Mιά ραφινάτη ανάλυση του αποφθέγματος « ΤΟ ΟΧΙ ΤΟ ΕΙΠΕ Ο ΛΑΟΣ»
Διάβαζα
τις προάλλες ένα άρθρο στο οποίο ο συντάκτης του αναρωτιόταν τι θα
γινόταν αν ο Μεταξάς είχε απαντήσει «Ναι» στο ιταμό τελεσίγραφό της
Μουσολινικής Ιταλίας πριν από 74 χρόνια. Άραγε, τότε ποιά εποποιία
της νεότερης ελληνικής ιστορίας θα γιορτάζαμε κάθε 28η Οκτωβρίου;
Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μια μερίδα ερευνητών που τρέφονται με
χαοτικά πνευματικό σάντουιτς στη προσπάθεια τους να ενοποιήσουν τη
Θεωρία της Σχετικότητας με την Κβαντομηχανική. Ευτυχώς για όλους ,
όμως, η Ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις.Το βιβλίο του πρέσβη
της φασιστικής Ιταλίας στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι " Il Principio
della fine - L' impresa contro la Grecia "(Η αρχή του τέλους - Η επιχείρηση
κατά της Ελλάδας) εκδόθηκε στη Ρώμη το 1945. Ελάχιστους, μόνο, μήνες
μετά το μακάβριο δημόσιο θέαμα του κρεμασμένου ανάποδα Μουσολίνι και
των συνεργατών του από τσιγκέλια κρέατος στην Πιατσάλε Λορέττο του
Μιλάνου.
Στο βιβλίο του ο Ιταλός διπλωμάτης αναφέρεται στα γεγονότα που προηγήθηκαν του Ελληνοιταλικού πολέμου με έντονο ύφος και καθυστερημένο αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των συμπατριωτών του που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του. Περιγράφει, ωστόσο, μοναδικά το τελεσίγραφο που επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά κατά την επίσκεψή στο σπίτι του Έλληνα δικτάτορα στη γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή στη Κηφισιά τα χαράματα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940.
Περιττό να υπενθυμίσω εδώ το τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού «Έλλη» στη Τήνο από το Ιταλικό υποβρύχιο «Delfino» ανήμερα της Μεγαλόχαρης τον 15Αυγουστο του 1940. Έγκλημα που ο λαός «το ’χε τούμπανο» και ο Μεταξάς κρατούσε απόλυτα μυστική την πραγματογνωμοσύνη με ταυτόχρονη απαγόρευση στον Τύπο οποιουδήποτε υπαινιγμού για την εθνικότητα του υποβρυχίου.
Όταν , όμως , έφθασε ο Γκράτσι με τους συνοδούς του στη πρωθυπουργική κατοικία δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, γίνεται περίπου λογοτεχνικός αναφερόμενος στο υπηρετικό προσωπικό που κοιμόταν, στο χτύπημα του κουδουνιού που δεν άκουγε κανείς, την ατέλειωτη αναμονή του μπροστά στη καγκελόπορτα, ενώ μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
«Επί τέλους» γράφει, «το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό».
«Μου έσφιξε το χέρι» συνεχίζει , «με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ' έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια» .
Μα σημειώσω εδώ ότι ο διπλωμάτης ήταν περιφρονητικός γράφοντας πέντε χρόνια μετά το άδοξο τέλος της σταδιοδρομίας του. Ήδη, λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου και τον «Αέρα» του τσολιά στην Αλβανία , δέχθηκε την έκρηξη της οργής του ίδιου του Μουσολίνι επειδή στις εμπιστευτικές του αναφορές παρουσίαζε τους Έλληνες ως «ανίκανους προς οποιανδήποτε άμυνα», πολύ δε περισσότερο έναντι του σύγχρονου πολεμικού εξοπλισμού των Ιταλών.
Οπότε, η χρήση την ειρωνικής αισθητικής του Τορίνεζου ποιητή Gozzano και η συγκριτική αναφορά της Βίλλας- την οποία που νοίκιαζε από το 1920 ο Μουσολίνι από το τραπεζίτη Τορλόνια αντί μια λιρέτας το χρόνο ως έδρα του στη Ρώμη- δεν ήταν καν για πικρά χαμόγελα αλλά μόνο για κλάματα , δεδομένου πως όταν γράφει έχει βιώσει τον εφιάλτη της χώρας του
Στη ουσία περιγράφει το Μεταξά με χέρια που τρέμουν να βουρκώνει μέσα από τα γυαλιά του – «όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος»- όταν του εγχειρίζει προσωπικά το τελεσίγραφο της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίο η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της ίδιας ημέρας.
