Οι εικόνες του
ελληνικού καλοκαιριού, περίκλειστες σε ελληνικά κείμενα και πεζά,
ανθολογούνται με την οξυδερκή ματιά του Χρήστου Χωμενίδη...
Επιχειρώντας ένα πρόχειρο και συνειρμικό απάνθισμα (μόνο από έργα πεθαμένων ποιητών και πεζογράφων, αφού από τους ζωντανούς ακόμα περιμένω τα καλύτερα), διαπιστώνω ότι οι βαθύτερα χαραγμένες μέσα μου σκηνές που έχουν γραφτεί στα ελληνικά διαδραματίζονται καλοκαίρι. Από το γύρο του θριάμβου του Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας -δεμένος πίσω από το άρμα του ο νεκρός Έκτορας σέρνεται πάνω στις πυρωμένες πέτρες- μέχρι το μνημειώδες ποίημα του Αρχίλοχου, με το οποίο για πρώτη φορά υμνείται ο άνθρωπος όχι ως εξάρτημα πατρίδας ή στρατού αλλά ως αυταξία: «Άμα ρωτάς για εκείνη την ασπίδα που πέταξα δίπλα στους θάμνους» λέει ο Αρχίλοχος από τον 7ο κιόλας π.Χ. αιώνα, «μάλλον κανένας Σάμιος θα τη χαίρεται… Δεν πάει στο διάολο η ασπίδα; Αφού κατάφερα και γλύτωσα, θα αρπάξω αργότερα μιαν ίδια - γιατί όχι και καλύτερη;». Σίγουρα η ζωή είναι γλυκύτατη σε όλα τα πλάτη και τα μήκη. Δεν έχετε όμως έντονη την αίσθηση ότι ο τυχοδιώκτης Παριανός εμπνεύστηκε τους παραπάνω στίχους όχι στεγνώνοντας το κοκαλάκι του πλάι στη θερμάστρα μα πλατσουρίζοντας -απελευθερωμένος από όπλα κι άλλα βάρη περιττά- στα γαλανά νερά του Αιγαίου; Στρέφεις το κεφάλι απ’ την άλλη και χαζεύεις με την υπερρεαλιστική ανθρωπολογία του Μποστ. Τόσο απλό ώστε μοιάζει αυτονόητο.
Λάμπει τ' ασημί του σπάρου μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως το τραγούδι της Σαπφώς
Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου μες στην άσπρη κάμαρά μου
Κωπηλάτες του θανάτου να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε σαν νησάκι που κοιμάται
Και βουές γεμίζει μόνον στους αιώνες των αιώνων...
καθώς το έθεσε ο Οδυσσέας Ελύτης.
*
Με τέτοια θανατηφόρα
διαύγεια, η οποία οφείλεται και στο αδυσώπητο ελληνικό φώς («Κατά βάθος
είμαι ζήτημα φωτός» ομολογεί ο Σεφέρης), το μόνο που μας σώζει είναι το
σκώμμα.
Από τους σκωπτικότερους και ιδιοφυέστερους Έλληνες του 20ού αιώνα υπήρξε ο Μποστ, ο οποίος περιγράφει παρακάτω μια λαϊκή τοιχογραφία:
Eις την αριστερήν πλευράν ο ζωγράφος εικόνισε ένα ζεύγος εις την ακροθαλασσιάν. Ένας νέος 18-53 ετών είχε στην αγκαλιά του μίαν νέαν 8-35 ετών, χωρίς πόδια, και την φιλούσε. H νέα εκοίταζε προς τον νέον. O νέος φορούσε ροζ κοστούμι με φαρδιές καφέ ρίγες, κάτι μεταξύ ενδυμασίας ανθρώπου που πάει να κοιμηθή και καταδίκου που εδραπέτευσε και πρώτη σκέψις του μετά την απόδρασιν ήτο να συναντήση την αγαπημένη του στην ακρογιαλιά. Tο αριστερό πόδι του καταδίκου ήτο πάσχον και ολίγον παραμορφωμένον. H νέα όμως, είτε τυφλωμένη από το πάθος, είτε διότι εξετέλει πιστώς την εντολήν "αγάπα τον φίλον σου και με τα ελαττώματά του", παραβλέπουσα το φυσικόν τούτο ελάττωμα, είχε παραδοθή πανευτυχής εις την αγκάλην του χωλού εραστού, αληθής φιλόσοφος της ζωής, γνωρίζουσα ότι τα πολυτελή ενδύματα δεν δίδουν την ευτυχίαν και ότι πολλάκις κάτω από μίαν ασήμαντον και άκομψον περιβολήν κρύπτονται αγνά και ειλικρινή αισθήματα. Tας αυτάς σκέψεις έκανε και ο νέος που την φιλούσε. Tο ότι η κοπέλλα του εστερείτο ποδών τον άφηνε αδιάφορον. Ίσως διότι έκανε και την σκέψιν ότι μια γυναίκα χωρίς πόδια είναι θησαυρός, καθ' όσον, όσο λιγώτερα πόδια έχει, τόσον είναι και πιο οικονομική, δεδομένου