Η τελική φάση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε στις αρχές του 1945. Ωστόσο η εκκαθάριση της Ευρώπης από τα στρατεύματα της Ναζιστικής Γερμανίας και ο εξαναγκασμός του Ναζιστικού καθεστώτος (μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ) σε άνευ όρων συνθηκολόγηση αποδείχτηκε χρονοβόρα υπόθεση. Ο επίλογος του πολέμου άρχισε να γράφεται τον Νοέμβριο του 1944 όταν Βρετανοί και Αμερικανοί διέσχισαν τον Ρήνο και στράφηκαν στην περιοχή του Ρουρ. Παράλληλα εκατομμύρια προσφύγων αναζητούσαν καταφύγιο στην κεντρική Γερμανία λόγω της προέλασης του σοβιετικού στρατού.
Ήδη από τον Μάρτιο του 1944 οι Σύμμαχοι έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό τον εναέριο χώρο της Γερμανίας και εκμεταλλεύτηκαν την υπεροχή αυτή ώστε να δώσουν τη χαριστική βολή στη Ναζιστική Γερμανία. Έτσι, βομβάρδισαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, βιομηχανικές μονάδες και συγκοινωνιακούς κόμβους. Τα ανώτατα κλιμάκια της RAF προετοίμαζαν ήδη από το καλοκαίρι του 1944 το τελειωτικό αεροπορικό χτύπημα, το ονομαζόμενο Operation Thunderclap. Σκοπός ήταν να σπάσει το ηθικό του γερμανικού πληθυσμού και να απομονωθεί η εγκληματική ηγεσία του, σύμφωνα με προγενέστερη οδηγία του βρετανικού και αμερικανικού στρατιωτικού επιτελείου, στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας. Μάλιστα οι βομβαρδισμοί που τελικά πραγματοποιήθηκαν δεν ήταν τόσο μαζικοί όσο προβλέπονταν από το αρχικό σχέδιο.[1]
Με υπόδειξη του Τσώρτσιλ,[2] παραμονές της διάσκεψης στη Γιάλτα, συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των πιθανών αεροπορικών στόχων και η Δρέσδη. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα γινόταν επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος των Συμμάχων αλλά και θα απέκλειε το ενδεχόμενο μεταφοράς της έδρας της ναζιστικής κυβέρνησης από το απειλούμενο Βερολίνο στη Δρέσδη, η οποία μέχρι τότε είχε βρεθεί εκτός του πεδίου των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιπλέον ικανοποιούνταν το πάγιο αίτημα του Στάλιν για στρατηγικό χτύπημα στα μετόπισθεν της Βέρμαχτ ώστε να διευκολυνθεί η προέλαση των δυνάμεών του στο Ανατολικό Μέτωπο. Ένας Βρετανός διερμηνέας αργότερα ισχυρίστηκε ότι ο Αντόνοφ και ο Στάλιν ζήτησαν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, αλλά δεν υπάρχει καμία τέτοιου είδους αναφορά στα πρακτικά της διάσκεψης και πλέον ο ισχυρισμός θεωρείται προπαγάνδα του Ψυχρού Πολέμου. [3] Αν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες η Δρέσδη θα είχε βομβαρδιστεί, είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Γιάλτας, προκειμένου να βελτιωθεί το κλίμα των συζητήσεων, όπως ήλπιζε ο Τσώρτσιλ.[2] Άλλωστε η Λουφτβάφε αδυνατούσε να αντισταθεί: πολλά από τα αεροπλάνα της είχαν καταρριφθεί από τα αμερικανικά το 1944 ενώ ακόμη περισσότερα είχαν ακινητοποιηθεί από την έλλειψη καυσίμων.[4] Ο βομβαρδισμός θεωρείται ότι δεν είχε καμία στρατηγική σημασία και μάλιστα θεωρείται ως ένα από τα εγκλήματα των ΗΠΑ και της Βρετανίας στον Β' ΠΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα εργοστάσια της ναζιστικής Γερμανίας, στα οποία οι ΗΠΑ είχαν επενδύσει προηγουμένως, δεν υπέστησαν ζημιές.