Εκείνο που δεν γράφει στο βιβλίο του ήταν τι περιείχε το μακρύ κείμενο του τελεσίγραφου. Ουσιαστικά αναμασούσε όσα μπορούσε να σταχυολογήσει από το απόθεμα της χαμηλής φαντασίας του ο Ιταλός Υπ.Εξ. Τσιάνο, ο συντάκτης του κειμένου. Τις Ελληνικές πχ παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, τη συνεργασία μαζί του, τη καταπίεση των Αλβανών της Τσαμουριάς κλπ. Και βέβαια σημείωνε πως αν η Ελλάδα φέρει αντίσταση κατά των απαιτήσεων της Ιταλίας να καταλάβει ν στρατηγικά σημεία της χώρας ,αυτή η αντίδραση “θα καμφθεί διά όπλων”.
« Όταν τελείωσε την ανάγνωση,» γράφει ο Γκράτσι «με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: "Allors c' est la guerre" (Επομένως έχουμε πόλεμο). «Pas necessaire , mon excellence»( Όχι απαραίτητα Εξοχότατε) , διηγείται ότι άρχισε να του λέει ο πρέσβης και μετά αφηγείται παραληρηματικά σχεδόν τις ενοχές του. Για την απέχθεια προς το επάγγελμά του , το θλιβερό σταυρό του αξιώματος του, την ταπείνωση που ένοιωσε όταν άκουσε τα αποκαρδιωμένα λόγια του Μεταξά "Vous etes le plus forts" (Είσθε οι πιο ισχυροί).
Και έκλεισε τις αναμνήσεις εκείνης της κρίσιμης ώρας γράφοντας ότι υποκλίθηκε μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκε από το σπίτι του ανθρώπου που είχε διαλέξει για την πατρίδα του το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατίμωσης .
Και για επιστρέψω στο αρχικό ερώτημα-υπόθεση, χωρίς να υποτιμώ το ρόλο του ατόμου στην Ιστορία, το πρόσωπο του Μεταξά είναι μάλλον αδιάφορο για το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα . Διόλου λαοπρόβλητος ως ηγέτης, καθόλου δημοκρατικός, αλλά προνοητικός ως στρατιωτικός και έντιμος σαν άνθρωπος, υπηρέτησε με ευθύνη το προφανές υπό το βάρος στους ώμους του μιας ιστορίας αιώνων.
Αρνήθηκε να παραδώσει τη χώρα σε σχεδόν ομοϊδεάτες κατακτητές, επιτελώντας το πατριωτικό του καθήκον . Έστω κι αν δεν πίστευε σε μια επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επίθεσης απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό Λαό το οποίο κατέληγε με το «Νυν υπέρ πάντων ο αγών». Μια στάση που τη αξίζει κάθε τιμή,
Όσο για το τι γιορτάζουμε σήμερα αυτά είναι τα ψυχικά αποθέματα αντίστασης, ο ηρωισμός και η εγκαρτέρηση του Ελληνικού λαού , των φαντάρων και των αξιωματικών του στο μέτωπο της άρνησης σε κάθε εισβολέα την είσοδο στη γη του. Αυτό το «Όχι» του λαού γιορτάζουμε με παρελάσεις και πανηγυρικούς. Γιατί , υιοθετώντας μια φορά μόνο τη θέση των οπαδών της θεωρίας του «τι θα γινόταν αν», αναρωτιέμαι τι θα γιορτάζαμε σήμερα στη περίπτωση που, παρά τα βροντερά «Όχι» του Μεταξά , ο Ελληνικός στρατός συντριβόταν από τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας ; Μήπως τους γαλλικούς διπλωματικούς διαλόγους;
"Allors c' est la guerre"
Στο βιβλίο του ο Ιταλός διπλωμάτης αναφέρεται στα γεγονότα που προηγήθηκαν του Ελληνοιταλικού πολέμου με έντονο ύφος και καθυστερημένο αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των συμπατριωτών του που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του. Περιγράφει, ωστόσο, μοναδικά το τελεσίγραφο που επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά κατά την επίσκεψή στο σπίτι του Έλληνα δικτάτορα στη γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή στη Κηφισιά τα χαράματα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940.
Περιττό να υπενθυμίσω εδώ το τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού «Έλλη» στη Τήνο από το Ιταλικό υποβρύχιο «Delfino» ανήμερα της Μεγαλόχαρης τον 15Αυγουστο του 1940. Έγκλημα που ο λαός «το ’χε τούμπανο» και ο Μεταξάς κρατούσε απόλυτα μυστική την πραγματογνωμοσύνη με ταυτόχρονη απαγόρευση στον Τύπο οποιουδήποτε υπαινιγμού για την εθνικότητα του υποβρυχίου.
Όταν , όμως , έφθασε ο Γκράτσι με τους συνοδούς του στη πρωθυπουργική κατοικία δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, γίνεται περίπου λογοτεχνικός αναφερόμενος στο υπηρετικό προσωπικό που κοιμόταν, στο χτύπημα του κουδουνιού που δεν άκουγε κανείς, την ατέλειωτη αναμονή του μπροστά στη καγκελόπορτα, ενώ μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
«Επί τέλους» γράφει, «το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό».
«Μου έσφιξε το χέρι» συνεχίζει , «με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ' έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια» .
