Ο "πολιτικός" Σεφέρης
Ήταν 20 Σεπτεμβρίου του 1971, όταν ο Γιώργος Σεφέρης άφησε την τελευταία του πνοή. Δύο ημέρες μετά πλήθος κόσμου θα τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος διακόπτει την κυκλοφορία και τραγουδά το ποίημα του Άρνηση, μελοποιημένο από το Μίκη Θεοδωράκη και λογοκριμένο από τη Χούντα. Και με το θάνατό του ακόμα ο Σεφέρης θα πολεμήσει το άθλιο καθεστώς για το οποίο από την αρχή δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του .«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος....
Ακολούθησε η ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας την Παρασκευή της 28ης Μαρτίου του 1969, η οποία τελείωνε με την ευχή: "Παρακαλώ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει άλλη φορὰ σὲ παρόμοια ανάγκη νὰ ξαναμιλήσω". Η ευχή του δυστυχώς δεν εισακούστηκε. Λίγους μήνες αργότερα με την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας δημοσιεύεται το βιβλίο-σταθμός, Δεκαοκτώ κείμενα, όπου περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων το ποίημα, Οι γάτες του Αϊ Νικόλα, μια πολιτική αλληγορία για τη χούντα. Το τελευταίο ποίημα που έγραψε, το Επί ασπαλάθων, δημοσιεύθηκε στο Βήμα , τρεις μέρες μετά το θάνατό του στις 23-8-1971 και αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ποιητικής και αντιδικτατορικής δράσης του. Αυτές του οι ενέργειες οδήγησαν τη Χούντα να του αφαιρέσει τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή καθώς και το διπλωματικό διαβατήριο που κατείχε.
Οι ίδιες πάντως ενέργειες σε συνδυασμό με την αστείρευτη αγάπη του για τον ελληνισμό και την ιστορία του και το βαθύ σεβασμό για κάθε τι γνήσια λαϊκό, έκαναν τον ελληνικό λαο να σκύψει με σεβασμό κι αγάπη πάνω στο φέρετρο αλλά κυρίως πάνω στην ποίησή του. Μια ποίηση που μέσα της διαθλώνται 2500 χρόνια ελληνικής μνήμης και ιστορίας . Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Ο Σεφέρης μέσα από το έργο του, με κρυπτικά σύμβολα και δυσείκαστους πολλές φορές υπαινιγμούς, φωτίζει τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Παραδόσεις αρχαίες και νεότερες, μνήμες που έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ενός ολόκληρου λαού αποθησαυρίζονται με μια γλώσσα ζωντανή, λαϊκή, που αυτός ένας αστός, ένας κοσμοπολίτης δεν αρνήθηκε να μιλήσει και να γράψει. Είναι άλλωστε αυτός που έσκυψε πάνω στο Σολωμό ,το Μακρυγιάννη και το Θεόφιλο προσπαθώντας να μας τους γνωρίσει, να μας κάνει να τους αγαπήσουμε. Γιατί ο λαϊκός πολιτισμός, οι παραδόσεις μας, είναι κομμάτι της ιστορικής μας συνείδησης.
Στις δύσκολες μέρες που διανύουμε, κατά τις οποίες απαξιώνεται και δαιμονοποιείται κάθε τι εθνικό ως εθνικιστικό, καθετί λαϊκό ως λαϊκίστικο, ας κρατήσουμε ως προσωρινό επιμύθιο τα λόγια του ποιητή από μια ομιλία του στις 16 Απριλίου του 1964, στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης: «...είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;»
(Τρίτη, 21 Σεπτέμβριος 2010. Συντάχθηκε απο τον Μάνο Στεφανάκη)
Αντί επιλόγου παραθέτω, πιό κάτω, το πιο "πολιτικό" του ποίημα : "Το απομεσήμερο ενός φαύλου", γραμμένο το 1944.
Ελλάς , πυρ! Ελλήνων , πυρ! Χριστιανών, πυρ! Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
Ήταν 20 Σεπτεμβρίου του 1971, όταν ο Γιώργος Σεφέρης άφησε την τελευταία του πνοή. Δύο ημέρες μετά πλήθος κόσμου θα τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος διακόπτει την κυκλοφορία και τραγουδά το ποίημα του Άρνηση, μελοποιημένο από το Μίκη Θεοδωράκη και λογοκριμένο από τη Χούντα. Και με το θάνατό του ακόμα ο Σεφέρης θα πολεμήσει το άθλιο καθεστώς για το οποίο από την αρχή δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του .«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος....
Ακολούθησε η ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας την Παρασκευή της 28ης Μαρτίου του 1969, η οποία τελείωνε με την ευχή: "Παρακαλώ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει άλλη φορὰ σὲ παρόμοια ανάγκη νὰ ξαναμιλήσω". Η ευχή του δυστυχώς δεν εισακούστηκε. Λίγους μήνες αργότερα με την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας δημοσιεύεται το βιβλίο-σταθμός, Δεκαοκτώ κείμενα, όπου περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων το ποίημα, Οι γάτες του Αϊ Νικόλα, μια πολιτική αλληγορία για τη χούντα. Το τελευταίο ποίημα που έγραψε, το Επί ασπαλάθων, δημοσιεύθηκε στο Βήμα , τρεις μέρες μετά το θάνατό του στις 23-8-1971 και αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ποιητικής και αντιδικτατορικής δράσης του. Αυτές του οι ενέργειες οδήγησαν τη Χούντα να του αφαιρέσει τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή καθώς και το διπλωματικό διαβατήριο που κατείχε.
Οι ίδιες πάντως ενέργειες σε συνδυασμό με την αστείρευτη αγάπη του για τον ελληνισμό και την ιστορία του και το βαθύ σεβασμό για κάθε τι γνήσια λαϊκό, έκαναν τον ελληνικό λαο να σκύψει με σεβασμό κι αγάπη πάνω στο φέρετρο αλλά κυρίως πάνω στην ποίησή του. Μια ποίηση που μέσα της διαθλώνται 2500 χρόνια ελληνικής μνήμης και ιστορίας . Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Ο Σεφέρης μέσα από το έργο του, με κρυπτικά σύμβολα και δυσείκαστους πολλές φορές υπαινιγμούς, φωτίζει τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Παραδόσεις αρχαίες και νεότερες, μνήμες που έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ενός ολόκληρου λαού αποθησαυρίζονται με μια γλώσσα ζωντανή, λαϊκή, που αυτός ένας αστός, ένας κοσμοπολίτης δεν αρνήθηκε να μιλήσει και να γράψει. Είναι άλλωστε αυτός που έσκυψε πάνω στο Σολωμό ,το Μακρυγιάννη και το Θεόφιλο προσπαθώντας να μας τους γνωρίσει, να μας κάνει να τους αγαπήσουμε. Γιατί ο λαϊκός πολιτισμός, οι παραδόσεις μας, είναι κομμάτι της ιστορικής μας συνείδησης.
Στις δύσκολες μέρες που διανύουμε, κατά τις οποίες απαξιώνεται και δαιμονοποιείται κάθε τι εθνικό ως εθνικιστικό, καθετί λαϊκό ως λαϊκίστικο, ας κρατήσουμε ως προσωρινό επιμύθιο τα λόγια του ποιητή από μια ομιλία του στις 16 Απριλίου του 1964, στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης: «...είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;»
(Τρίτη, 21 Σεπτέμβριος 2010. Συντάχθηκε απο τον Μάνο Στεφανάκη)
Αντί επιλόγου παραθέτω, πιό κάτω, το πιο "πολιτικό" του ποίημα : "Το απομεσήμερο ενός φαύλου", γραμμένο το 1944.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.