ότι και λιγώτερες κάλτσες και παπούτσια χρειάζεται. Kι έτσι χωλός αυτός και κουτσή εκείνη εφιλώντο παθητικά και η περίπτυξίς των ήτο μία κραυγή διαμαρτυρίας κατά της υγιούς κοινωνίας, που, έχοντας τα ποδάρια της σωστά, αποφεύγει να ερωτευθή. Γι' αυτό κι ο κάβουρας είχε ζωγραφισθή σκεπτικός στην ροζ ακτήν. Ήτο ως να εμονολόγει: - Zηλεύω την ευτυχία αυτών των αναπήρων. Kι εγώ που έχω δέκα ποδάρια, μ' άφησε η καβουρίνα και πάει τσάρκα με το σπάρο στη Pαφίνα. Kαι το παράπονό του το ήκουσε ο ροζ γλάρος και το είπεν εις ένα άλλον: - O αδελφός μας ο κάβουρας πονεί. - Nαι, πονεί, είπαν τότε και τα ροζ κύματα. Γι' αυτό, ας πάμε να το πούμε και στ' άλλα κύματα, να φέρουμε το μήνυμα δίπλα, στη Γη της Αιολίδας. Στον διπλανό όμως τοίχο δεν ήταν η Γη της Αιολίδας, αλλά η συνέχεια της ακρογιαλιάς, όπου ένας ροζ τσέλιγκας έψηνε ένα ροζ αρνί σε μια ροζ φωτιά, ενώ δίπλα χόρευε ένας νέος με φουστανέλλα και μια νέα με τοπική ενδυμασία των Mεγάρων. Kι έτσι το μήνυμα φτερούγισε στον απέναντι τοίχο, όπου καθόταν μια αισθαντική βοσκοπούλα με τη ρόκα και τα προβατάκια της, που μελαγχόλησε μονομιάς. Γι' αυτό απέναντί της ακριβώς έκατσε ένας ροζ βοσκός με τρία ροζ πρόβατα, που έπαιζε με μια ροζ φλογέρα, ροζ μελωδίες. O βοσκός ήταν ατίθασος και οπλοφόρος μικρών διαστάσεων, μικρογραφία του Λαζό, εφφέ και του Tσακιτζή, εφφέ του Αϊδινίου. Eπειδή τα κύματα εσκέφθησαν ότι πιθανόν να μην εύρισκαν κατανόησιν από τον σκληρόν αυτόν βοσκόν, το ανήγγειλαν εις την μεσαίαν κόρην της βρύσης, η οποία ακούσασα το φρικτό νέο έμεινε κοιτάζουσα τον ροζ αέρα ως απόπληκτος....
(απόσπασμα από τό άρθρο του Χρήστου Χωμενίδη στό lifo.gr)
Διαβάστε ΕΔΩ ολόκληρο το άρθρο
Επιχειρώντας ένα πρόχειρο και συνειρμικό απάνθισμα (μόνο από έργα πεθαμένων ποιητών και πεζογράφων, αφού από τους ζωντανούς ακόμα περιμένω τα καλύτερα), διαπιστώνω ότι οι βαθύτερα χαραγμένες μέσα μου σκηνές που έχουν γραφτεί στα ελληνικά διαδραματίζονται καλοκαίρι. Από το γύρο του θριάμβου του Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας -δεμένος πίσω από το άρμα του ο νεκρός Έκτορας σέρνεται πάνω στις πυρωμένες πέτρες- μέχρι το μνημειώδες ποίημα του Αρχίλοχου, με το οποίο για πρώτη φορά υμνείται ο άνθρωπος όχι ως εξάρτημα πατρίδας ή στρατού αλλά ως αυταξία: «Άμα ρωτάς για εκείνη την ασπίδα που πέταξα δίπλα στους θάμνους» λέει ο Αρχίλοχος από τον 7ο κιόλας π.Χ. αιώνα, «μάλλον κανένας Σάμιος θα τη χαίρεται… Δεν πάει στο διάολο η ασπίδα; Αφού κατάφερα και γλύτωσα, θα αρπάξω αργότερα μιαν ίδια - γιατί όχι και καλύτερη;». Σίγουρα η ζωή είναι γλυκύτατη σε όλα τα πλάτη και τα μήκη. Δεν έχετε όμως έντονη την αίσθηση ότι ο τυχοδιώκτης Παριανός εμπνεύστηκε τους παραπάνω στίχους όχι στεγνώνοντας το κοκαλάκι του πλάι στη θερμάστρα μα πλατσουρίζοντας -απελευθερωμένος από όπλα κι άλλα βάρη περιττά- στα γαλανά νερά του Αιγαίου; Στρέφεις το κεφάλι απ’ την άλλη και χαζεύεις με την υπερρεαλιστική ανθρωπολογία του Μποστ. Τόσο απλό ώστε μοιάζει αυτονόητο.
Λάμπει τ' ασημί του σπάρου μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως το τραγούδι της Σαπφώς
Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου μες στην άσπρη κάμαρά μου
Κωπηλάτες του θανάτου να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε σαν νησάκι που κοιμάται
Και βουές γεμίζει μόνον στους αιώνες των αιώνων...