Οι επιθέσεις
Τη νύχτα της 13 προς 14 Φεβρουαρίου 1945, 805 βομβαρδιστικά αεροπλάνα επιτέθηκαν δυο φορές στην πόλη, παρά το νέφος που υπήρχε αρχικά από πάνω της.[5] Την επόμενη μέρα, πραγματοποιήθηκαν με το φως της ημέρας δύο μικρότερες επιθέσεις από αμερικανικά αεροσκάφη.[5]
Υπολογίζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν περίπου 3.500 εμπρηστικές βόμβες και νάρκες αέρος υψηλής περιεκτικότητας. Αμερικανικές πηγές αναφέρουν πως ρίχτηκαν 2.659,3 τόνοι από τα βρετανικά και 4.441,2 τόνοι από τα αμερικανικά αεροπλάνα.[6]
Μετά τον πόλεμο
« | Μου φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή όπου το θέμα των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, κατ' ουσίαν προς εκφοβισμό, παρ' ότι με πρόσχημα άλλες δικαιολογίες, πρέπει να αναθεωρηθεί. Η καταστροφή της Δρέσδης θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. | » |
Η απάντηση της βρετανικής πλευράς, ήρθε από την πένα του Φρέντερικ Τέιλορ (Dresden: Tuesday, 13 February, 1945). Ο Βρετανός ιστορικός εστίασε στη σημασία της τοπικής βιομηχανίας της Σαξωνίας για την πολεμική μηχανή του Ράιχ και υπογράμμιζε ότι οι βομβαρδισμοί ήταν απάντηση στην ανηλεή στρατηγική της Λουφτβάφε και αναγκαία προϋπόθεση για την τελική επικράτηση των Συμμάχων. Ωστόσο, δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί έγκλημα πολέμου.
Επίσης, τις συγκλονιστικές, ωμές περιγραφές του χάους που ακολούθησε της βομβιστικής επιδρομής και του τρόπου που οι ζωντανοί της πόλης προσπάθησαν να «διαχειριστούν» το πρόβλημα των χιλιάδων άταφων νεκρών, περιγράφονται στο μπεστ σέλερ βιβλίο του David Irving «Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης - Η αποκάλυψη των γεγονότων 1945», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 και στην Ελλάδα το 2006, από τις εκδόσεις Ιωλκός[13].
Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν σημαντικές αποφάσεις για τη συμφιλίωση των άλλοτε αντιπάλων στρατοπέδων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η αδελφοποίηση του Κόβεντρι[14] και της Δρέσδης.
Η όπερα Semperoper ανακατασκευάστηκε την περίοδο 1977-1985. Έγινε αυστηρά πιστή ανακατασκευή, ενώ ελήφθησαν υπόψη και οι απαιτήσεις μιας σύγχρονης όπερας.[15] Το Τσβίνγκερ ανοικοδομήθηκε από το 1945 ως το 1963 και άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό ήδη το 1952.[16]
Ωστόσο, την κυριότερη αφορμή για τη συμφιλίωση πρόσφερε η ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού Frauenkirche, που δέσποζε επί αιώνες στο κέντρο της πόλης. Πάνω από 6.000 μέλη από 23 χώρες[2] συμμετείχαν στην πρωτοβουλία αυτή, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβαν οι Friends of Dresden Inc. και η Association Frauenkirche Paris. Στις 13 Φεβρουαρίου 2000 ο Πρίγκιπας Εδουάρδος, δούκας του Κεντ, παρέδωσε το επίχρυσο αντίγραφο του σταυρού που χρηματοδοτήθηκε από βρετανικές δωρεές.[17] Μάλιστα προερχόταν από τα χέρια Βρετανού σιδηρουργού, που ήταν γιος πιλότου βομβαρδιστικού που συμμετείχε στις επιθέσεις κατά της Δρέσδης.[17]
από τή Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.