Αυτό το φθινόπωρο αξίζει να
παρακολουθήσει κανείς τις εξελίξεις στην αμερικανική νομισματική
πολιτική, δεδομένου ότι έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την οικονομική
προοπτική των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Η επιτροπή που αποφασίζει για
το ύψος των αμερικανικών επιτοκίων δανεισμού είναι διχασμένη για το πότε
θα πρέπει να τα αυξήσει. Ορισμένα μέλη της υποστηρίζουν ότι θα ήταν
καλό να τα αυξήσουν ακόμη και τον Σεπτέμβριο ή και δύο φορές μέχρι το
τέλος του έτους, ενώ για τις αγορές πιο πιθανή ημερομηνία είναι τον
Δεκέμβριο. Η αμερικανική νομισματική πολιτική συνήθως αντανακλά
βαθύτερες αλλαγές στην αμερικανική οικονομία, οι οποίες με τη σειρά τους
είναι προάγγελος εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον οι
μεταβολές στα αμερικανικά επιτόκια επηρεάζουν μακροπρόθεσμα τα επιτόκια
δανεισμού στις αναδυόμενες και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ιδιαίτερα
μετά το 2008. Επίσης επηρεάζουν και την ισοτιμία του αμερικανικού
δολαρίου, το οποίο κατέχει ειδικό ρόλο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Δεδομένων όλων αυτών θεωρούμε ότι ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες θα
μπορούσαν να συναντήσουν μεγαλύτερη δυσκολία στην προσπάθειά τους να
προσελκύσουν επενδύσεις.
Η αντίδραση των νομισμάτων τους στη μεταβολή της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής είναι απίθανο να είναι τόσο έντονη, ώστε να πυροδοτήσει σημαντική μεταβολή στον πληθωρισμό τους. Από την άλλη πλευρά, καθώς θα ενισχύεται το αμερικανικό δολάριο λόγω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού, είναι πιθανό να υποτιμηθούν νομίσματα τα οποία οι επενδυτές θα κρίνουν πως έχουν μεγαλύτερο ρίσκο, ενώ την ίδια στιγμή θα επαναπατρίζονται κεφάλαια στις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά μόνο υποτίμηση της τάξης του 10% με 20% προκαλεί σημαντική μεταβολή στον πληθωρισμό. Η υποτίμηση των νομισμάτων των αναδυόμενων οικονομιών θα καθιστούσε πιο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές τους. Βέβαια, οι οικονομίες που χρησιμοποιούν το δολάριο ή έχουν συνδέσει την ισοτιμία του νομίσματός τους με το δολάριο, όπως η Βενεζουέλα, η Σαουδική Αραβία και το Χονγκ Κονγκ, πιθανώς να αντιμετωπίσουν προβλήματα. Υπάρχει ένας αντισταθμιστικός παράγοντας που αφορά την αύξηση της αξίας των αποθεμάτων σε δολάρια για όσες οικονομίες διαθέτουν μεγάλα αποθέματα. Συνεπώς θα έχουν τη δυνατότητα να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα παρεμβαίνοντας στην αγορά νομισμάτων αν αυτό απαιτηθεί. Η μεγαλύτερη πρόκληση για ορισμένες χώρες θα είναι να προσελκύσουν επενδύσεις.
Η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων δανεισμού θα προκαλέσει επιστροφή των επενδύσεων προς τις ΗΠΑ ως αποτέλεσμα της απροθυμίας των επενδυτών να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο ή επειδή θα προτιμούν να επενδύσουν και πάλι στην πατρίδα τους. Υπάρχουν δύο ομάδες χωρών που θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα. Οι χώρες που έχουν μεγάλο χρέος σε δολάρια είναι ευάλωτες σε απότομη διακοπή των επενδυτικών ροών, καθώς θα ανατιμάται το δολάριο. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, οι οποίες αύξησαν κατά πολύ τον δανεισμό τους σε δολάρια από το 2008 και μετά. Ηδη παρατηρείται σημαντική μείωση των πιστωτικών ροών προς χώρες της υποσαχάριας Αφρικής. Εξίσου ευάλωτες είναι και χώρες που διαθέτουν μεγάλο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως η Κένυα και η Νότιος Αφρική, οι οποίες θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με αύξηση του κόστους δανεισμού τους.
