στις ΗΠΑ και τις γεωστρατηγικές ανάγκες τους.
Είναι λοιπόν ένα ερώτημα το αν οι Αμερικανοί, επίσης αιφνιδιασμένοι και πικαρισμένοι από το Brexit, θα θελήσουν - μέσω των ουκ ολίγων προθύμων συμμάχων και υποτελών τους - να βάλουν ακόμη μεγαλύτερη φωτιά στην Ευρώπη ώστε να καταστήσουν αδύνατον τον έλεγχο της ηπείρου από τους Γερμανούς.
Συνεπώς η Γερμανία θα πρέπει να βάλει στη ζυγαριά από τη μια τις δικές της ιδιαίτερες ανάγκες και τη διατήρηση της μέχρι τώρα συντριπτικής οικονομικής και πολιτικής ισχύος της στο ευρωσύστημα και από την άλλη το γεωστρατηγικό της βάρος, το οποίο είναι αναντίστοιχο της οικονομικής της δύναμης.
5 Μπορεί η Γερμανία να αποδεχθεί σημαντικές θεσμικές και οικονομικές παραχωρήσεις προς τις άλλες χώρες της Ενωσης στο πλαίσιο της πολιτικής - οικονομικής ενοποίησης ή θα αναγκαστεί να χαλαρώσει τους δεσμούς οδηγώντας σε κατακερματισμό της Ευρώπης σε περιφερειακές ενότητες;
Το είδος και το εύρος των παραχωρήσεων που θα ζητηθούν από την πλευρά των σημερινών ή μελλοντικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα κρίνει το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει η Γερμανία.
Το Βερολίνο, για να έχει τη δυνατότητα να αγνοήσει πλήρως τα αιτήματα για αμοιβαιοποίηση του ρίσκου, θα πρέπει να ανοίξει τόσο πολύ τα φτερά του στην εκτός Ε.Ε. εξαγωγική δραστηριότητα, ώστε να αντισταθμίσει τυχόν περιορισμούς και απώλειες στο εσωτερικό της Ευρώπης. Αυτό το στοίχημα έχει τεθεί τα τελευταία λίγα χρόνια, αλλά δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι μπορεί να κερδηθεί.
Μια ακόμη παράμετρος, με σημαντικές επιπτώσεις στις γερμανικές αποφάσεις, μπορεί να είναι οι εσωτερικές πολιτικές επιπτώσεις. Ήδη στη Γερμανία αναδύεται ένα αυξανόμενο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα το οποίο αποτυπώνεται στις δημοσκοπικές και τοπικές εκλογικές επιδόσεις της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (ΑΟ), η οποία είναι ήδη τρίτο κόμμα και δεν αποκλείεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο μέχρι τις γερμανικές εκλογές το φθινόπωρο του 2017.
Το ρεύμα αυτό αντιτίθεται σφόδρα στην ιδέα της αμοιβαιοποίησης του κόστους και του ρίσκου που απαιτείται για τη διατήρηση της ευρωζώνης - ήδη είναι μεγάλες οι αντιδράσεις για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ είναι πάγιο το αίτημα για τη δημιουργία μιας μικρότερης ευρωζώνης, αποτελούμενης από τις πλούσιες χώρες της Ευρώπης, επιλογή που θα είχε άμεση συνέπεια τη δημιουργία περιφερειακών οικονομικών - και άρα πολιτικών - ενώσεων αντί της σημερινής Ε. Ε. και της ευρωζώνης.
6 Μπορεί η «γερμανική» Ευρώπη να συνεχίσει στον δρόμο της «κινεζοποίησης» της περιφέρειας χωρίς οι λαοί της να προκαλέσουν της διάλυση του οικοδομήματος;
Ήδη από τη δεκαετία του 2000, όταν η ορμητική είσοδος της Κίνας στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα δρομολογούσε τη βίαιη μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας προς την Ανατολή διασπώντας τον κλειστό - εντός της Δύσης - κύκλο διαδοχής στην παγκόσμια οικονομική κυριαρχία, στην Ευρώπη ετέθη το ερώτημα της πολιτικής και οικονομικής απάντησης.
Το συμπέρασμα που προέκυψε στη Γερμανία και στους τεχνοκρατικούς κύκλους της Ευρώπης ήταν ότι το ισχυρό κοινωνικό κράτος και το κράτος δικαίου αποτελούσαν βαρίδι στην ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και έκτοτε τα βήματα προς το ξήλωμά τους είναι συνεχή. Η δε κρίση χρέους αποδείχθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε η ευελιξία να αντικαταστήσει σταδιακά την ασφάλεια της εργασίας και η μείωση του εργασιακού κόστους να γίνει βορά στην κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών πολυεθνικών.
Το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο έφτανε στο τέλος του και μια μορφή «κινεζοποίησης» της εργασίας και των δικαιωμάτων ανέτειλλε. Ταυτοχρόνως η σταδιακή μετατροπή των φτωχότερων λαών της Ευρώπης από περιφερειακούς παραγωγούς σε εύπορους καταναλωτές και εν συνεχεία σε χρεοκοπημένο, απελπισμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό επέφερε μια δομική αλλαγή στη λειτουργία της Ευρώπης, με ενίσχυση του κέντρου και του Βορρά και περιθωριοποίηση του Νότου και της περιφέρειας.
