Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Στή μνήμη τού Νίκου Τσιφόρου

Τηλεόρασις

Τηλεόραση
Τέτοιες μέρες το 1909, κατ' άλλους το '12, γεννιέται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο άνθρωπος που χάρισε και χαρίζει αστείρευτο γέλιο σε γενιές και γενιές. Εκτός από θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης ξεκαρδιστικών κωμωδιών, υπήρξε χρονογράφος -ευθυμογράφος- εφημερίδων και περιοδικών. Τιμούμε τη μνήμη του με αποσπάσματα από άκρως επίκαιρο πόνημά του -λόγω της δημοπρασίας για τις τηλεοπτικές άδειες- από το βιβλίο «Ανθρωποι και ανθρωπάκια», εκδόσεις Ερμής:
Πρώτα είπε η κυρία: «Να πάρομε κι εμείς». Μετά είπε ο κύριος. «Δεν με παρατάς μη σε...». Αλλά δεν την... Πήγε και ρώτησε τιμές. «Μετρητοίς, έξι». -«Αμέτρητα;». -«Δώδεκα». Υπήρχε μια διαφορά, αλλά προτίμησε με δόσεις καθόσον οι δόσεις δεν δίδονται μονοκοπανιά. Η κυρία το διέδωσε σ’ όλη τη γειτονιά. -«Θα πάρομεν τηλεόρασις». -«Τι μάρκα;». -«Φίατ», είπεν η κυρία, που είχεν ακούσει ότι η κουμπάρα της ηγόρασε Φίατ. [...]
Βγήκε ένας καλόγηρος που φώναξε τι μακαρόνια να αγοράσουν. [...] Επαιξεν μουσική, εφάνηκαν πρόσωπα και όλα ωμίλουν εις ξένας γλώσσας, ως π.χ. το Πέυτον Πλέυς, ο Φυγάς και άλλα τινά. Ο κύριος ήρθε ενωρίτερον του συνήθους, μετεκόμισεν μίαν πολυθρόναν κατέναντι της τηλεοράσεως, έβαλε τις παντόφλες του και εδήλωσε: «Εκτακτα, εδώ θα την περάσω όλο τον χειμώνα. [...]
Εκτύπησε το κουδούνι. «Καλορίζικη» είπε μια χοντρή φωνή, βιολογική. Ητο ο γείτων μετά της κυρίας αυτού και του υιού των όστις είχε μείνει μεν εις την ίδιαν τάξιν -πρώτη γυμνασίου- αλλά εγνώριζε πώς ελέγοντο οι Μπόννυ και Κλάιντ. -«Μπορούμε;». Βεβαίως μπορούσαν. [...]
Το κουδούνι ηκούσθη και πάλι και ανύπαντρός τις ύπαρξις, ήγουν δεσποινίς ηλικίας μεταξύ πενήντα και εξήντα, εγέλα με τας μασέλας της ανοικτάς και είπεν μονορούφι. «Την πήρατε; Α, καλορίζικη. Καλησπέρα σας. Να 'ρχομαι κι εγώ να περνάω την ώρα μου κάθε βράδυ». Και εκάθισε, ωσμίσθη τον αέρα και προσέθεσε: «Σουτζουκάκια μαγείρεψες σήμερα;»
Εν τω μεταξύ, το κουδούνι εκτύπησε για τρίτην φοράν και εις την θύραν, ανεφάνη ο κύριος Σωτηράκης, υπάλληλος εις τα Λιπάσματα, η κυρία του, μόνον λίπασμα, και η μικρά υπηρέτρια η όποια ήκουεν εις το όνομα «μωρή». «Ηρθαμε κι εμείς να δούμε την τηλεόραση». «Περάστε», είπεν η κυρία του. [...] Κουδούνι. «Χο χο, ηκούσθη η φωνή ενός χοντρού. «Την πήρανε. Ελα Εύλαμπία». [...]
Ο άνθρωπος με τη βιολογική φωνή είπε: «Ρε αδερφέ, την πήρες, δεν έβαζες και ένα μεζέ να το βρέξουμε;» Η κυρία έτρεξε εις την κουζίνα να κλείσει τα σουτζουκάκια εις το ψυγείον, αλλά τα σουτζουκάκια τα είχε φάει όλα η γερον­τοκόρη. Η οποία και δεν χωρούσε εις το ψυγείον. Κουδούνι. Οι του απάνω πατώματος ήσαν τέσσερις. Δύο σύζυγοι, η πε­θερά και η κουνιάδα. «Α, μπράβο! Την πήρατε επιτέλους». Και εκάθισαν η πεθερά σε μία καρέκλα και οι υπόλοιποι στο χαλί. «Λοιπόν είναι πολύ ωραία. Κάθε βράδυ εδώ θα ερχόμαστε».
Τότε, ο νοικοκύρης του σπιτιού, -χρόνια πολλά νά ζήσει- ήνοιξε την μπαλκονόπορτα, ήρπασε την τηλεόρασιν και την επέταξε από τον τρίτον όροφον εις τον δρόμον. Ηκούσθη έκρηξις τρομερά. Το 100 εκουβάλησε τον κύριο εις το Τμήμα διά τα περαι­τέρω. Εκεί έμεινεν και μάλιστα παρήγγειλε και έφαγε από την γειτονικήν ταβέρναν η οποία εμαγείρευε καλά. Αλλά δεν είχε τηλεόραση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.