Αυξημένες δυσκολίες ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν και χώρες που έχουν μεγάλη ανάγκη από επενδύσεις, ώστε να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Χώρες που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές πρώτων υλών, όπως η Νιγηρία και η Αγκόλα, διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο. Η ενίσχυση της ισοτιμίας του δολαρίου συνήθως οδηγεί σε πτώση της τιμής του πετρελαίου και των άλλων πρώτων υλών. Μια επιπρόσθετη ανησυχία είναι ότι θα αυξηθούν πρόωρα τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού εξαιτίας της αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων και, σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα που παρατηρείται σε αυτές τις οικονομίες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό των επενδύσεων.
*Eπικεφαλής του προγράμματος Διεθνούς Μακροοικονομίας στο βρετανικό think tank Overseas Development Institute.
Η αντίδραση των νομισμάτων τους στη μεταβολή της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής είναι απίθανο να είναι τόσο έντονη, ώστε να πυροδοτήσει σημαντική μεταβολή στον πληθωρισμό τους. Από την άλλη πλευρά, καθώς θα ενισχύεται το αμερικανικό δολάριο λόγω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού, είναι πιθανό να υποτιμηθούν νομίσματα τα οποία οι επενδυτές θα κρίνουν πως έχουν μεγαλύτερο ρίσκο, ενώ την ίδια στιγμή θα επαναπατρίζονται κεφάλαια στις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά μόνο υποτίμηση της τάξης του 10% με 20% προκαλεί σημαντική μεταβολή στον πληθωρισμό. Η υποτίμηση των νομισμάτων των αναδυόμενων οικονομιών θα καθιστούσε πιο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές τους. Βέβαια, οι οικονομίες που χρησιμοποιούν το δολάριο ή έχουν συνδέσει την ισοτιμία του νομίσματός τους με το δολάριο, όπως η Βενεζουέλα, η Σαουδική Αραβία και το Χονγκ Κονγκ, πιθανώς να αντιμετωπίσουν προβλήματα. Υπάρχει ένας αντισταθμιστικός παράγοντας που αφορά την αύξηση της αξίας των αποθεμάτων σε δολάρια για όσες οικονομίες διαθέτουν μεγάλα αποθέματα. Συνεπώς θα έχουν τη δυνατότητα να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα παρεμβαίνοντας στην αγορά νομισμάτων αν αυτό απαιτηθεί. Η μεγαλύτερη πρόκληση για ορισμένες χώρες θα είναι να προσελκύσουν επενδύσεις.
Η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων δανεισμού θα προκαλέσει επιστροφή των επενδύσεων προς τις ΗΠΑ ως αποτέλεσμα της απροθυμίας των επενδυτών να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο ή επειδή θα προτιμούν να επενδύσουν και πάλι στην πατρίδα τους. Υπάρχουν δύο ομάδες χωρών που θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα. Οι χώρες που έχουν μεγάλο χρέος σε δολάρια είναι ευάλωτες σε απότομη διακοπή των επενδυτικών ροών, καθώς θα ανατιμάται το δολάριο. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, οι οποίες αύξησαν κατά πολύ τον δανεισμό τους σε δολάρια από το 2008 και μετά. Ηδη παρατηρείται σημαντική μείωση των πιστωτικών ροών προς χώρες της υποσαχάριας Αφρικής. Εξίσου ευάλωτες είναι και χώρες που διαθέτουν μεγάλο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως η Κένυα και η Νότιος Αφρική, οι οποίες θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με αύξηση του κόστους δανεισμού τους.
Αυξημένες δυσκολίες ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν και χώρες που έχουν μεγάλη ανάγκη από επενδύσεις, ώστε να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Χώρες που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές πρώτων υλών, όπως η Νιγηρία και η Αγκόλα, διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο. Η ενίσχυση της ισοτιμίας του δολαρίου συνήθως οδηγεί σε πτώση της τιμής του πετρελαίου και των άλλων πρώτων υλών. Μια επιπρόσθετη ανησυχία είναι ότι θα αυξηθούν πρόωρα τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού εξαιτίας της αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων και, σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα που παρατηρείται σε αυτές τις οικονομίες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό των επενδύσεων.
*Eπικεφαλής του προγράμματος Διεθνούς Μακροοικονομίας στο βρετανικό think tank Overseas Development Institute.
από τήν Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.