Η γερμανική ισχύς προφανώς δοκιμάζεται σκληρά στο πολιτικό πεδίο. Το ίδιο και ο γαλλογερμανικός άξονας. Ωστόσο οι εξελίξεις που θα σημειωθούν, θα εξαρτηθούν από το εάν θα επέλθει τελικά το Brexit χωρίς σοβαρούς οικονομικούς κλυδωνισμούς για το πλούσιο τμήμα της Ευρώπης ή εάν θα υπονομεύσει την ισχύ του.
Στη δεύτερη περίπτωση - ή σε αυτήν ενός δεύτερου βρετανικού δημοψηφίσματος με αντίθετο αποτέλεσμα - κανένας απολύτως λόγος χαλάρωσης των δεσμών δεν πρόκειται να υπάρξει.
Αν, αντιθέτως, προκληθεί σοβαρή οικονομική ζημία και αστάθεια, τότε η Γερμανία θα έχει να σταθμίσει το μικρότερο κακό και να πράξει αναλόγως.
7 Μπορεί η Γερμανία να αποφύγει κλυδωνισμούς στο κοινό νόμισμα, ώστε αυτό να συνεχίσει να αποτελεί πόλο έλξης επενδύσεων; Μπορεί να δεχτεί ότι το ευρώ - ένα νόμισμα φθηνό μόνο για την ίδια και ακριβό για όλους τους άλλους - πρέπει να αλλάξει χαρακτήρα και λειτουργία ώστε να εξισορροπηθούν τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας των εταίρων της;
Το ευρώ έχει λόγο ύπαρξης μόνο ως νόμισμα προσέλκυσης επενδύσεων και υπάρχει - με τη μορφή και τη δομή του - επειδή εξυπηρετεί πρωτίστως τα γερμανικά συμφέροντα. Με βάση όσα περιγράψαμε παραπάνω, για να αλλάξει δραματικά η δομή και η λειτουργία του, θα πρέπει - όπως έχει επαρκώς αναλυθεί στο παρελθόν - στο ισοζύγιο του κόστους αυτή η επιλογή να είναι βολικότερη είτε από μια μικρότερη ευρωζώνη είτε ακόμη και από την εγκατάλειψή του εκ μέρους της Γερμανίας.
Τα επόμενα ελάχιστα χρόνια θα δείξουν πώς θα διαμορφωθεί αυτό το ισοζύγιο μεταξύ κόστους και οφέλους κυρίως για το Βερολίνο.
8 Μπορεί η Γερμανία να διαμορφώσει και να προτείνει ένα νέο συμβόλαιο συνύπαρξης στις χώρες και τους λαούς της Ευρώπης, ώστε να μετατρέψει τον ευρωσκεπτικισμό και την απέχθεια σε «ελπίδα για μακροημέρευση της Ενωσης»;
Κανένα νέο συμβόλαιο με νέα - κοινωνικά και περιφερειακά - χαρακτηριστικά δεν θα είναι διαθέσιμο όσο ο ευρωσκεπτικισμός δεν συνοδεύεται από αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις ή η απειλή για διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος δεν είναι ρεαλιστική και αξιόπιστη - και προς το παρόν τίποτε από τα δύο δεν υφίσταται.
Κυρίως αυτό το νέο συμβόλαιο δεν πρόκειται να προσφερθεί από τη Γερμανία, η οποία κατά πάσαν πιθανότητα θα προσπαθήσει μόνο να επουλώσει τα τραύματα που έχει υποστεί ο γαλλογερμανικός άξονας και να δείξει καλή διάθεση έως εκεί που δεν θίγεται ο σκληρός πυρήνας των στενών συμφερόντων της.
Σε βάθος χρόνου το γερμανικό μοντέλο δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί και το Βερολίνο, υπό οποιαδήποτε ηγεσία, είναι πάρα πολύ δύσκολο να απεμπολήσει ισχύ προς χάριν των όποιων εταίρων του.
Όσο μάλιστα δεν προκύπτουν εθνικές ηγεσίες με διάθεση και ικανότητα να ενδυναμώσουν τις χώρες τους, να παραγάγουν βιώσιμες πολιτικές προτάσεις και να μειώσουν την εξάρτησή τους από το γερμανοκρατούμενο ευρωσύστημα, ο ευρωσκεπτικισμός ενδέχεται να λειτουργήσει περισσότερο ως... φόβητρο για τους λαούς που τον εκφράζουν παρά για τη Γερμανία.
Ήδη η κραυγαλέα αποτυχία των Ροάθηο5 χρεώνεται, κατά πολύ μεγάλο μέρος, στην αβεβαιότητα που πυροδότησε το Brexit, στον φόβο για εσωτερική διάλυση και ανεξαρτητοποιήσεις περιοχών - με συνέπεια την απώλεια ισχύος της χώρας - και στην κούραση από την πολύμηνη ταλαιπωρία και πολιτική αβεβαιότητα, από την οποία ουδέν νεότερον προέκυψε σε επίπεδο πολιτικής πρότασης πέραν των κατηγοριών για τη διαφθορά των «παλαιών» κομμάτων.
Η δε μεγαλύτερη αποχή δηλώνει ότι τις απώλειες της Δεξιάς και των Σοσιαλιστών δεν κατάφεραν να καρπωθούν οι Ροάθηο5, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη καχυποψία την ύστατη ώρα.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1923 στις 30-06-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.