Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Ich bin Charlie

Το σκίτσο του Τάσου Αναστασίου στην «Αυγή»

Περίσσεψε η υποκρισία τούτες τις μέρες, με τις αντιδράσεις για την (παγκοσμίως διάσημη, πλέον) γελοιογραφία του Τάσου Αναστασίου στην «Αυγή» της 8ης Φεβρουαρίου. Ακόμη κι ο πρωθυπουργός αισθάνθηκε υποχρεωμένος να διαφοροποιηθεί δημόσια, και μάλιστα κατά την κρίσιμη ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα, από την «ατυχή» έμπνευση του σκιτσογράφου να συγκρίνει τη στάση του Σόιμπλε με τη ναζιστική προσπάθεια οικονομικής εκμετάλλευσης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος (Εβραίων, τσιγγάνων, ομοφυλόφιλων, «διανοητικά καθυστερημένων», «αντικοινωνικών στοιχείων» και λοιπών «υπανθρώπων»).
Χαράμι, λοιπόν, τόσες και τόσες μεγαλόστομες διακηρύξεις για το ιερό δικαίωμα του χιούμορ, στις οποίες επιδόθηκαν οι πάντες μετά το πρόσφατο παρισινό μακελειό; Πάλι καλά που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΝΔ, οπότε ο σκιτσογράφος της «Αυγής» μάλλον δε θα υποστεί όσα τράβηξε ο νεοφιλελεύθερος Τάκης Μίχας, όταν τόλμησε επί Μητσοτάκη να θίξει από τις στήλες του θνησιγενούς κομματικού εντύπου της ΟΝΝΕΔ την ιερή μορφή του Μεγαλέξανδρου.
Όποιος έχει παρακολουθήσει την εξαιρετική δουλειά του Τάσου Αναστασίου, το πιθανότερο είναι να ένιωσε απορία με τον όλο θόρυβο. Σταθερό μοτίβο της, εδώ και χρόνια, αποτελεί ακριβώς το τράβηγμα στα άκρα των ιστορικών αναλογιών: το τανκ του Πολυτεχνείου ως προασπιστής των «ανοιχτών ΑΕΙ», οι προπηλακισμοί των μνημονιακών υπουργών ως καρικατούρα της διαπόμπευσης των αριστοκρατών που οδηγούνταν στις γκιλοτίνες της γαλλικής επανάστασης –και, φυσικά, ουκ ολίγες παραπομπές στη σημασιολογικά φορτισμένη δεκαετία του ’40.
Η ιστορική παιδεία του σκιτσογράφου αναδεικνύεται έτσι σε δομικό στοιχείο του χιούμορ του, που άλλοι λατρεύουν και άλλοι όχι -προσωπικά, θεωρώ τον Αναστασίου έναν από τους κορυφαίους Ελληνες γελοιογράφους των ημερών μας, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Το πρόβλημα είναι καθαρά πολιτικό: από που κι ως που μια γελοιογραφία εκλαμβάνεται από τόσο επίσημα χείλη ως αθέμιτη πρόκληση;
Κακά τα ψέματα. Αν κάτι ενόχλησε στην επίμαχη γελοιογραφία, δεν ήταν η όποια υπερβολή της αλλά το ακριβώς αντίθετο: τα ψήγματα της αλήθειας που εμπεριείχε, η γκροτέσκα -έστω- υπενθύμιση του κοινού εκμεταλλευτικού τόπου που συνδέει το χιτλερικό παρελθόν με τον κοινωνικό δαρβινισμό της σημερινής, γερμανοκρατούμενης Ευρώπης των αγορών.
Αν κάτι καθιστά το ναζιστικό Ολοκαύτωμα μοναδικό, αυτό δεν είναι μόνο η έκταση της φυσικής εξολόθρευσης των «υπανθρώπων» ούτε η διακηρυγμένη πρόθεση μιας «ανώτερης» φυλής και της πολιτικής πρωτοπορίας της ν’ απαλλάξουν μια για πάντα το κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι από κάθε λογής φυλετικά και κοινωνικά «βαρίδια».