Μα σημειώσω εδώ ότι ο διπλωμάτης ήταν περιφρονητικός γράφοντας πέντε χρόνια μετά το άδοξο τέλος της σταδιοδρομίας του. Ήδη, λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου και τον «Αέρα» του τσολιά στην Αλβανία , δέχθηκε την έκρηξη της οργής του ίδιου του Μουσολίνι επειδή στις εμπιστευτικές του αναφορές παρουσίαζε τους Έλληνες ως «ανίκανους προς οποιανδήποτε άμυνα», πολύ δε περισσότερο έναντι του σύγχρονου πολεμικού εξοπλισμού των Ιταλών.
Οπότε, η χρήση την ειρωνικής αισθητικής του Τορίνεζου ποιητή Gozzano και η συγκριτική αναφορά της Βίλλας- την οποία που νοίκιαζε από το 1920 ο Μουσολίνι από το τραπεζίτη Τορλόνια αντί μια λιρέτας το χρόνο ως έδρα του στη Ρώμη- δεν ήταν καν για πικρά χαμόγελα αλλά μόνο για κλάματα , δεδομένου πως όταν γράφει έχει βιώσει τον εφιάλτη της χώρας του
Στη ουσία περιγράφει το Μεταξά με χέρια που τρέμουν να βουρκώνει μέσα από τα γυαλιά του – «όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος»- όταν του εγχειρίζει προσωπικά το τελεσίγραφο της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίο η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της ίδιας ημέρας.
Εκείνο που δεν γράφει στο βιβλίο του ήταν τι περιείχε το μακρύ κείμενο του τελεσίγραφου. Ουσιαστικά αναμασούσε όσα μπορούσε να σταχυολογήσει από το απόθεμα της χαμηλής φαντασίας του ο Ιταλός Υπ.Εξ. Τσιάνο, ο συντάκτης του κειμένου. Τις Ελληνικές πχ παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, τη συνεργασία μαζί του, τη καταπίεση των Αλβανών της Τσαμουριάς κλπ. Και βέβαια σημείωνε πως αν η Ελλάδα φέρει αντίσταση κατά των απαιτήσεων της Ιταλίας να καταλάβει ν στρατηγικά σημεία της χώρας ,αυτή η αντίδραση “θα καμφθεί διά όπλων”.
« Όταν τελείωσε την ανάγνωση,» γράφει ο Γκράτσι «με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: "Allors c' est la guerre" (Επομένως έχουμε πόλεμο). «Pas necessaire , mon excellence»( Όχι απαραίτητα Εξοχότατε) , διηγείται ότι άρχισε να του λέει ο πρέσβης και μετά αφηγείται παραληρηματικά σχεδόν τις ενοχές του. Για την απέχθεια προς το επάγγελμά του , το θλιβερό σταυρό του αξιώματος του, την ταπείνωση που ένοιωσε όταν άκουσε τα αποκαρδιωμένα λόγια του Μεταξά "Vous etes le plus forts" (Είσθε οι πιο ισχυροί).
Και έκλεισε τις αναμνήσεις εκείνης της κρίσιμης ώρας γράφοντας ότι υποκλίθηκε μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκε από το σπίτι του ανθρώπου που είχε διαλέξει για την πατρίδα του το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατίμωσης .
Και για επιστρέψω στο αρχικό ερώτημα-υπόθεση, χωρίς να υποτιμώ το ρόλο του ατόμου στην Ιστορία, το πρόσωπο του Μεταξά είναι μάλλον αδιάφορο για το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα . Διόλου λαοπρόβλητος ως ηγέτης, καθόλου δημοκρατικός, αλλά προνοητικός ως στρατιωτικός και έντιμος σαν άνθρωπος, υπηρέτησε με ευθύνη το προφανές υπό το βάρος στους ώμους του μιας ιστορίας αιώνων.
Αρνήθηκε να παραδώσει τη χώρα σε σχεδόν ομοϊδεάτες κατακτητές, επιτελώντας το πατριωτικό του καθήκον . Έστω κι αν δεν πίστευε σε μια επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επίθεσης απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό Λαό το οποίο κατέληγε με το «Νυν υπέρ πάντων ο αγών». Μια στάση που τη αξίζει κάθε τιμή,
Όσο για το τι γιορτάζουμε σήμερα αυτά είναι τα ψυχικά αποθέματα αντίστασης, ο ηρωισμός και η εγκαρτέρηση του Ελληνικού λαού , των φαντάρων και των αξιωματικών του στο μέτωπο της άρνησης σε κάθε εισβολέα την είσοδο στη γη του. Αυτό το «Όχι» του λαού γιορτάζουμε με παρελάσεις και πανηγυρικούς. Γιατί , υιοθετώντας μια φορά μόνο τη θέση των οπαδών της θεωρίας του «τι θα γινόταν αν», αναρωτιέμαι τι θα γιορτάζαμε σήμερα στη περίπτωση που, παρά τα βροντερά «Όχι» του Μεταξά , ο Ελληνικός στρατός συντριβόταν από τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας ; Μήπως τους γαλλικούς διπλωματικούς διαλόγους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.