καθώς το έθεσε ο Οδυσσέας Ελύτης.
*
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός» ομολογεί ο Σεφέρης... Φωτογραφία του ποιητή στην Κύπρο. |
Από τους σκωπτικότερους και ιδιοφυέστερους Έλληνες του 20ού αιώνα υπήρξε ο Μποστ, ο οποίος περιγράφει παρακάτω μια λαϊκή τοιχογραφία:
Eις την αριστερήν πλευράν ο ζωγράφος εικόνισε ένα ζεύγος εις την ακροθαλασσιάν. Ένας νέος 18-53 ετών είχε στην αγκαλιά του μίαν νέαν 8-35 ετών, χωρίς πόδια, και την φιλούσε. H νέα εκοίταζε προς τον νέον. O νέος φορούσε ροζ κοστούμι με φαρδιές καφέ ρίγες, κάτι μεταξύ ενδυμασίας ανθρώπου που πάει να κοιμηθή και καταδίκου που εδραπέτευσε και πρώτη σκέψις του μετά την απόδρασιν ήτο να συναντήση την αγαπημένη του στην ακρογιαλιά. Tο αριστερό πόδι του καταδίκου ήτο πάσχον και ολίγον παραμορφωμένον. H νέα όμως, είτε τυφλωμένη από το πάθος, είτε διότι εξετέλει πιστώς την εντολήν "αγάπα τον φίλον σου και με τα ελαττώματά του", παραβλέπουσα το φυσικόν τούτο ελάττωμα, είχε παραδοθή πανευτυχής εις την αγκάλην του χωλού εραστού, αληθής φιλόσοφος της ζωής, γνωρίζουσα ότι τα πολυτελή ενδύματα δεν δίδουν την ευτυχίαν και ότι πολλάκις κάτω από μίαν ασήμαντον και άκομψον περιβολήν κρύπτονται αγνά και ειλικρινή αισθήματα. Tας αυτάς σκέψεις έκανε και ο νέος που την φιλούσε. Tο ότι η κοπέλλα του εστερείτο ποδών τον άφηνε αδιάφορον. Ίσως διότι έκανε και την σκέψιν ότι μια γυναίκα χωρίς πόδια είναι θησαυρός, καθ' όσον, όσο λιγώτερα πόδια έχει, τόσον είναι και πιο οικονομική, δεδομένου ότι και λιγώτερες κάλτσες και παπούτσια χρειάζεται. Kι έτσι χωλός αυτός και κουτσή εκείνη εφιλώντο παθητικά και η περίπτυξίς των ήτο μία κραυγή διαμαρτυρίας κατά της υγιούς κοινωνίας, που, έχοντας τα ποδάρια της σωστά, αποφεύγει να ερωτευθή. Γι' αυτό κι ο κάβουρας είχε ζωγραφισθή σκεπτικός στην ροζ ακτήν. Ήτο ως να εμονολόγει: - Zηλεύω την ευτυχία αυτών των αναπήρων. Kι εγώ που έχω δέκα ποδάρια, μ' άφησε η καβουρίνα και πάει τσάρκα με το σπάρο στη Pαφίνα. Kαι το παράπονό του το ήκουσε ο ροζ γλάρος και το είπεν εις ένα άλλον: - O αδελφός μας ο κάβουρας πονεί. - Nαι, πονεί, είπαν τότε και τα ροζ κύματα. Γι' αυτό, ας πάμε να το πούμε και στ' άλλα κύματα, να φέρουμε το μήνυμα δίπλα, στη Γη της Αιολίδας. Στον διπλανό όμως τοίχο δεν ήταν η Γη της Αιολίδας, αλλά η συνέχεια της ακρογιαλιάς, όπου ένας ροζ τσέλιγκας έψηνε ένα ροζ αρνί σε μια ροζ φωτιά, ενώ δίπλα χόρευε ένας νέος με φουστανέλλα και μια νέα με τοπική ενδυμασία των Mεγάρων. Kι έτσι το μήνυμα φτερούγισε στον απέναντι τοίχο, όπου καθόταν μια αισθαντική βοσκοπούλα με τη ρόκα και τα προβατάκια της, που μελαγχόλησε μονομιάς. Γι' αυτό απέναντί της ακριβώς έκατσε ένας ροζ βοσκός με τρία ροζ πρόβατα, που έπαιζε με μια ροζ φλογέρα, ροζ μελωδίες. O βοσκός ήταν ατίθασος και οπλοφόρος μικρών διαστάσεων, μικρογραφία του Λαζό, εφφέ και του Tσακιτζή, εφφέ του Αϊδινίου. Eπειδή τα κύματα εσκέφθησαν ότι πιθανόν να μην εύρισκαν κατανόησιν από τον σκληρόν αυτόν βοσκόν, το ανήγγειλαν εις την μεσαίαν κόρην της βρύσης, η οποία ακούσασα το φρικτό νέο έμεινε κοιτάζουσα τον ροζ αέρα ως απόπληκτος....
(απόσπασμα από τό άρθρο του Χρήστου Χωμενίδη στό lifo.gr)
Διαβάστε ΕΔΩ ολόκληρο το άρθρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.