Είναι η βιομηχανική οργάνωση αυτής της εξολόθρευσης, ο εξορθολογισμός του μαζικού θανάτου ως διαδικασίας απόλυτης οικονομικής εκμετάλλευσης, η μετατροπή ακόμη και των πτωμάτων σε εκμεταλλεύσιμη (έστω και δυνητικά ή πειραματικά) πρώτη ύλη.
Εξ ού και όταν μιλάμε για ναζισμό στεκόμαστε περισσότερο στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς και της Τρεμπλίνκα και πολύ λιγότερο στις «παραδοσιακές» μαζικές εκατόμβες που διέπραξαν η Βέρμαχτ και τα SS στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. 
Το επίμαχο σκίτσο είχε το ακαταμάχητο προσόν να υπενθυμίζει ότι παρόμοιες αντιλήψεις, σε ηπιότερη φυσικά μορφή, επιβιώνουν στον πυρήνα του κοινωνικού δαρβινισμού της ευρωζώνης. Σε αντίθεση με τους περισσότερους παραλληλισμούς του συρμού, ο Αναστασίου δε στάθηκε σε κάποια εξωτερικά και μόνο γνωρίσματα (Γερμανοί τότε, Γερμανοί τώρα).
Με την οξύτητα που χαρακτηρίζει κάθε πετυχημένη γελοιογραφία, καυτηρίασε την ορατή επαναφορά των άτεγκτων ιεραρχήσεων που επέβαλε κάποτε ο «φυλετικός» ρατσισμός, ως συστατικών πλέον στοιχείων ενός ενδοευρωπαϊκού «διαφορικού» ρατσισμού: λίγο να ξύσει κανείς το προσχηματικό επίχρισμα της πολιτικής ορθοφροσύνης του μέσου ευρωκράτη, δε θ’ αργήσει ν’ ανακαλύψει τους πιο χοντροκομμένες αποικιοκρατικές αντιλήψεις περί της αναπόφευκτης πατρωνείας των «αποτυχημένων» κοινωνιών του νότου από τους εργατικούς ορθολογιστές του βορρά, με όσα αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα και την αξιοπιστία των εκατέρωθεν δημοκρατικών θεσμών.
Αν θέλουμε όντως ν' αποφύγουμε μια μελλοντική επανάληψη της ναζιστικής τραγωδίας, καλό είναι άλλωστε να μην ξεχνάμε μια πικρή αλήθεια: ότι το χιτλερικό καθεστώς δεν πρόκυψε εξ ουρανού ή από παρθενογένεση, αλλά ως η ποιοτική αναβάθμιση κάποιων δημοφιλέστατων μέχρι τότε συντηρητικών ιδεολογημάτων και στερεοτύπων, σύμφυτων με την ιμπεριαλιστική επέκταση των αμέσως προηγούμενων δεκαετιών, που οι ναζί προέκτειναν απλώς μέχρι την έσχατη λογική τους συνέπεια.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η αντιμετώπιση του επίμαχου σκίτσου προκαλεί θλιβερούς συνειρμούς, ιδίως όταν τη συγκρίνει κανείς με την πάνδημη ανάδειξη του εκλεπτυσμένου ρατσισμού του Charlie Hebdo σε «αντισυμβατικό» πρότυπο ελευθερίας του λόγου.
Η αντίφαση μεταξύ των δυο περιπτώσεων αποδεικνύεται σε τελική ανάλυση απλώς φαινομενική: και στη μια και στην άλλη, η δημόσια διαχείριση του χιούμορ (αυτής της ακρότατης μορφής λεκτικής βίας, η εύστοχη άσκηση της οποίας πληγώνει συνήθως πολύ περισσότερο από τη χειρότερη εξύβριση) επικύρωσε απλώς τις υφιστάμενες κοινωνικές, «εθνοπολιτισμικές» και -γιατί όχι;- «φυλετικές» ιεραρχίες.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.