Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες για τις ελληνικές τράπεζες

Βόμβα από ΕΚΤ στα κεφάλαια των τραπεζών
H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κρίνει «μη ρεαλιστικό και υπερβολικό» το ύψος του αναβαλλόμενου φόρου που έχει αναγνωριστεί ως τμήμα των κεφαλαίων των τραπεζών και ζητεί την περικοπή του.
H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κρίνει «μη ρεαλιστικό και υπερβολικό» το ύψος του αναβαλλόμενου φόρου που έχει αναγνωριστεί ως τμήμα των κεφαλαίων των τραπεζών και ζητεί την περικοπή του.
Αλλαγές στο ζήτημα της αναγνώρισης του αναβαλλόμενου φόρου των τραπεζών ζητεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ανοίγοντας ουσιαστικά θέμα αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου.Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΕΚΤ κρίνει ως μη ρεαλιστικό και υπερβολικό το ύψος του αναβαλλόμενου φόρου που έχει αναγνωριστεί ως τμήμα των κεφαλαίων και ζητεί τη δραστική περικοπή του. 
Υπενθυμίζεται ότι, ύστερα από σχετική νομοθετική παρέμβαση και για την ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών, τους δόθηκε η δυνατότητα να λογιστικοποιήσουν ως κεφάλαιο μέρος του αναβαλλόμενου φόρου. Η Αναβαλλόμενη Φορολογική Απαίτηση (ΑΦΑ) είναι μια λογιστική πρακτική που ισχύει εδώ και πολλά χρόνια και αφορά όλες τις επιχειρήσεις. Με την ΑΦΑ μια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα, στην περίπτωση που για μία ή περισσότερες χρονιές εμφανίσει ζημιές, να τις συμψηφίσει με κερδοφόρες χρήσεις καταβάλλοντας μικρότερο φόρο από αυτόν που της αναλογεί. Σήμερα μεγάλο μέρος της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, και κατ’ επέκταση της κεφαλαιακής επάρκειας -με βάση την οποία η ΕΚΤ κρίνει αν μια τράπεζα είναι ή δεν είναι βιώσιμη-, αποτελείται από αυτό το, σε μεγάλο βαθμό θεωρητικό, κεφάλαιο.

Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, η ΕΚΤ έχει ανοίξει ξανά το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου και ζητεί τον περιορισμό του ποσού που έχει αναγνωριστεί, κάτι που έμμεσα θέτει ζήτημα αυξήσεων κεφαλαίου. Τα κεφάλαια που θα «χαθούν» από τον περιορισμό του αναβαλλόμενου φόρου θα πρέπει να αντικατασταθούν από νέα κεφάλαια. Ωστόσο στην παρούσα συγκυρία, με δεδομένη τη μεγάλη αβεβαιότητα για την έκβαση της διαπραγμάτευσης της χώρας με τους εταίρους, δεν υπάρχουν πρακτικά δυνατότητες από τις τράπεζες να αναζητήσουν τα αναγκαία κεφάλαια από τους επενδυτές.

Οι επιπτώσεις

Πρόσθετη πίεση στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών προκαλούν οι πολιτικοοικονομικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών. Η οικονομία και η χώρα βρίσκονται σε κατάσταση περιδίνησης και ουδείς μπορεί να εκτιμήσει την έκβασή της. Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες στην ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας δεν διατύπωσε πρόβλεψη για τη μεταβολή του ΑΕΠ το 2015. Ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε την ανάγκη να καταλήξουμε σύντομα σε μια αμοιβαίως επωφελή τελική συμφωνία, ώστε να αρθούν οι αβεβαιότητες και να επιστρέψουμε σε θετική τροχιά. «Την κρίσιμη αυτή στιγμή απαιτείται συντεταγμένη εθνική προσπάθεια, σε στενή συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς, για να διασφαλιστούν οι θυσίες των Ελλήνων πολιτών και να συνεχιστεί η ανασυγκρότηση της οικονομίας με στόχο τη διατηρήσιμη ανάπτυξη», τόνισε. Σε διαφορετική περίπτωση, προειδοποίησε ο κ. Στουρνάρας, αντιμετωπίζουμε «μια ρήξη με τους εταίρους που θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και όχι μόνο».

Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, από το τέλος Οκτωβρίου και μετά, η χώρα και μαζί της το τραπεζικό σύστημα εισήλθαν σε τροχιά αβεβαιότητας με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχολογία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την οικονομική ζωή, τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, τις επενδύσεις κ.ά. Η βλάβη στην οικονομία είναι δεδομένη: το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι ποιο θα είναι το μέγεθός της. Η Κομισιόν προχώρησε στη μείωση της πρόβλεψής της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2015 στο 2,5% έναντι 2,9% που ήταν η προηγούμενη. Ωστόσο αναλυτές εκτιμούν ότι η ανάπτυξη τη φετινή χρονιά δεν θα ξεπεράσει το 1% και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει γρήγορα μια οριστική συμφωνία Ελλάδας - δανειστών.

Ολα αυτά διαμορφώνουν, μέχρι στιγμής, έναν λογαριασμό για το τραπεζικό σύστημα ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ!

Αναλυτικά:

• Ρευστότητα. Από το τέλος Οκτωβρίου οι καταθέσεις έχουν μειωθεί, σύμφωνα με εκτιμήσεις των τραπεζών, κατά 20 δισ. ευρώ. Σήμερα οι καταθέσεις εκτιμάται ότι διαμορφώνονται στα 135 δισ. ευρώ που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο από το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης. Οι τράπεζες «αιμορραγούν» επίσης από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, οι οποίες έχουν απορροφήσει ρευστότητα άνω των 3 δισ. ευρώ. Μεγάλο πλήγμα για τη ρευστότητα των τραπεζών, ύψους 10 δισ. ευρώ, αποτέλεσε η διακοπή των συναλλαγών των ελληνικών τραπεζών στη διατραπεζική αγορά.

• Μείωση αποτιμήσεων των ελληνικών τραπεζών. Η χρηματιστηριακή αξία των συστημικών τραπεζών από το τέλος Οκτωβρίου έχει μειωθεί κατά 10 δισ. ευρώ. Οι απώλειες ξεπερνούν τα 22 δισ. ευρώ σε σχέση με τις αποτιμήσεις του περασμένου Ιουνίου (38,6 δισ. ευρώ στις 10 Ιουνίου) όταν επικρατούσε άνεμος αισιοδοξίας, με την οικονομία να βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης και τους επενδυτές να «ποντάρουν» ως προς τον ελληνικό «κίνδυνο» με την εκτίμηση ότι φτάσαμε στο τέλος της κρίσης.

• «Κόκκινα» δάνεια. Αύξηση μη εξυπηρετούμενων δανείων και κόστους του χρήματος. Υστερα από πολλούς μήνες βελτίωσης, το δίμηνο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου καταγράφεται μεγάλη αύξηση της δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οπως εκτιμάται, σχηματίστηκαν νέες καθυστερήσεις ύψους 2 δισ. ευρώ, ύψος διπλάσιο σε σχέση με το τέλος Δεκεμβρίου. Επιπλέον, οι τράπεζες θα επιβαρυνθούν με 1 δισ. ευρώ από την αύξηση του κόστους του χρήματος που προκαλεί η μετάπτωση της ρευστότητας από την ΕΚΤ στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας ELA.

Έντυπη "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.