Αλαφροΐσκιωτος
ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΑ Καταμεσίς ανέμου η τρεχαντήρα,/ με τα πανιά της τόξα τεντωμένα,/ του διακιού τη στερνήν επήρε γύρα/ στα γαλανά βουνά τα γυμνωμένα./ Κι ο αιθεροδρόμος βόγγος που 'πλημμύρα/ στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα/-δελφίνια παρατρέχαν ολοένα-/ την έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!/ Δίκοπη σπάθα ξέσκιζε η καρίνα./ Κι ο αφρός στην πρύμνα, χώριος σε δυο κρίνα,/ των σταλιών ανατίναζε το σείστρο,/ σαν μ’ ένα «λάσκα!» -ο ήλιος μεσουράνει-/ στων Σαλώνων εμπήκε το λιμάνι/ με τον καταμεσήμερον μαΐστρο!
ΑΝΑΒΙΩΣΕ ΤΗ ΔΕΛΦΙΚΗ ΙΔΕΑ στον μεσοπόλεμο με το ανέβασμα του «Προμηθέα Δεσμώτη» και των «Ικέτιδων» του Αισχύλου, δημιουργώντας έναν παγκόσμιο πνευματικό πυρήνα για τη συναδέλφωση των λαών.
ΓΙΑΤΙ ΒΑΘΙΑ ΜΟΥ ΔΟΞΑΣΑ και πίστεψα τη γη/ και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,/ μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,/ να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,/ πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου./ Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,/ μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,/ σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,/ να τώρα που, η καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα/ λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,/ βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!/ Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»/ μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως.../ μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,/ τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»/ να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,/ να που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!
Ο ΓΕΡΟΣ ο εκατοχρονίτης,/ οπού εγνώρισα στο ίδιο νησί μου, τη Λευκάδα,/ αφού πέρασε βοσκός σαράντα χρόνια/ στη βουνοκορφή, στα Σταυρωτά,/ κατέβηκε να παντρευτεί μια μέρα/ στο γιαλό, στο Μεγανήσι/ κι από τότε γίνηκε ψαράς/ κι απόχτησε τρεις θυγατέρες/ κι όσο ήτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος/ το ψαροκάικο, το πεζόβολο, τα παραγάδια και τα δίχτυα/ κι άμα η πρώτη θυγατέρα ήρθε στο χνούδι της/ την πήρε στα κουπιά να δέσει το κορμί της,/ έπειτα την πάντρεψε και πήρε την κατοπινή/ κι αφού έδεσε και τούτη,/ κράτησε λίγο καιρό τη ρωμαλέα τρίτη στα κουπιά/ και σα την πάντρεψε κι αυτήν,/ έμεινε πάλι μες στη βάρκα μοναχός,/ προσμένοντας το θάνατο, ήσυχα να τον 'γγίξει,/ καθώς σβει στρωτά ο αγέρας/ στο νερό τα δειλινά...
Δημήτρης Νανούρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.